Η τηλεμαχία ανάμεσα στους αρχηγούς των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων, το βράδυ της Τετάρτης, επιβεβαίωσε απολύτως τα προγνωστικά: Δεν πρόσθεσε τίποτα σε όσα ήδη γνωρίζαμε, ενώ είναι αμφίβολο εάν έκανε έστω και ελάχιστους αναποφάσιστους να καταλήξουν ή, πολύ περισσότερο, εάν οδήγησε κάποιους να αλλάξουν την επιλογή τους. Από όσους και όσες την παρακολούθησαν, βεβαίως, μιας και ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος από τον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ που μεταδιδόταν την ίδια ώρα – ενώ οι φοιτητές μάλλον ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα αποτελέσματα των δικών τους εκλογών και τα παιδιά της Γ΄ Λυκείου για τη μεγάλη δοκιμασία των Πανελλαδικών που πλησιάζει.
Σε κάθε περίπτωση, όσοι υπέστησαν το τρίωρο μαρτύριο θα συμφωνήσουν ασφαλώς ότι το αποτέλεσμα υπήρξε μια «λευκή ισοπαλία», καθώς κανείς δεν έβαλε ούτε… γκολ ούτε αυτογκόλ, μέσα από τις προβαρισμένες με τους επαγγελματίες επικοινωνιολόγους απαντήσεις και τοποθετήσεις. Ο Μητσοτάκης επέμεινε προβλέψιμα στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής, διανθισμένης από λελογισμένες παροχές καθώς η ΕΕ παραμονεύει. Ο Τσίπρας πρόβαλε την ανάγκη για «μεγάλη αλλαγή», με τον επιθετικό προσδιορισμό να είναι η μόνη διαφοροποίηση από την «πραγματική αλλαγή» του Ανδρουλάκη. Ο Βελόπουλος πόνταρε τα ρέστα του στο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» ώστε να ψαρέψει τις ορφανές ψήφους της Ακροδεξιάς. Ο δε Βαρουφάκης πελαγοδρομούσε ανάμεσα σε ασυνάρτητες θεωρίες, ενώ δεν απέφυγε την ερώτηση-παγίδα στα εθνικά, όπου εμφανίστηκε τόσο ως «Ράμπο» όσο και ως «γιες-μαν».
Ο Δ. Κουτσούμπας, τέλος, έμεινε στη γνωστή θεωρία του «μόνοι μας και όλοι τους», αλλά με γερή δόση υπευθυνότητας, όπως έδειξαν οι προτάσεις περί ανάπτυξης – και μηδενική αναφορά σε λέξεις που «καίνε»: Σύγκρουση και ανατροπή, αντικαπιταλισμός, επανάσταση, κομμουνισμός.