Γιώργος Κρεασίδης
▸ Σε κρίσιμες στιγμές το ΚΚΕ δεν «έκανε τη διαφορά» υπέρ του λαού
Οσο πλησιάζει η 21η Μάη, στην προεκλογική καμπάνια του ΚΚΕ ξεχωρίζει ο στόχος της κοινοβουλευτικής ενίσχυσης, βάζοντας το δίλημμα «θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα τα πράγματα με το ΚΚΕ να έχει 30 ή 40 βουλευτές αντί για 15», ζητώντας από τους ψηφοφόρους να πράξουν αναλόγως» (Δ. Κουτσούμπας, Καθημερινή 25-26/3/2023). Βέβαια για να «πράξει αναλόγως» το ΚΚΕ διαθέτει βουλευτές, ενώ διατηρεί και σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα, όπου τονίζει ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη και αντίστοιχα η πρώτη στις φοιτητικές εκλογές. Όμως στην πράξη δεν βλέπουμε όλα αυτά να μεταφράζονται σε μία πραγματική εργατική λαϊκή αντιπολίτευση όπως στη Γαλλία. Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ προσαρμόζει την τακτική του μέσα στο εργατικό κίνημα σε έναν τυπικό, χωρικό κυρίως, διαχωρισμό από τον σχεδιασμό της ΓΣΕΕ που αποσυνδέει τους αγώνες από κάθε κλιμάκωση και προοπτική. Είναι χαρακτηριστική η στάση του ΚΚΕ απέναντι στον αντισυνδικαλιστικό νόμο Χατζηδάκη, όταν τη συνθηματολογία για «κατάργηση στην πράξη» ακολούθησε η αποδοχή στο πρόσφατο συνέδριο του ΕΚΑ των ηλεκτρονικών εκλογών, που ο νόμος επιχειρεί να επιβάλλει στα σωματεία.
Τα όρια αυτής της γραμμής δοκιμάστηκαν στις πολιτικές καμπές της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης. Εκεί, στην πράξη, κρίνονται σε τελική ανάλυση τα συνθήματα, το πρόγραμμα και η θεωρία. Στην έναρξη της κρίσης το 2008, εμφανίστηκε μία ρωγμή στη συνείδηση της νεολαίας, μια δυναμική αγώνα που πραγματικά τρόμαξε την άρχουσα τάξη. Αφορμή η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ενώ έπαιζε πολλαπλασιαστικό ρόλο το υπόβαθρο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ερχόταν. Αυτό που σφράγισε τη στάση του ΚΚΕ ήταν η απαξίωση αυτής της δυναμικής με το περίφημο πως στη δική μας επανάσταση «δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι»! Στο δημοψήφισμα του 2015, διαμορφώθηκε ένα ρεύμα ρήξης μέσα στα εργατικά λαϊκά στρώματα, με αυταπάτες έστω, για την ευρωζώνη και την ΕΕ που ήταν κορυφαίες αστικές επιλογές. Το ΚΚΕ έτρεξε από την επόμενη κιόλας του δημοψηφίσματος να βάλει πλάτη σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα απέναντι σε μία έξοδο που υποτίθεται θα ήταν καταστροφική. Στην πραγματικότητα, έβαλε πλάτη και στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική δυσκολία που είχε να μετατρέψει το «Όχι» σε «Ναι», ταυτίζοντας αυτές τις επιλογές σαν συναίνεση σε κάποιο μνημόνιο, διαγράφοντας από την συζήτηση έτσι την ουσία της παραχάραξης της λαϊκής επιλογής. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν το ΚΚΕ συμμαχούσε με το αγωνιστικό ρεύμα διευρύνοντας ταυτόχρονα την πολιτικοποίησή του;
Γεννιέται ένα συνολικό ερώτημα σε ό,τι αφορά την πολιτική της Αριστεράς και των κομμουνιστών στο σήμερα. H ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης για την ανατροπή βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής και θέτει στόχους όπως η έξοδος από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, ενώ αναδεικνύει κορυφαία εργατικά αιτήματα, όπως οι εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, σαν δρόμο προσέγγισης της ίδιας της επανάστασης. Αντίθετα το ΚΚΕ αρκείται στην ουσία σε μία προπαγάνδα, μαζί με την αγωνιστική δράση αλλά χωρίς πολιτικό στόχο ανατροπής, με καταστάλαγμα τα πολιτικά συμπεράσματα, δηλαδή το κάλεσμα ψήφου. Μιας ψήφου για να έχει δυνατότητα να κυβερνήσει, χωρίς να τίθεται θέμα επανάστασης. Αυτή η γραμμή εκφράζεται πιο καθαρά από τον ίδιο τον γ.γ. του ΚΚΕ όταν δηλώνει πως «έχει σύγχρονο, επιστημονικά επεξεργασμένο πρόγραμμα εξουσίας- διακυβέρνησης, το οποίο καταθέτει ανοιχτά στον λαό και είναι έτοιμο να το υπηρετήσει και από κυβερνητικές θέσεις, όταν ο λαός το επιλέξει» (Κυριακάτικη KontraNews, 2/4/2023). Εξάλλου ακόμα και όταν δίνεται το βάρος στην προοπτική της αντιπολίτευσης, όπως με τη δήλωση πως το ΚΚΕ θα είναι το «μοναδικό αντίπαλο δέος στην επόμενη αντιλαϊκή κυβέρνηση» (Voria.gr, 25/4/2023), πάλι απουσιάζει η αναφορά στην επαναστατική πολιτική και προοπτική.
Εξάλλου το ΚΚΕ έχει σαν όριο τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αδυνατώντας να βγάλει συμπεράσματα για αυτόν, ούτε καν για το μέρος του που δεν έχει καταρρεύσει, όπως η Κίνα, όπου αναγεννιέται ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Πέρα όμως από την αποτίμηση του «υπαρκτού», αυτός δεν μπορεί να εμπνεύσει σήμερα σαν αντίπαλο δέος στον γερασμένο καπιταλισμό.