Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Στα 75 του χρόνια, το κράτος του Ισραήλ προβάλλει ισχυρό όσο ποτέ προς τα έξω, όντας ταυτόχρονα ιδιαιτέρως ασθενές από τα μέσα, με την πιο αντιδραστική κυβέρνηση στην ιστορία του. Επιβεβαιώνεται με δραματικό τρόπο η θεωρία της «τριάδας του αδύνατου», ενώ η χώρα τείνει πλέον να μετατραπεί σε μια απολυταρχική θεοκρατία.
Συμπληρώνονται σήμερα 75 χρόνια από τη μέρα που ο Νταβίντ Μπεν- Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ σε εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης. Εκείνη τη στιγμή, οι στρατηγοί του εκτιμούσαν ότι οι πιθανότητες να διαφύγει το εβραϊκό κράτος από τη βρεφική θνησιμότητα στον αναπόδραστο πόλεμο με τα συνασπισμένα αραβικά κράτη, ήταν 50%- 50%. Τελικά το Ισραήλ επικράτησε κατά κράτος σε αυτή τη σύγκρουση, που πολιτογραφήθηκε από τους Άραβες ως “Νάκμπα” (Καταστροφή) και ακόμη περισσότερο στην επόμενη, τον “Πόλεμο των Έξι Ημερών” του 1967, που το ανέδειξε σε απόλυτο κυρίαρχο από τη χερσόνησο του Σινά μέχρι τον Ιορδάνη.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει στις 29 Νοεμβρίου του 1947, όταν η Γενική Συνέλευση του νεοπαγούς ΟΗΕ αποφάσισε τον διαμοιρασμό της Παλαιστίνης, που μέχρι τότε είχε καθεστώς βρετανικού προτεκτοράτου (55% εβραϊκό κράτος, 43% παλαιστινιακό κράτος, η Ιερουσαλήμ διεθνής πόλη). Στον απόηχο του Ολοκαυτώματος, η αξίωση των Εβραίων να αποκτήσουν εθνική εστία ήταν πολιτικά και ηθικά πανίσχυρη, έστω κι αν οι Άραβες καλούνταν να πληρώσουν για τα εγκλήματα Ευρωπαίων. Οποιαδήποτε σκέψη για δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Ευρώπη, όπου ζούσαν οι μεγαλύτεροι εβραϊκοί πληθυσμοί, φάνταζε εντελώς ουτοπική. Οι Αμερικανοί υπό τον Τρούμαν στήριξαν τον διαμοιρασμό, υπολογίζοντας ότι θα εξοστρακίσουν τους Βρετανούς συμμάχους αλλά και ανταγωνιστές τους από μια υψηλής γεωστρατηγικής αξίας, λόγω πετρελαίων, περιοχή του κόσμου. Ορισμένοι τεραστίου διαμετρήματος, εβραϊκής καταγωγής διανοούμενοι, όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και η Χάνα Άρεντ, είχαν τις ενστάσεις τους, προτιμώντας ένα διεθνικό (εβραϊκό- αραβικό) κράτος στην ιστορική Παλαιστίνη, αλλά ο ιδεαλιστικός διεθνισμός τους δεν είχε καμία τύχη απέναντι στις αδυσώπητες δυνάμεις του πραγματικού ιστορικού γίγνεσθαι.
Καθοριστικής σημασίας για την ίδρυση του ισραηλινού κράτους ήταν η υποστήριξη της ΕΣΣΔ υπό τον Ιωσήφ Στάλιν. Στην κρίσιμη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο τότε πρέσβης και μετέπειτα επί δεκαετίες υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέι Γκρομίκο δήλωσε ότι η Μόσχα προτιμούσε ένα διεθνικό κράτος, αλλά αν αυτό δεν γινόταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές (όπως γνώριζε ότι θα συμβεί), θα υποστήριζε τον διαμοιρασμό. Ο Στάλιν αναγνώρισε το Ισραήλ στις 17 Μαϊου του 1948, μόλις τρεις ημέρες μετά την ανακήρυξή του. Στον πόλεμο που ακολούθησε με τους Άραβες, μεγάλο μέρος των εβραϊκών όπλων προέρχονταν από την Τσεχοσλοβακία. Μέχρι τα τέλη του 1953 η σοβιετική πρεσβεία ήταν στην Ιερουσαλήμ, κάτι που ξεπερνούσε ακόμη και τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Τα κίνητρα των Σοβιετικών ηγετών είναι εύκολα κατανοητά, αν μεταφερθεί κανείς στο πλαίσιο εκείνης της ιστορικής συγκυρίας. Το εβραϊκό- σοσιαλιστικό κόμμα Μπουντ δρούσε στην τσαρική Ρωσία προτού ακόμη ιδρυθεί το ΣΔΕΚΡ του Πλεχάνοφ, του Λένιν και του Μάρτοφ και πολλά σημαίνοντα στελέχη των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων (όπως και των Γερμανών και Αυστριακών σοσιαλδημοκρατών) ήταν εβραϊκής καταγωγής. Οι σοσιαλιστικές ή σοσιαλίζουσες τάσεις ήταν έντονες στο νεαρό σιωνιστικό κίνημα, με χαρακτηριστικό δείγμα τα περίφημα κιμπούτζ, αγροτικές κοινότητες συλλογικής ιδιοκτησίας. Η θρησκόληπτη ευρωπαϊκή Δεξιά είχε πρωτοστατήσει στα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, ενώ ο Κόκκινος Στρατός ήταν εκείνος που είχε απελευθερώσει το Άουσβιτς. Τούτων δοθέντων, η Μόσχα προσδοκούσε ότι το νεαρό κράτος του Ισραήλ θα ήταν μάλλον φιλικό απέναντί της, περισσότερο από τις αντιδραστικές αραβικές μοναρχίες που έκλιναν προς την Αμερική, όπως υποδήλωνε το ιστορικό “ντιλ” Ρούζβελτ- Ιμπν Σαούντ στο κατάστρωμα του καταδρομικού Quincy, στο Σουέζ.
Σύντομα οι υπολογισμοί αυτοί αποδείχθηκαν κοντόφθαλμοι. Ο αραβικός κόσμος συγκλονίστηκε από το κύμα των αντιαποικιοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, με τυπικούς εκπροσώπους το Κίνημα Ελεύθερων Αξιωματικών στην Αίγυπτο και το Μπάαθ στη Συρία και το Ιράκ. Αντίθετα, το Ισραήλ έγινε ένα κράτος- αστακός, προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης και πρωτίστως των Αμερικανών στην καρδιά του αραβικού κόσμου και της υπ’ αριθμόν ένα πετρελαιοπαραγωγικής περιοχής του πλανήτη. Οι μύθοι του Δαβίδ που πολεμάει τους Γολιάθ και της “μόνης Δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή” συγκρούονται μετωπικά με την πραγματικότητα. Ο υποτιθέμενος Δαβίδ εισπράττει κάθε χρόνο δωρεάν στρατιωτική βοήθεια ύψους 4 δισ δολαρίων από τις ΗΠΑ και είναι βέβαιος, σε κάθε σύγκρουση, ότι το αμερικανικό “Ιππικό” θα σπεύσει προς διάσωσή του αν τα βρει σκούρα, όπως έγινε το 1973, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Μια χώρα χωρίς διακηρυγμένα σύνορα, χωρίς σύνταγμα, με μια Δημοκρατία για τους Εβραίους, αλλά όχι για τους υποτελείς Αραβοϊσραηλινούς και Παλαιστίνιους- όσο δημοκρατία ήταν για τους λευκούς και μόνο για τους λευκούς το καθεστώς απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Στο μεταξύ, ακόμη και οι ηγέτες της σύγχρονης Ακροδεξιάς, τύπου Λεπέν ή Μελόνι, έχουν μόνο καλά λόγια για το Ισραήλ, καθώς τη θέση του αντισημιτισμού έχει καταλάβει προ πολλού η ισλαμοφοβία, ιδεολογικό συνακόλουθο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο εξωτερικό και της καταπίεσης των μεταναστευτικής προέλευσης εργατών στο εσωτερικό.
«Άρωμα» τρίτης Ιντιφάντα στην κατεχόμενη Παλαιστίνη από τη νέα γενιά