Γιώργος Παυλόπουλος
Η πρώτη πράξη των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων της επόμενης χρονιάς ολοκληρώθηκε με μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης, η οποία εκμεταλλεύτηκε άριστα όλα τα καλά «χαρτιά» που διέθετε — από τις κοινωνικές συμμαχίες, την… τεχνογνωσία στην άσκηση εξουσίας και τους δεσμούς με το «βαθύ κράτος» μέχρι τις κραυγαλέες αδυναμίες ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρα.
«Λευκή επιταγή» σε ΝΔ και Μητσοτάκη;
Χαρές και πανηγύρια στο χρηματιστήριο την επομένη των εκλογών, όπου ο (απρόσμενα ευρύς) θρίαμβος της Νέας Δημοκρατίας προκάλεσε εκτίναξη του δείκτη κατά πάνω από 6%. Προφανώς, οι ισχυρότεροι του ελληνικού κεφαλαίου, μετά τα κέρδη-ρεκόρ που κατέγραψαν το 2022, καθώς τα είδαν να αυξάνονται κατά πάνω από 300% και να διαμορφώνονται πάνω από τα 10,4 δισ. ευρώ, ελπίζουν σε ακόμη καλύτερες ημέρες. Και μάλιστα, με τη «σφραγίδα» του λαού, καθώς ο Μητσοτάκης και οι άλλοι κυβερνητικοί ισχυρίζονται πως το ποσοστό που έλαβαν συνιστά επιδοκιμασία της πολιτικής τους και επιταγή «εν λευκώ» για να την συνεχίσουν και να την επιταχύνουν την επόμενη τετραετία.
Αυτό είπε, λοιπόν, το 41% του λαού, «σφάξε με πασά μου να αγιάσω»; Είναι, δηλαδή, η ψήφος του θετική για όσα συνέβησαν την προηγούμενη τετραετία ή, όπως εκτιμούν ορισμένοι, συνιστά περισσότερο μια έκφραση αποδοκιμασίας για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, με Δεξιά χαρακτηριστικά; Μήπως δεν συμβαίνει τίποτε από τα δύο, αλλά η πλειοψηφία του κόσμου επέλεξε απλώς αυτό που θεωρεί ως «μικρότερο κακό» ή και μονόδρομο, υπό τις παρούσες συνθήκες, ώστε να έχει έστω μια κυβέρνηση και να μην διακινδυνεύσει να χάσει και τα λίγα που του έχουν απομείνει; Προκειμένου να επιστρέψει, με άλλα λόγια, σε μια κάπου τύπου κανονικότητα, καθώς έχει κουραστεί και απογοητευτεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και την αποτυχία των «εναλλακτικών» πειραμάτων;
Επί της ουσίας, φαίνεται πως αυτό που συμβαίνει είναι λίγο από όλα και το σκηνικό είναι πιο περίπλοκο από ό,τι υποδηλώνουν τα επιτελεία του κεφαλαίου και το πάρτι στο χρηματιστήριο.
Οι εκλογές αποτελούν μια στιγμή της ταξικής πάλης, αναμφίβολα σημαντική, έστω και αν δεν είναι πάντα καθοριστική. Σε αυτή τη στιγμή αποτυπώνονται συσχετισμοί και διλήμματα που έχουν κυριαρχήσει στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα τα προηγούμενα χρόνια, οι συμμαχίες που έχουν διαμορφωθεί εντός τους, οι ήττες και οι νίκες της κάθε πλευράς, όπως και οι προσδοκίες και οι στόχοι που έχουν να κάνουν με την επόμενη ημέρα. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, όμως, δεν σημαίνει πως θα επέλθει ταξική εκεχειρία ή ειρήνη, ούτε προαναγγέλλει τη μορφή, την ένταση και το διακύβευμα που θα έχουν οι επόμενες αναμετρήσεις.
Από αυτή την άποψη, οι εκτιμήσεις κορυφαίων αναλυτών στα ΜΜΕ μετά τον θρίαμβο της ΝΔ, περί επιστροφής της «κανονικότητας» και οριστικό κλείσιμο της «εποχής των άκρων», εκφράζουν μάλλον τους ευσεβείς πόθους της αστικής τάξης παρά τα πραγματικά δεδομένα. Διότι στο μυαλό και τα όνειρά τους μπορεί να κυριαρχεί το μοντέλο μιας κανονικής (για τα δεδομένα τους) και ισχυρής κυβέρνησης, μιας κανονικής αντιπολίτευσης, ακόμη και μιας κανονικής Αριστεράς, όμως ακόμη και οι ίδιοι δυσκολεύονται να πείσουν τους εαυτούς τους ότι αυτό μπορεί να συμβεί.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο καθώς οι κρίσεις που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία και τον καπιταλισμό, εγχώριο και διεθνή, όχι απλώς δεν έχουν τελειώσει, αλλά οι πάντες σχεδόν προβλέπουν ότι θα οξυνθούν τα επόμενα χρόνια. Τα αδιέξοδα του συστήματος γίνονται ασφυκτικά, οι ανταγωνισμοί εντείνονται και η εκμετάλλευση καθίσταται ανελέητη και αποκτά ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, με συνέπεια ευρύτερα στρώματα (έστω κι αν δεν εκφράζεται εκλογικά) να συνειδητοποιούν ότι εάν θέλουν να ζήσουν αξιοπρεπώς οι «κάτω» οφείλουν να αμφισβητήσουν ευθέως τα προνόμια και τα κέρδη των «πάνω». Έτσι, οι «διχασμοί του χθες» τους οποίους επικαλούνται κάποιοι όχι απλώς δεν είναι ξεπερασμένοι και αναχρονιστικοί, αλλά –ακριβώς επειδή υπάρχουν πραγματικά προβλήματα– αποκτούν νέα διάσταση και περιεχόμενο σήμερα, τόσο για τους εργαζόμενους και το κεφάλαιο όσο και για τις κοινωνικές και πολιτικές πρωτοπορίες.
Παρ’ όλα αυτά (ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτά) τίθενται τα εξής ερωτήματα: Πώς κατάφερε η συγκεκριμένη ΝΔ να φτάσει στον θρίαμβο της περασμένης Κυριακής, διαψεύδοντας πανηγυρικά και τις δημοσκοπήσεις. Πώς απέκτησε τη δυνατότητα να θέσει τον πήχη ακόμη πιο ψηλά, με στόχο μια ενισχυμένη πλειοψηφία 180 βουλευτών, ώστε να προχωρήσει σε συνταγματική μεταρρύθμιση και να ενσωματώσει και στον κορυφαίο θεσμό του αστικού εποικοδομήματος το δόγμα «νόμος είναι το δίκιο του κεφαλαίου»; Βρίσκεται, άραγε, η αιτία αποκλειστικά στην εκτίμηση ότι η ΝΔ κέρδισε επειδή έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί, σε μεγάλο βαθμό, στην διαπίστωση που κάνουν το ΝΑΡ και η νΚΑ στο πρώτο σχόλιο για το εκλογικό αποτέλεσμα: «Η ΝΔ επικράτησε έχοντας την υποστήριξη κέντρων του κεφαλαίου και των καθεστωτικών ΜΜΕ, προωθώντας κοινωνικές συμμαχίες με χρήση του κρατικού μηχανισμού και εκφράζοντας μια γραμμή σταθερής κυβερνητικής υλοποίησης της πολιτικής κεφαλαίου, ΕΕ και ΝΑΤΟ, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κ.α. κι έμεινε για χρόνια στο απυρόβλητο από τη λογική “θα λογαριαστούμε μετά”», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Έχει αξία, μάλιστα, να σταθούμε πιο προσεκτικά σε κάποιες από τις πλευρές που εντοπίζονται στο παραπάνω απόσπασμα. Όπως είναι, για παράδειγμα, οι κοινωνικές συμμαχίες που έχει καταφέρει να «χτίσει» αυτή η κυβέρνηση στη διάρκεια της περασμένης τετραετίας. Εκμεταλλευόμενη, προφανώς, τη μακρά εμπειρία της συγκεκριμένης παράταξης σε επίπεδο διακυβέρνησης και τους δεσμούς της με το «βαθύ κράτος» και τους υπερεθνικούς θεσμούς (όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ) – και, μαζί με αυτά, τις κραυγαλέες αδυναμίες και ανεπάρκειες του βασικού της αντιπάλου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μητσοτάκης, από κοινού με τα άλλα «κέντρα» εντός της ΝΔ, έχει διαμορφώσει ένα ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό προφίλ από αυτό που πίστευαν αρκετοί. Εκφράζοντας στρώματα τα οποία περιλαμβάνουν την Ακροδεξιά, τους εθνικοπατριώτες-τουρκοφάγους, όσους αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως εισβολείς, τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό-θατσερισμό μέχρι, έστω και οριακά, τον προοδευτικό φιλελευθερισμό, μέσω των στοχευμένων «ανοιγμάτων» στα διάφορα μέτωπα του «δικαιωματισμού». Με τον τρόπο αυτό, συνεπικουρούμενη από το (εξίσου έμπειρο και πολύτιμο, έστω και σε περιόδους εσωτερικής κρίσης) ΠΑΣΟΚ, τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, που επεδίωξαν να κυριαρχήσουν σε ένα γήπεδο το οποίο… έγερνε προκαταβολικά, συνάπτοντας συμμαχίες τύπου Αντώναρου ή «κλείνοντας το μάτι» ακόμη και σε ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.
Ταυτόχρονα, η νυν κυβέρνηση φρόντισε να διαμορφώσει ένα σκληρό πυρήνα φανατικών υποστηρικτών της, που μεταφράζεται και σε εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους. Ένα πυρήνα που αποτελείται από την μεγάλο μέρος των δυνάμεων καταστολής, οι οποίες είχαν και θα συνεχίσουν να έχουν το ελεύθερο να δρουν ανεξέλεγκτα. Όπως και του στρατού, που είδε τον ρόλο και τον προϋπολογισμό του να αναβαθμίζονται σημαντικά, μέσω της εφαρμοζόμενης πολιτικής (ελληνοτουρκικά, πόλεμος στην Ουκρανία κ.λπ.), των πανάκριβων εξοπλιστικών προγραμμάτων και των διάφορων μισθολογικών «δώρων» (με τη σύμπραξη και του ΚΚΕ, σε κάποια από αυτά).
Ο καθοριστικός ρόλος των δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών και η «βρόμικη δουλειά» των ΜΜΕ υπό τις εντολές του Μαξίμου.
Μεγάλο και πολύτιμο όπλο της, επίσης, αποτέλεσαν τα δεκάδες δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας. Με τη βοήθειά τους, η «Μητσοτάκης ΑΕ» κατάφερε να σώσει πολλές θεωρητικά χαμένες παρτίδες, αλλά να προχωρήσει και σε στοχευμένες «εξαγορές» (και συνειδήσεων), πείθοντας αρκετούς ότι το κράτος είναι εδώ και γι’ αυτούς και όχι μόνο για τους ισχυρούς. Το έκανε με μικρομεσαίους επιχειρηματίες, το έκανε με συνταξιούχους (δεν πρέπει να υποτιμάται η επιτάχυνση στην απονομή των συντάξεων), το έκανε με νέους και άνεργους. Όταν δε, μόλις λίγες ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, ήρθε η «γκάφα» Κατρούγκαλου, ενώ την ίδια στιγμή το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έδινε εντολή να πιστωθούν διάφορα «χρωστούμενα» σε δικαιούχους, η σύγκριση κατέστη συντριπτική για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, αλλά σε καμία περίπτωση τελευταίο σε σημασία, έρχεται το μοντέλο του κράτους και της διακυβέρνησης που έχει οικοδομήσει το «στρατηγείο» του Μαξίμου. Ένα μοντέλο εξαιρετικά συγκεντρωτικό και αυταρχικό, με απευθείας έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών και της ενημέρωσης (γι’ αυτό εξαρχής υπήχθησαν στον έλεγχο του πρωθυπουργού η ΕΥΠ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ), που αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας όλη τη βρόμικη δουλειά και τη δυσφήμιση των «απέναντι» κάθε φορά που η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης στριμώχνονταν. Όπως συνέβη με το σκάνδαλο των υποκλοπών, με τη μαζική δολοφονία άνω των 35.000 ανθρώπων από την Covid-19, με το έγκλημα στα Τέμπη και πολλά άλλα.
Ο λαός δεν φταίει για το αποτέλεσμα;
Οι συνέπειες του «θα λογαριαστούμε μετά» και στις κάλπες
Η κοινωνία δεν φέρει μερίδιο ευθύνης για τη νίκη της ΝΔ του Μητσοτάκη στις εκλογές; Το συγκεκριμένο ερώτημα τίθεται δικαίως, στο πλάι όλων των υπόλοιπων που προέκυψαν μετά και τις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, έρχεται να «στοιχειώσει» τους μαχόμενους αγωνιστές, εντείνοντας και το αίσθημα απογοήτευσης που πιθανώς έχει προκαλέσει το αποτέλεσμα.
Σε αυτό το φόντο, έχει ήδη αναβαθμιστεί η συζήτηση που αφορά στη «δεξιά στροφή» η οποία, σύμφωνα με αρκετούς, συντελείται σε πολλές χώρες και καταγράφεται στα αποτελέσματα των εκλογών τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο αναμφίβολα υπαρκτό, όπως δείχνει η κυβέρνηση της Μελόνι στη γειτονική Ιταλία, η διαρκής ενίσχυση της Λεπέν στη Γαλλία και τα ολοένα πιο αντιδραστικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης Μακρόν, η συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων στη διακυβέρνηση πολλών χωρών, ακόμη και η αντοχή του «τραμπισμού» στις ΗΠΑ.
Στο «ναι μεν» όλων τα παραπάνω, ωστόσο, έρχεται να προστεθεί αντικειμενικά και ένα «αλλά». Πώς γίνεται, για παράδειγμα, στη Γαλλία της (ακρο)δεξιάς στροφής, η οποία αποτυπώθηκε και στις τελευταίες εκλογές, να αναπτύσσεται ένα τόσο μεγαλειώδες κίνημα, με αφορμή την αλλαγή του συνταξιοδοτικού, που φτάνει να αμφισβητεί τη νομιμότητα του ίδιου του συστήματος; Και θα ήταν ίδιο το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα, εάν εργαζόμενοι και νεολαία συνέχιζαν να είναι μαχητικά στον δρόμο και κάποιες δυνάμεις δεν έβαζαν με το έτσι θέλω τελεία στην έκρηξη που ακολούθησε το έγκλημα στα Τέμπη, υιοθετώντας με τον δικό τους τρόπο το «θα λογαριαστούμε μετά», παραπέμποντας στις κάλπες και την ενίσχυση του «κόμματος» και όχι του πρωταγωνιστικού ρόλου του λαού;
Γι’ αυτό έχει αξία και περιεχόμενο το μήνυμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Συνεχίζουμε και κλιμακώνουμε τους αγώνες και ψηφίζουμε όπως αγωνιζόμαστε.
Η «χρήσιμη ψήφος» σε Ελλάδα και Τουρκία
Μα πώς γίνεται να ψήφισαν Μητσοτάκη όλοι αυτοί που υπέφεραν από την κυβέρνησή του, που έφαγαν ξύλο και έστελναν SMS σαν φυλακισμένοι με βραχιολάκι, που τον έβριζαν εν χορώ, στα κοινωνικά Μέσα και τα γήπεδα; Απλούστατα, με τον ίδιο τρόπο που ψήφισαν Ερντογάν, διαψεύδοντας επίσης πανηγυρικά τις δημοσκοπήσεις, περισσότεροι Τούρκοι σε σύγκριση με το 2018! Συμπεριλαμβανομένων, μάλιστα, εκείνων που επέζησαν στις περιοχές που ισοπεδώθηκαν από τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου και είδαν τους δικούς τους να σκοτώνονται από τα εγκλήματα κράτους και εργολάβων.
Ναι, αλλά γιατί το έκαναν; Όπως όλα δείχνουν, επειδή ο βασικός αντίπαλος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, στη μία ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ και στην άλλη ο Κιλιτσντάρογλου και οι «6» της αντιπολίτευσης, δεν έπεισαν ότι αποτελούν μια πραγματικά εναλλακτική λύση και αντιπροσωπεύουν μια διαφορετική επί της ουσίας πρόταση διακυβέρνησης. Αυτός – εκτός των συμμαχιών που έχουν οικοδομήσει και των μηχανισμών που διαθέτουν Μητσοτάκης και Ερντογάν – είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο η πλειοψηφία επέλεξε το «σίγουρο», το γνήσιο και το δοκιμασμένο και όχι ένα κακέκτυπο της ίδιας ουσιαστικά πολιτικής, γεμάτο με αντιφάσεις.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, όπως λέει ο σοφός λαός. Που όσο δεν πείθεται πως υπάρχει άλλος δρόμος και «αφήγημα» για το οποίο αξίζει να θυσιάσει όσα έχει, έστω και αυτά τα λίγα και ανεπαρκή, τότε προτιμά να τα κρατήσει. Όπως κάνουν εκατομμύρια συνταξιούχοι στην Ελλάδα, την Τουρκία και πολλές χώρες, αλλά και εργαζόμενοι που πρέπει να γεμίσουν κάθε εβδομάδα το ψυγείο ή να πληρώσουν τις δόσεις.
Μαύρες… σκιές στην «ακτινογραφία» του εκλογικού αποτελέσματος