Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Η ενίσχυση της ΝΔ και της ακροδεξιάς, η «αιμορραγία» του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά του και το συνολικά αντιδραστικό μετεκλογικό σκηνικό
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, στη μεγάλη του εικόνα, είναι δυσμενές για την κοινωνική πλειοψηφία, από τη σκοπιά των συμφερόντων της. Δεν συνάδει με την ανάταση και τις προσδοκίες που δημιούργησαν οι μαζικοί και μαχητικοί –έστω και αναντίστοιχοι με τις ανάγκες– λαϊκοί αγώνες που αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα, ούτε βεβαίως αποτυπώνει τα αισθήματα και τα συνθήματα οργής απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και προσωπικά του Κ. Μητσοτάκη.
Αυτή η διαπίστωση δεν μπορεί να αναιρεθεί από τη «σχετική εκλογική άνοδο» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή την ενίσχυση του ΚΚΕ, που αύξησε τις ψήφους του κατά 130.000 περίπου και το ποσοστό του κατά 2%, που εξακολουθεί να απέχει από τα υψηλά των εκλογών του 2007 και του Μαΐου του 2012. H ερμηνεία του αποτελέσματος δεν μπορεί να αναζητηθεί ούτε στο επιχείρημα ότι δήθεν ο λαός μίλησε κυρίως με την αποχή του, όσο κι αν δεν ήταν αμελητέα. Ούτε, φυσικά, στον αριθμό-ρεκόρ των σχηματισμών που συμμετείχαν στις εκλογές, εκ των οποίων οι 21 δεν είχαν λάβει μέρος το 2019 ή εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, κατάφεραν όμως να συγκεντρώσουν σχεδόν μισό εκατομμύριο ψήφους.
Στην πραγματικότητα, σε μια αναμέτρηση στην οποία η συμμετοχή αυξήθηκε και ξεπέρασε το 60%, για πρώτη φορά μετά τον Ιανουάριο του 2015 και το δημοψήφισμα του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς (αν και ακόμα δεν πλησιάζει τα ποσοστά της δεκαετίας του 2000, όταν ήταν πάνω από 70%) η ΝΔ όχι απλώς διατήρησε τις δυνάμεις της, αλλά τις αύξησε σε ποσοστό και κατά 150.000 ψήφους. Παρά τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο εγκατέλειψε μέσα σε τέσσερα χρόνια το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του, δηλαδή περίπου 600.000 άνθρωποι, μαζί με το ΠΑΣΟΚ που κέρδισε 220.000 ψήφους, τα τρία βασικά κόμματα της αστικής εξουσίας, τα οποία ψήφισαν και εφάρμοσαν τα μνημόνια και εκπροσωπούν την ίδια ουσιαστικά πολιτική, συγκέντρωσαν αθροιστικά 72,5%. Πρόκειται για ένα ποσοστό που είναι μεν χαμηλότερο από το 79,5% του 2019, δεν απέχει όμως από αυτό παρά μόλις κατά 250.000 ψήφους.
Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί το σχεδόν 10,5% που πήραν τα διάφορα ακροδεξιά μορφώματα, από την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου και τη Νίκη που είχε τη στήριξη της «βαθιάς Εκκλησίας» (και όχι μόνο…) μέχρι τα πιο μικρά, ποσοστό το οποίο είναι υψηλότερο κατά περίπου 2,5 μονάδες σε σύγκριση με το αντίστοιχο πριν μια τετραετία. Αποδεικνύοντας, έτσι, ότι η καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής και ο αποκλεισμός του κόμματος Κασιδιάρη από τις εκλογές, κάτω από την πίεση του ρωμαλέου αντιφασιστικού κινήματος, δεν «τελειώνει» την απειλή της ακροδεξιάς, η οποία μοιάζει να διαμορφώνει σταδιακά μια συμπαγή κοινωνική και εκλογική βάση, με τάσεις μεγέθυνσης.
Επιπλέον, δεν είναι αμελητέα η εκλογική επιρροή μιας σειράς μορφωμάτων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (αντιεμβολιαστικά, πατριωτικά κ.λπ.) που ξεπέρασε το 5,5%, έναντι λίγο πάνω από 3% το 2019. Από αυτά ξεχωρίζει, αναμφίβολα, η Πλεύση Ελευθερίας της Κωνσταντοπούλου, η οποία έκανε ένα ξαφνικό και εν πολλοίς ανεξήγητο ντεμαράζ στην τελική ευθεία πριν τις εκλογές, υπερδιπλασιάζοντας τις ψήφους της σε σύγκριση με το 2019 και φτάνοντας μια ανάσα από την είσοδο στη Βουλή με το 2,89% που συγκέντρωσε.
Με βάση τα παραπάνω, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί εύκολα ότι τα σκληρά «συστημικά» κόμματα διαθέτουν πλαστή εκλογική πλειοψηφία, ούτε βεβαίως ότι δεν κυριαρχεί στο μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό το αντιδραστικό και αντιλαϊκό πρόσημο. Πολύ περισσότερο, καθώς την περασμένη Κυριακή το άθροισμα των ψήφων που έλαβε ο χώρος της παραδοσιακής ελληνικής Δεξιάς και ακροδεξιάς έφτασε τα 3 εκατομμύρια περίπου. Ξεπέρασε, έτσι, τον μέσο όρο των εκλογικών αναμετρήσεων της μεταπολίτευσης (2,8 εκατ.), έστω κι αν υπολείπεται εκείνων της πρώτης περιόδου των μνημονίων, όταν «επέλαυνε» η Χρυσή Αυγή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, αναμφίβολα, οι μετατοπίσεις που καταγράφηκαν με βάση τα exit polls — αν και είναι λογικό να διατηρεί κανείς έντονες επιφυλάξεις για την ακρίβειά τους. Σε αυτά, φαίνεται καταρχάς πως η ΝΔ κυριάρχησε συντριπτικά σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες: Τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου έλαβε άνω του 50%, τους επαγγελματίες της υπαίθρου (αγρότες, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, χωρίς κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνονται οι εργάτες γης) και τους συνταξιούχους, που της έδωσαν πάνω από 45%, καθώς και τις χαρακτηριζόμενες ως «νοικοκυρές» με ανάλογο ποσοστό. Αξιοσημείωτη είναι και η εικόνα για τους άνεργους (κοντά στο 35% ΝΔ έναντι 26% ΣΥΡΙΖΑ), πολλοί από τους οποίους ενδεχομένως «υπέκυψαν» στην επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.
● 72,5% συγκέντρωσαν τα τρία κόμματα εξουσίας, έναντι 79,5% το 2019
● 18% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 κατευθύνθηκε προς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ άνω του 3% προς Ελληνική Λύση
● 7,3% αυξήθηκε
το ποσοστό της ΝΔ
στη Β΄ Πειραιά
και 4,5% στο Περιστέρι
Το πιο σημαντικό όμως μήνυμα, που αναμφίβολα χρήζει ειδικής ανάλυσης, έρχεται από τις ίδιες τις κάλπες στις παραδοσιακά εργατικές και υποβαθμισμένες συνοικίες της Αττικής. Όπως στην περιφέρεια της Β΄ Πειραιά, όπου η εκλογική δύναμη της ΝΔ αυξήθηκε κατά 7,3% και 15.500 ψήφους, με την εικόνα να είναι ακόμη πιο ακραία σε κάποιους δήμους: Στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα πήρε 36,7% έναντι 28,8% το 2019 και 17,3% το 2015, ενώ την ίδια στιγμή το ΚΚΕ ανέβηκε από το 8,5% στο 11,4%. Στο δε Περιστέρι, το 29,5% του 2019 έγινε 34% την περασμένη Κυριακή.
Τέλος, όσον αφορά τις εσωτερικές μετατοπίσεις ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας, η ΝΔ φαίνεται πως υπήρξε και εδώ η μεγάλη ωφελημένη. Για του λόγου το αληθές, πάντα σύμφωνα με τα exit polls, η μεγάλη πλειοψηφία των διαρροών από όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ πριν μια τετραετία, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 18%, μετακινήθηκε ισομερώς προς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ ένα επιπλέον 3% τουλάχιστον κατέληξε στην Ελληνική Λύση. Αντιθέτως, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 φαίνεται πως πήραν μόλις το 7,5% της συγκεκριμένης «δεξαμενής», με τη μοιρασιά να είναι σχεδόν ισότιμη και εδώ. Φυσικά, τίποτα δεν εγγυάται πως το σκηνικό αυτό παγιώνεται και δεν θα αλλάξει στις εκλογές της 25ης Ιουνίου ή δεν θα ανατραπεί από όσα ακολουθήσουν. Τα συμπεράσματα, ωστόσο, από τον «πρώτο γύρο» είναι πολύτιμα — και ανησυχητικά.