Το πρώτο βιβλίο της Πόπης Δέδε-Δεσύλλα (εκδόσεις Τόπος) είναι μια ξεχωριστή λογοτεχνική μαρτυρία που «αναδεικνύει τη διαχρονική υπεροχή των αξιών του σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, πολύτιμων και στη σημερινή εποχή»
Το πλίθινο σπίτι του τίτλου του βιβλίου υπήρξε στην πραγματικότητα και σε αυτό κατοικούσε μια οικογένεια με εννέα παιδιά. Όταν το παλιό, επίσης πλίθινο, σπίτι κατέρρευσε, οι γείτονες βοήθησαν στη θέση του να χτιστεί ένα καινούργιο, κατασκευάζοντας πλίθες από χώμα, νερό και άχυρο τις οποίες έβαζαν σε ένα καλούπι και, αφού τις άφηναν να στεγνώσουν στον ήλιο, τις ξεκαλούπωναν. Το καινούργιο σπίτι, στις παρυφές μιας επαρχιακής πόλης, «ήταν προϊόν άμισθης συλλογικής εργασίας». Ένα σπίτι με την πόρτα του πάντα ανοιχτή στον «Άλλο», όπως ανοιχτή ήταν και η καρδιά εκείνων που το κατοικούσαν.
Από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μέχρι τη χούντα και τη μεταπολίτευση, παρακολουθούμε τις περιπέτειες των ενοίκων του πλίθινου σπιτιού, των παιδιών, των φίλων και των γονιών τους στη μικρή πόλη τους και στην Αθήνα. Στη γειτονιά τους χωματόδρομοι, περιβόλια, σπίτια δίχως ηλεκτρικό ρεύμα, διώξεις, αφάνταστος αυταρχισμός στο σχολείο, όταν η σχολική ποδιά ήταν υποχρεωτική και ένας θεολόγος καθηγητής έκανε έφοδο στα σπίτια των μαθητριών του το βράδυ μην τυχόν και είχαν ξεπορτίσει! Ακόμα και η έξοδος στον κινηματογράφο ήταν απαγορευμένη και μάλιστα μια μαθήτρια είδε τον Λόρενς της Αραβίας μεταμφιεσμένη σε γριά… Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς εκείνης της εποχής.
Από το πλίνθινο σπίτι δεν ακούγονταν ούτε καβγάδες ούτε άγριες φωνές: μόνο τραγούδια. Η μητέρα, η κυρα-Ελπίδα, που δούλευε σε εργοστάσιο και συντηρούσε την οικογένεια όταν ο πατέρας, ο κυρ-Θωμάς, «παραθέριζε» στη Γυάρο, ήταν πηγή σοφίας και τρυφερότητας, υπόδειγμα διακριτικότητας, αξιοπρέπειας και λεβεντιάς. Και οι γείτονες, όσο ο κυρ-Θωμάς απουσίαζε, δεν άφησαν την οικογένειά του να πεινάσει: «Καθένας βοηθούσε με το είδος που παρήγε. Σιτάρι, λάδι, πατάτες, φασόλια δεν έλειψαν από την οικογένεια. Έτσι ζούσε η επαρχία τότε. Όταν είχε ο γείτονας, είχε και ο διπλανός του».
Η συγγραφέας καταγράφει με χιούμορ αλλά και καταγγελτική διάθεση τη σκληρή ζωή
Η συγγραφέας καταγράφει με χιούμορ αλλά και δίκαιη καταγγελτική διάθεση τη σκληρή ζωή, καθώς και τα στραβά και τα ανάποδα των χρόνων πριν τη δικτατορία, στη διάρκεια της δικτατορίας και στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν σε αντίστιξη άνθρωποι-αρπακτικά, εγωιστές, κυνικοί και άκαρδοι, αλλά και άνθρωποι με περίσσευμα καρδιάς, γενναιόδωροι και αλληλέγγυοι. Ξέγνοιαστα παιδικά παιχνίδια, όπως ποδόσφαιρο με μπάλα φτιαγμένη από εφημερίδες, αλλά και πανταχού παρούσα η βία και η αυθαιρεσία της Χωροφυλακής, του «παιδονόμου» και των τοπικών παραγόντων. Αρκετές εικόνες θυμίζουν κινηματογραφική ταινία, όπως μια δύσκολη γέννα στο πλίνθινο σπίτι.
Οι ήρωες του βιβλίου, τόσο οι νέοι όσο και οι μεγαλύτεροι, δεν είναι παθητικοί θεατές της ζωής: αγωνίζονται, σπουδάζουν, δουλεύουν, αντιστέκονται στην τυραννία της δικτατορίας αλλά και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Παράλληλα, επισημαίνονται οι βαριές συνέπειες της δικτατορίας, καθώς και οι ανεκπλήρωτες και διαψευσμένες ελπίδες της δημοκρατικής μεταπολίτευσης. Ας σημειωθεί ότι τα περιστατικά που αναφέρονται στο βιβλίο είναι όλα αληθινά, αν και τα ονόματα των προσώπων είναι, για ευνόητους λόγους, αλλαγμένα.
Τούτη η «λογοτεχνική μαρτυρία», όπως χαρακτηρίζεται αυτό το πεζογράφημα, δεν αναλώνεται στη νοσταλγία του παλιού «καλού» καιρού, δεν εξωραΐζει το παρελθόν. Όπως εύστοχα επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «αναδεικνύει τη διαχρονική υπεροχή των αξιών του σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, πολύτιμων και στη σημερινή εποχή». Αν και η Δύναμη του πλίνθινου σπιτιού είναι το πρώτο βιβλίο της Πόπης Δέδε-Δεσύλλα, είναι φανερή η δύναμη του κριτικού βλέμματος της συγγραφέως, του πολιτικού και ιστορικού στοχασμού της, καθώς και των ζωντανών περιγραφών των περιστατικών, των συγκρούσεων και των αντιθέσεων.