Λίτσα Φρυδά
▸Το τελευταίο διάστημα διαβάζουμε στον Τύπο δημοσιεύματα σχετικά με τη νέα σελίδα που ανοίγει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Αθήνα να λαμβάνει σειρά μέτρων για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων με την γείτονα.
Θύματα αυτής της στροφής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις φαίνεται να είναι οι Κούρδοι πολιτικοί πρόσφυγες του Λαυρίου, αφού η κυβέρνηση θα κλείσει τον καταυλισμό όπου διαβιούν εδώ και 40 σχεδόν χρόνια, δραπετεύοντας από την τουρκική καθεστωτική καταπίεση.
Οι πιέσεις προς τους Κούρδους για εγκατάλειψη του προσφυγικού καταυλισμού έχουν ξεκινήσει από το 2016, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν το ελληνικό κράτος έκοψε τη χρηματοδότησή του, και συνεχίζονται αδιάλειπτα. Πρόσφατα, η ιδιοκτησία του κτιρίου πέρασε στον Δήμο Λαυρεωτικής που το διεκδικούσε, ενώ παράλληλα ζητούσε την εκκένωσή του, προβάλλοντας λόγους επικινδυνότητας για τους ενοίκους του. Το κλείσιμο του καταυλισμού δια της πλαγίας οδού, μοιάζει να είναι το επικρατέστερο σενάριο στην υπόθεση αυτή.
Αντίστοιχα, δημοσιεύματα σχετικά με το κλείσιμο του καταυλισμού, ως δώρο της ελληνικής κυβέρνησης στον Ερντογάν, κατακλύζουν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Ο καταυλισμός του Λαυρίου αποτελεί πάγιο στόχο της μαύρης προπαγάνδας και των πολιτικών ποινικοποίησης της Τουρκίας. Ασφαλώς ο καταυλισμός (που είναι πάντα ανοιχτός σε ντόπιους και μη, σε φορείς, σε μη κυβερνητικούς αλλά και κρατικούς οργανισμούς) ουδεμία σχέση έχει με τις αναπόδεικτες κατηγορίες που η Τουρκία επαναφέρει κάθε τόσο στην ημερήσια διάταξη και που η ελληνική πλευρά δεν αποδέχτηκε ποτέ, ότι δηλαδή είναι κέντρο εκπαίδευσης Κούρδων τρομοκρατών.
Το κλείσιμό του προσφέρει στήριξη στο καθεστώς Ερντογάν, το οποίο «στριμωγμένο» στο εσωτερικό από τα αδιέξοδα που του δημιουργεί η εσωτερική πολιτική του, αναζητά λύση μέσω της εξωτερικής του πολιτικής. Έχοντας κλονιστεί από τον τεράστιο αριθμό των θυμάτων του σεισμού εξ’ αιτίας της κρατικής κακοδιαχείρισης, από την οικονομική κρίση, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολλά παρόμοια προβλήματα, επιχειρεί να αντιστρέψει την κατάσταση δημιουργώντας την εικόνα ενός «Ερντογάν παγκόσμιου ηγέτη», με βάση την εξωτερική πολιτική του. Η Τουρκία, προσποιούμενη ότι εξαλείφει έναν ανύπαρκτο κίνδυνο αναφορικά με το κλείσιμο του στρατοπέδου του Λαυρίου, επιχειρεί να ισχυροποιήσει τη δυσχερή θέση του Ερντογάν και του ασταθούς καθεστώτος του, ενόψει των επερχόμενων κρίσιμων εκλογών του Μαΐου. Έτσι, τίτλοι όπως «Ο Ερντογάν είπε ότι θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά και ο Έλληνας έκανε πίσω», που βλέπουμε στα τουρκικά ΜΜΕ, χρησιμοποιούνται από τον ίδιο ως προπαγάνδα στην εσωτερική του πολιτική.
Γιατί, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση κάνει αυτό το δώρο στον Ερντογάν; Εν όψει των εκλογών αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και η ελληνική κυβέρνηση. Χιλιάδες νεκροί από την πανδημία, παρακολουθήσεις, ευθύνες για το δυστύχημα στα Τέμπη, ακρίβεια, καταστολή κ.λπ. Έτσι επιχειρεί να προβάλει ως δική της επιτυχία την αποκλιμάκωση της έντασης στο πεδίο της αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Πρόσφορο εργαλείο το προσφυγικό, που και οι δυο πλευρές αξιοποιούν στο έπακρο. Κλείνει τον καταυλισμό των Κούρδων στο Λαύριο, ικανοποιείται η κυβέρνηση Ερντογάν και οι ΗΠΑ επιχαίρουν καθώς η κυβέρνηση της Τουρκίας έρχεται πιο κοντά στο ΝΑΤΟ, σημαντική επιδίωξη των Αμερικανών για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ίσως ακόμη η παρουσία και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος του Ερντογάν στην περιοχή να κρίνονται αναγκαία τόσο για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση όσο και για τα άλλα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ. Η παρουσία του Ερντογάν προσφέρει σε άλλες αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις την δυνατότητα να μπορούν να υπάρχουν. Είναι σαφές πως μια δημοκρατική Τουρκία δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή για το ΝΑΤΟ. Με μια απειλητική και αποσταθεροποιητική Τουρκία, το ΝΑΤΟ διευκολύνεται να χτίσει μια στρατιωτική βάση σε κάθε τετραγωνικό μέτρο της Ελλάδας. Ποιοι λοιπόν θα είναι τα πραγματικά θύματα αυτών των ιμπεριαλιστικών πολιτικών;