Γιώτα Ιωαννίδου
Το σύνθημα της αιματοβαμμένης Πρωτομαγιάς του 1886 (τα τρία οκτώ) ξανακούγεται στον αέρα σαν παράσιτο των προεκλογικών μεγάφωνων των αστικών κομμάτων. Οι ομιλούσες κεφαλές του αστικοποιημένου συνδικαλισμού μπορεί και να εμφανιστούν για λίγο στο βήμα. Τα στεφάνια θα κατατεθούν.
Σε λίγο θα ξημερώσει μια ακόμη Πρωτομαγιά. Οι πλατείες και οι δρόμοι θα γεμίσουν πάλι σημαίες και προσδοκίες. Όχι παντού. Αλλά όπου οι εργαζόμενοι κατορθώσουν να διαρρήξουν το πέπλο του πολέμου, της φτώχειας, του φόβου, της καταστολής ή της επίσημης γραφειοκρατικής τυπικότητας και της ατομιστικής αδιαφορίας.
Το σύνθημα της αιματοβαμμένης Πρωτομαγιάς του 1886 (τα τρία οκτάωρα δουλειάς, ύπνου, ανάπαυσης) ξανακούγεται στον αέρα σαν παράσιτο των προεκλογικών μεγάφωνων των αστικών κομμάτων. Οι ομιλούσες κεφαλές του αστικοποιημένου συνδικαλισμού μπορεί και να εμφανιστούν για λίγο στο βήμα μιλώντας για τις δυσκολίες της εποχής. Τα στεφάνια θα κατατεθούν. Τα συνθήματα της Πρωτομαγιάς, όπως και η ίδια η ημέρα, έγινε μεγάλη προσπάθεια να αλλοιωθούν με το πέρασμα των χρόνων. Τα ανατρεπτικά μηνύματα είναι ενοχλητικά επικίνδυνα ακόμη κι όταν έχει οργανωθεί η κηδεία τους με κάθε επίσημο τρόπο.
Μετά το 1886, η καθιέρωση της Πρωτομαγιάς σαν ημέρας απεργίας και εργατικής πάλης επιβλήθηκε με αγώνες και νεκρούς. Η Αναστασία Καρανικόλα, ο Τάσος Τούσης και άλλοι δέκα τουλάχιστον νεκροί σημάδεψαν τους αγώνες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1936. Οι εργατικές ενώσεις όλο και περισσότερο συνέδεαν την Πρωτομαγιά όχι μόνο με τα άμεσα αιτήματά τους αλλά και με την ίδια την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Ήταν τόσο ισχυρή η νοηματοδότησή της στη λαϊκή συνείδηση που τα ανερχόμενα φασιστικά ρεύματα, μετά την κρίση του 1929, προσπάθησαν αρχικά να την διαστρέψουν κι όχι να την καταργήσουν. Ένα πλήθος πεντακοσίων χιλιάδων ανθρώπων συγκεντρώθηκε την 1η Μαΐου του 1933, στο αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ, στο Βερολίνο κάτω από το βλέμμα του Χίτλερ. Οι εργάτες παρέλασαν σε σχηματισμούς με επικεφαλής τους εργοδότες τους, ενώ όσοι συνδικαλιστές δεν υποτάχθηκαν πέρασαν την πύλη του Νταχάου –
«η εργασία απελευθερώνει». Ο μακελάρης του ‘36, δικτάτορας Ι. Μεταξάς, όρισε την 1η Μάη ως ημέρα της εργασίας και τον εαυτό του ως «πρώτο εργάτη» του έθνους.
Μετά τον πόλεμο, οι επίσημες αστικές κυβερνήσεις πολέμησαν το ενοχλητικό φάντασμα με τη μουμιοποίησή του. Το έντυσαν περίτεχνα με τα αφηγήματα της ταξικής συνεργασίας και του κοινωνικού εταιρισμού και το άφησαν ρακένδυτο με μια φιλολογία καταδίκης της αδικίας χωρίς στόχο κατάργησής της. Ακόμη και στις μεγάλες λεωφόρους και τα μαυσωλεία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, οι παρελάσεις των κόκκινων σημαιών με στρατιωτικό βηματισμό την Πρωτομαγιά, είχαν απομακρυνθεί πολύ από το άρωμα της εργατικής εξέγερσης.
Οι Πρωτομαγιές του παρόντος και του μέλλοντος οφείλουν να μην αφήσουν κανένα οκτάωρο για κανέναν εργοδότη
Κι όμως, η Πρωτομαγιά ακόμη γεμίζει με εφιάλτες τα όνειρα της εξουσίας και αναγκάζει τον επίσημο συνδικαλισμό να ξεστομίσει κάτι για να την καθησυχάσει. Υποχρεώνει όμως και τους ανθρώπους που την κουβαλούν στους ώμους τους να ξανασκεφτούν πάνω στα συνθήματά της. Πολλοί την απωθούν στο πεδίο της μνήμης αφού στο «μετακαπιταλιστικό» γι αυτούς πεδίο δεν υπάρχουν τάξεις και ταξική πάλη. Η οικονομία των πλατφορμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που μέσα σε τέσσερα χρόνια σχεδόν πενταπλασίασε τα έσοδά της, θεωρεί το 93% των 28,3 εκατομμυρίων εργαζομένων της, crowdworkers-αυτοαπασχολούμενους.
Γι’ αυτό βρίσκει το σύνθημα των τριών οκταώρων παρωχημένο· ο εργαζόμενος έχει όλο τον χρόνο της ημέρας να τον διαχειριστεί μόνος του προς όφελος της κάθε Wolt ή Amazon κ.λπ. Κάποιοι, διαπιστώνοντας τη σημερινή εξαθλίωση των όρων εργασίας, σταματούν στην επικαιρότητα του συνθήματος. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας θέτει το ζήτημα της μείωσης των ωρών εργασίας, αλλά καλεί στην εξεύρεση ευέλικτων τρόπων και ελαστικών σχέσεων, ώστε η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και τα κέρδη του να αυξηθούν.
Όσο συσσωρεύεται πλούτος από το διεθνές κεφάλαιο, τόσο αναζητείται μικρότερο κομμάτι για τους εργαζόμενους που τον παράγουν. Όσο προχωρά με άλματα η επιστήμη και η τεχνολογία τόσο οπισθοχωρεί η ανθρώπινη ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα καθιστώντας τον βαθμό εκμετάλλευσης πολλαπλάσιο. Όσο μικραίνει ο αναγκαίος χρόνος παραγωγής τόσο μεγαλώνει η υπερεργασία.
Όταν τέθηκε το σύνθημα των εργατών του Σικάγο (τρία οκτώ) θεωρήθηκε τόσο απαράδεκτο από τους εργοδότες όσο η κατάργηση της σκλαβιάς παλιότερα από τους φεουδάρχες. Έβαλε όριο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, που μέχρι τότε αφορούσε όλο τον χρόνο του εργάτη σε όλη του τη ζωή. Σήμερα που το κεφάλαιο επιστρέφει με τον ίδιο βάρβαρο στόχο, σε ένα περιβάλλον εξαιρετικών αντικειμενικών δυνατοτήτων, όχι μόνο μπορεί να μειωθεί ο χρόνος εργασίας αλλά οι Πρωτομαγιές του παρόντος και του μέλλοντος οφείλουν να μην αφήσουν κανένα οκτάωρο για κανέναν εργοδότη.