Γιώργος Παυλόπουλος
Η επίσκεψη Μακρόν στο Πεκίνο και τα όσα ακολούθησαν επιβεβαίωσαν την εκτίμηση ότι το κλίμα στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας βαραίνει επικίνδυνα, με την ΕΕ να βρίσκεται πάλι σε ρόλο κομπάρσου και να φοβάται ότι θα δεχθεί τη χαριστική βολή.
«Θα έπρεπε οι ΗΠΑ να υπερασπιστούν την Ταϊβάν;», είναι το ερώτημα που έθεσε σε ανάλυσή του ο εκ των κορυφαίων αρθρογράφων των Financial Times, Γκίντεον Ράχμαν. «Να πεθάνουμε για την Ταϊβάν;», αναρωτιέται από την πλευρά της η διεύθυνση της le Monde, σε κεντρικό άρθρο γνώμης της εφημερίδας.
Πρόκειται για κείμενα τα οποία γράφηκαν μετά την επίσκεψη του προέδρου της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, στο Πεκίνο, καθώς και τη συνέντευξη που παραχώρησε αμέσως μετά ο ίδιος σε τρία γνωστά και διεθνούς εμβέλειας ΜΜΕ, πυροδοτώντας έντονη συζήτηση και αντιπαράθεση αναφορικά με τη στάση της Ευρώπης σε μια πιθανή κρίση στην Ταϊβάν. Κάτι που οφείλεται τόσο στην επιδεικτικά ευνοϊκή υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τον Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος μοιάζει να επιδιώκει να μπήξει μια γαλλική «σφήνα» στα πλευρά των Αμερικανών όσο και στην προτροπή του προς τους εταίρους της χώρας του στην ΕΕ να μην ακολουθήσουν άκριτα την λογική κλιμάκωσης της Ουάσιγκτον απέναντι στο Πεκίνο.
Αποδείχθηκε έτσι ότι, αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να μαίνεται και δεν διαφαίνεται το τέλος του, σταδιακά η προσοχή όλων στρέφεται προς το ενδεχομένως επόμενο και σαφώς πιο σημαντικό και μεγάλο μέτωπο: Την αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δύση – με τις ΗΠΑ να βρίσκονται και εδώ στη θέση του «οδηγού» και επισπεύδοντα και την Ευρώπη σε εκείνη του κομπάρσου – και την Κίνα, η οποία δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε ένα πόλεμο γύρω από την Ταϊβάν, η οποία μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως «η Ουκρανία του Ειρηνικού».
Το σενάριο, άλλωστε, γράφεται ήδη με εντατικούς ρυθμούς, ενώ το σκηνικό μοιάζει να στήνεται προσεκτικά και μεθοδικά, παραπέμποντας σε όσα προηγήθηκαν της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ εντείνουν την περικύκλωση της Κίνας με στρατιωτικές συμμαχίες (όπως η Aukus με την Αυστραλία), νέες βάσεις (στις Φιλιππίνες) και εξοπλισμό των συμμάχων της (Ιαπωνία, Νότιος Κορέα). Η δε Κίνα ασφυκτιά και διεκδικεί την κατοχύρωσή της ως αδιαμφισβήτητης ηγεμονικής δύναμης στη γειτονιά της, έτσι ώστε στη συνέχεια να είναι σε θέση να διεκδικήσει περισσότερα στην παγκόσμια σκακιέρα – κάτι που περνά και από τον έλεγχο της Ταϊβάν.
Σε αυτό το φόντο, οι δύο πλευρές συγκεντρώνουν τεράστια δύναμη πυρός στην περιοχή Παράλληλα, αναδεικνύεται η τεράστια σημασία της τελευταίας για τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, με έμφαση στο γεγονός ότι εκεί κατασκευάζεται το μεγαλύτερο μέρος των υπερσύγχρονων ημιαγωγών. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, όλα αυτά πλαισιώνονται με το γνωστό αφήγημα της σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό.
Με βάση τα παραπάνω, αρκετοί δεν διστάζουν να εκτιμήσουν ότι η αντίστροφη μέτρηση για τον πόλεμο έχει ήδη ξεκινήσει, προβλέποντας πως αυτός πιθανότατα θα ξεσπάσει κάποια στιγμή το διάστημα 2026-’27, πριν δηλαδή την ολοκλήρωση της τρίτης θητείας του Σι στην ηγεσία της Κίνας. Μάλιστα, δεν διστάζουν ήδη να επεξεργάζονται και να διατυπώνουν σενάρια αναφορικά με το πώς θα ξεκινήσει (με μια απόβαση ή με ένα αεροναυτικό αποκλεισμό να είναι να επικρατέστερα, όπως δείχνουν και οι τελευταίες κινεζικές στρατιωτικές ασκήσεις), αλλά και πόσο θα διαρκέσει (αν και αυτού του είδους οι προβλέψεις έχουν.. καεί μετά τα όσα έχουν συμβεί στην Ουκρανία).
Το σκηνικό στήνεται μεθοδικά και θυμίζει όσα προηγήθηκαν της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία
Το σίγουρο είναι πως όλα αυτά κάνουν τις αστικές τάξεις της Ευρώπης να τρέμουν, ειδικά καθώς τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Κίνα είναι τεράστια και ζωτικής σημασίας για την κερδοφορία του. Θεωρούν, πολύ απλά – και όχι άδικα – ότι ένας πόλεμος για την Ταϊβάν στον Ειρηνικό θα τους δώσει τη χαριστική βολή και θα εκμηδενίσει τις ελπίδες τους να παίξουν ισότιμο και πρωταγωνιστικό ρόλο τις δεκαετίες που έρχονται. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα καπιταλιστικά κέντρα κλιμακώνεται, αποκτά πλέον άγρια μορφή και καθίσταται απρόβλεπτος, με τους πιο αδύναμους να απειλούνται κυριολεκτικά με αφανισμό.
Αυτή ακριβώς την αγωνία επιχείρησε να εκφράσει ο Μακρόν με την παρουσία του στο Πεκίνο και τις δηλώσεις του. Θέτοντας, ταυτόχρονα, τον – προφανώς μαξιμαλιστικό και ανέφικτο, όπως όλα δείχνουν – στόχο της μετατροπής της ΕΕ σε μια τρίτη παγκόσμια υπερδύναμη, που θα είναι εφάμιλλη με τις ΗΠΑ και την Κίνα.