Μπάμπης Συριόπουλος
Το αστικό κράτος και η ταξική πάλη
Τα δημόσια – κοινωνικά αγαθά είναι στο κέντρο της συζήτησης για μια ακόμα φορά στις μέρες μας με αφορμή τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών καθώς και το νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης του νερού. Ο χαρακτήρας αυτών των αγαθών και οι κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες που καλύπτουν παραπέμπουν στο τρόπο και στα κριτήρια λειτουργίας των επιχειρήσεων που τα παράγουν αναδεικνύοντας το ζήτημα της ιδιοκτησίας τους. Η πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών και στις ιδιωτικοποιήσεις, η προστασία ή η διεκδίκηση του δημόσιου χαρακτήρα τους ξαναφέρνουν το ζήτημα του κράτους στον καπιταλισμό, του χαρακτήρα του και των ορίων του.
Το κεφάλαιο ούτε θέλει ούτε μπορεί να θέσει το σύνολο της κοινωνίας και των αναγκαίων θεσμών της κάτω από τον άμεσο έλεγχό του. Έχει ανάγκη από ένα κράτος που θα διασφαλίζει τους γενικούς όρους πραγμάτωσης της υπεραξίας και κοινωνικής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εκφράζοντας τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και όχι του ενός ή του άλλου ιδιώτη καπιταλιστή. Ταυτόχρονα απέναντι στα ιδιωτικά συμφέροντα των απομονωμένων ατόμων και αντιμαχόμενων τάξεων και ομάδων θέλει να εμφανίζεται πως εκπροσωπεί το «γενικό συμφέρον της κοινωνίας», φροντίζοντας βέβαια αυτή να παραμείνει πάση θυσία αστική κοινωνία.
Αυτή η αναγκαία εμφάνιση από το κράτος των γενικών αστικών συμφερόντων ως γενικών συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας το υποχρεώνει να παίρνει υπόψη του τις εργατικές διεκδικήσεις, να επιδιώκει την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, να κάνει συμβιβασμούς και να επηρεάζεται από την ταξική πάλη.
Ο αγώνας κατά των ιδιωτικοποιήσεων
Οι κρατικές επιχειρήσεις για μια σειρά δημόσιων αγαθών, παρότι εξυπηρετούσαν τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου, ήταν αποτέλεσμα της δράσης του εργατικού κινήματος και της λανθάνουσας επαναστατικής απειλής. Η πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση της εργατικής τάξης αντίστρεψε αυτή την πορεία. Η σημερινή αριστερά εγκλωβίζεται στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Είναι αναγκαία η άμεση σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία και το κέρδος αντί της αναπόλησης του παρελθόντος.
Η ύπαρξη κρατικών επιχειρήσεων σε μια σειρά τομείς (ενέργεια, ύδρευση, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομεία, λιμάνια, αεροδρόμια, γενικά υποδομές, κτίρια και δίκτυα) ήταν όρος για τη διευκόλυνση της κοινωνικής αναπαραγωγής, ιδίως εκεί που απαιτούνταν μεγάλες επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο και σε τομείς με κερδοφορία απαγορευτική για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Κυρίως όμως η διόγκωση του δημόσιου τομέα για την παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών (πχ. υγεία και παιδεία) ή η δημιουργία της κοινωνικής ασφάλισης, ήταν το αποτέλεσμα των αγώνων της εργατικής τάξης, της επανάστασης του Οκτώβρη, της αντιφασιστικής νίκης και της επακόλουθης λαϊκής αυτοπεποίθησης. Οι κοινωνικές κατακτήσεις, το πολυθρύλητο κράτος πρόνοιας στη μεταπολεμική Ευρώπη, είναι αμφίβολο αν θα υπήρχαν (τουλάχιστον σ’ αυτή την έκταση) χωρίς τη διαρκή επαναστατική απειλή που εκπροσωπούσε ο Οκτώβρης. Αυτή την απειλή φρόντιζαν να υπενθυμίζουν και οι επαναστάσεις στη Λατ. Αμερική και το παγκόσμιο ‘68 στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο κάνοντας τις αστικές τάξεις να πληρώνουν βαρύ τίμημα για τη διατήρηση της εξουσίας και ιδιοκτησίας τους.
Εδώ και δεκαετίες -εξαιτίας των αλλεπάλληλων καπιταλιστικών κρίσεων και της πτώσης του ποσοστού κέρδους, της ύπαρξης πλεοναζόντων κεφαλαίων, της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, της δυνατότητας αυξημένης κερδοφορίας σε τομείς που πρωτύτερα δεν ήταν κερδοφόροι- άνοιξε η όρεξη του κεφαλαίου για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Ωστόσο αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση της εργατικής τάξης, την ατιμωτική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το «τέλος της ιστορίας», την ενσωμάτωση της αριστεράς σε διαχειριστικές, κυβερνητικές προτάσεις εντός του καπιταλισμού. Η απεμπόληση των στρατηγικών κομμουνιστικών σκοπών προς όφελος των «ρεαλιστικών» λύσεων οδήγησε στο ξήλωμα κοινωνικών κατακτήσεων που θεωρούνταν δεδομένες. Η απομάκρυνση της επαναστατικής απειλής, η ήττα στο πεδίο των ιδεών και των προγραμμάτων αποτυπώθηκε στην καθημερινή πραγματικότητα της ζωής των εργαζομένων και των φτωχών όλου του κόσμου. Ήταν η σειρά της εργατικής τάξης να πληρώσει το τίμημα.
Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορευματοποίηση (η λεγόμενη «απελευθέρωση») κοινωνικών αγαθών, η λειτουργία κρατικών επιχειρήσεων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια κόστους – οφέλους, τιμών και κερδών, μισθών και εργασιακών σχέσεων, οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ), η ιδιωτικοποίηση των πιο κερδοφόρων τομέων τους, η απαξίωση και εγκατάλειψη άλλων κτλ. Και πάλι βέβαια όταν υπάρχει ανάγκη το αστικό κράτος διασώζει ιδιωτικές επιχειρήσεις και τράπεζες κρατικοποιώντας τις ζημιές και ιδιωτικοποιώντας τα κέρδη.
Οι κομμουνιστές δεν μπορούν παρά να αντιπαλεύουν την ατομική ιδιοκτησία με κάθε τρόπο και κάθε στιγμή, συνδέοντας το σήμερα με το αύριο, και όχι μόνο σε κάποια τελική μάχη.
Η κυρίαρχη τάση στην αριστερά είναι η ουτοπική ελπίδα επιστροφής στον καπιταλισμό ενός προηγούμενου σταδίου, η αναπόληση του κράτους πρόνοιας χωρίς επαναστατικές ρήξεις και αλλαγές. Η πολιτική των αντινεοφιλελεύθερων μετώπων και κυβερνήσεων δεν ανέκοψε ούτε μπορεί να ανακόψει την ξέφρενη πορεία εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης των πάντων. Ακόμα και η επαναφορά πρότερων κατακτήσεων της εργατικής τάξης δεν μπορεί να γίνει πια εντός της καπιταλιστικής κανονικότητας στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό της κρίσης, των πολέμων, των ολοκληρώσεων και των κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων (βλ. Γαλλία). Η αποδοχή ή η ανοχή από την αριστερά του σημερινού πλαισίου της αστικής πολιτικής, της ΕΕ και η απροθυμία της να συγκρουστεί με τους πυλώνες του καπιταλισμού -την ατομική ιδιοκτησία, το κέρδος και το διευθυντικό δικαίωμα- καταλήγουν στην άρνηση της μετωπικής σύγκρουσης με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων σήμερα.
Για παράδειγμα το ΜέΡΑ25 -που θέλει να μιλάει και στο όνομα της αριστεράς- διαμέσου της αντίθεσης στον «κρατισμό», θεωρεί ψευτοδίλημμα το «κράτος ή ιδιώτες», προτείνει συνεργασία του κράτους με το κεφάλαιο «αρκεί ο επενδυτής να κάνει και επενδύσεις», δημόσιες επιχειρήσεις με ΣΔΙΤ πάντα με όρους «διαφάνειας και οικονομικής αποτελεσματικότητας». Όλα αυτά εν μέσω απελευθέρωσης της αγοράς των κοινωνικών αγαθών και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα κλείνει το μάτι σε τμήματα του κινήματος και της νεολαίας με τη «συμμετοχικότητα» και τα «Συμβούλια κληρωτών και ειδικών».
Το ΚΚΕ από την άλλη παλεύει ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά αρνείται επίμονα να θέσει ως άμεσο στόχο του κινήματος τη δημόσια ιδιοκτησία των επιχειρήσεων που παράγουν κοινωνικά αγαθά, χωρίς αποζημίωση στους ιδιώτες και με εργατικό έλεγχο και με στόχο τη δωρεάν ή φθηνή παροχή αυτών των αγαθών στο λαό. Είναι κατά των ιδιωτικοποιήσεων πριν γίνουν, αν γίνουν όμως «θα λογαριαστούμε μετά», στον σοσιαλισμό. Από άλλο δρόμο, αφού «το κράτος αυτό είναι κράτος για τους λίγους και ιδιωτικοποιεί τομείς όταν το έχει ανάγκη το κεφάλαιο, ή κρατικοποιεί αυτούς τους τομείς όταν έχει τέτοια ανάγκη, πάλι, το κεφάλαιο» απορρίπτεται κάθε διεκδίκηση της «”εθνικοποίησης” ή της “επανακρατικοποίησης”» (Δ. Κουτσούμπας στις Σέρρες, Ριζοσπάστης 18-19/3). Στο όνομα μιας ιδεατής αντίθεσης σε ένα ιδεατό αστικό κράτος που παίζει μπάλα μόνο του, αρνείται να συγκρουστεί με το πραγματικό αστικό κράτος, την πραγματική υπερεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ και την πραγματική αστική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της «απελευθέρωσης», που με λύσσα υλοποιούν όλες οι αστικές κυβερνήσεις κάθε χρώματος εδώ και δεκαετίες.
Ο Λένιν και το «δημοτικό πρόγραμμα» του 1917
Οι πολιτικές προϋποθέσεις για τις αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις
Το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της χρήσης των μέσων παραγωγής είναι κεντρικό σε κάθε κοινωνία, η ατομική ιδιοκτησία είναι στο κέντρο της αστικής κοινωνίας. Οι κομμουνιστές δεν μπορούν παρά να την αντιπαλεύουν με κάθε τρόπο και κάθε στιγμή και όχι μόνο σε κάποια τελική μάχη, συνδέοντας το σήμερα με το αύριο. Ο Καρλ Μαρξ στο τελευταίο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έγραψε: «Οι κομμουνιστές παλεύουν για την επίτευξη των άμεσων σκοπών, για την ισχυροποίηση των προσωρινών συμφερόντων της εργατικής τάξης· αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν επίσης, και λαμβάνουν υπόψη, το μέλλον του κινήματος αυτού» συμπληρώνοντας στην τελευταία σελίδα ότι «σε όλα αυτά τα κινήματα προβάλλουν ως κύριο ζήτημα αυτό της ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από τη λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένη μορφή της».
Είναι αλήθεια ότι η επέκταση της εμπορευματοποίησης, της ιδιωτικοποίησης και του κριτηρίου του κέρδους είναι εγγενής τάση στην αστική κοινωνία. Όπως είχε πει ο Καρλ Πολάνυι από το 1944, «μία οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρξει μόνο σε μία κοινωνία της αγοράς». Αυτή η τάση όμως δεν δρα μόνη της, καθώς η ελεύθερη αγορά και η ατομική ιδιοκτησία αδυνατούν να οργανώσουν από μόνες τους το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Σε περιπτώσεις όπως η περιβαλλοντική κρίση, η πρόσφατη πανδημία, ο σεισμός στην Τουρκία και η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, φαίνονται τα καταστροφικά αποτελέσματα τους. Η αντικαπιταλιστική αριστερά και οι κομμουνιστές δεν μπορούν παρά να αξιοποιήσουν αυτή την αποκάλυψη του απάνθρωπου χαρακτήρα τους για να αντιστρέψουν με συγκεκριμένες άμεσες διεκδικήσεις υπονόμευσής τους δείχνοντας το δρόμο για την κατάργησή τους. Αλλιώς, με οποιοδήποτε πρόσχημα, «παραδέχονται την ήττα» από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Αν και αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά ότι «οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν», η ατομική ιδιοκτησία σκοτώνει, τι νόημα έχει η διεκδίκηση υπονόμευσής της σήμερα, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου κάτι τέτοιο είναι αδύνατο;
Στις εκλογές για τα συνοικιακά δημοτικά συμβούλια τον Μάη του 1917 τα κόμματα των ναρόντνικων και των μενσεβίκων κατέβαιναν ζητώντας επιβολή ενοικιοστάσιου κατά τη διάρκεια του πολέμου, επίταξη αποθεμάτων τροφίμων από καταστήματα και ιδιώτες, οργάνωση δημόσιων μαγειρείων και εστιατορίων, ιατρική περίθαλψη και υγιεινή κ.λπ. Ο Λένιν μιλούσε για «τους πραγματικούς όρους πραγματοποίησης αυτών των υποσχέσεων», καθώς αυτές «όταν αγνοήσουμε τις άτεγκτες και σκληρές συνθήκες της κυριαρχίας του κεφαλαίου, είναι κούφια λόγια, […] χοντροκομμένη εξαπάτηση των μαζών […]».
Στη συνέχεια αντέτεινε: «Για να εφαρμοστούν οι απαραίτητες για το λαό, ώριμες πια και επείγουσες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες μιλούν οι ναρόντνικοι και οι μενσεβίκοι, πρέπει να ξεκόψουμε από την πολιτική της υποστήριξης του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των δανείων, από την πολιτική της υποστήριξης της κυβέρνησης των καπιταλιστών, από την αρχή του απαραβίαστου των κερδών του κεφαλαίου. […] Να τι πρέπει να λέει στις εκλογές το κόμμα του προλεταριάτου στον λαό […]. Να που βρίσκεται η ουσία του προλεταριακού “δημοτικού προγράμματος” που αυτοί την κρύβουν» (Άπαντα τ. 32, σελ. 23-24).Η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ προτείνουν «ώριμες και επείγουσες μεταρρυθμίσεις» όπως τη δημόσια ιδιοκτησία επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας για τις κοινωνικές ανάγκες, μαζί με τις πολιτικές προϋποθέσεις της ανυπακοής και της ρήξης με την ΕΕ, της ρήξης με τη λογική της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της ανατροπής της κυβέρνησης, της αστικής πολιτικής και της αντίθεσης στα κόμματα που τη στηρίζουν.
Με την πράξη των επαναστατών ωριμάζουν οι συνθήκες
Η επίκληση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού δεν είναι κάτι ασυνήθιστο για αριστερά κόμματα και οργανώσεις, ιδίως στη χώρα μας. Ακόμα και ο Γ. Βαρουφάκης, εσχάτως μιλάει για σοσιαλισμό, για την εργατική τάξη και την «ανατροπή της Αυτοκρατορίας του κεφαλαίου» κτλ. Μια σειρά οργανώσεις σ’ όλο τον κόσμο ορκίζονται στην επανάσταση και στην εργατική εξουσία, ενώ στην πράξη η βασική τους μέριμνα -στην Πολιτική με π κεφαλαίο- είναι η στήριξη «χωρίς αυταπάτες» σοσιαλδημοκρατικών ή σκέτα δημοκρατικών κυβερνήσεων. Το ΚΚΕ, όταν μιλάει, σπάνια βέβαια, για επανάσταση, την βλέπει σαν επακόλουθο μιας επαναστατικής κατάστασης που θα προκύψει αντικειμενικά, άγνωστο πώς. Παρά τις σημαντικότατες διαφορές μεταξύ τους, κυριαρχεί η αναμονή της ωρίμανσης των συνθηκών.
Μα πώς «ωριμάζουν οι συνθήκες» και πάνω απ’ όλα ο υποκειμενικός παράγοντας, η συνείδηση της εκμεταλλευόμενης πλειονότητας; Σίγουρα δεν υπάρχει εύκολη απάντηση και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι την ανακάλυψε. Πάντως η επαναστατική συνείδηση δεν ωριμάζει μόνο με την προπαγάνδα και τη διαφώτιση. Η ιδεολογία είναι πρώτα απ’ όλα υλική πρακτική και η υλική πρακτική γίνεται ιδεολογία, οι άνθρωποι είναι ό,τι κάνουν, ακόμα κι αν πιστεύουν το αντίθετο.
Η καλύτερη «υλική-πρακτική» προετοιμασία για την επανάσταση είναι ο άμεσος επαναστατικός αγώνας για «ώριμες πια και επείγουσες μεταρρυθμίσεις», ανέφικτες εντός της καπιταλιστικής κανονικότητας, μαζί με τις πολιτικές προϋποθέσεις για την υλοποίησή τους, σε συνδυασμό με την επαναστατική απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας. Γι’ αυτήν ακριβώς την προετοιμασία είναι αναγκαίες η αντικαπιταλιστική αριστερά, η κομμουνιστική οργάνωση, αλλά και ο «εργατικός διαφωτισμός» στη θεωρία και στη μάχη των ιδεών και των αξιών.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 01-04-2023