Γιώργος Παυλόπουλος
Η επίδειξη δύναμης που έκανε το Πεκίνο, διαμεσολαβώντας για την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στους δύο ορκισμένους εχθρούς της Μέσης Ανατολής, Ιράν και Σ. Αραβία, ενόχλησε και ανησύχησε ιδιαιτέρως την Ουάσιγκτον.
Μια εντυπωσιακή επίδειξη της διπλωματικής της ισχύος έκανε την περασμένη εβδομάδα η Κίνα και μάλιστα σε μια περιοχή στην οποία όχι μόνο δεν έχει παράδοση, αλλά θεωρούνταν –μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον– «γήπεδο» των Αμερικανών και, δευτερευόντως, των Ρώσων. Η συμφωνία την οποία υπέγραψαν στο Πεκίνο για την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων οι εκπρόσωποι δύο μέχρι πρότινος ορκισμένων εχθρών, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, αποδίδοντας αμφότεροι τα εύσημα στον ρόλο της Κίνας και προσωπικά του Σι Τζινπίνγκ, δημιουργεί αναμφίβολα νέες ισορροπίες στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Στέλνει, δε, ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τις ΗΠΑ ότι δεν πρέπει πλέον να θεωρούν τίποτα δεδομένο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Οι επαφές ανάμεσα στις δύο χώρες είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετούς μήνες, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη δημοσιότητα. Προχωρούσαν δε ουσιαστικά εν αγνοία της Ουάσιγκτον, κάτι που παραδέχθηκε και ο Λευκός Οίκος μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, ενώ το ντιλ φαίνεται πως οριστικοποιήθηκε στις συναντήσεις που είχε ο Σι, τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο, με τον ντε φάκτο μονάρχη της Σ. Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και τον πρόεδρο του Ιράν Ιμπραήμ Ραϊσί. Όσο για την ανακοίνωσή του, συνέπεσε με τις τελευταίες ημέρες της ετήσιας συνόδου της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης της Κίνας, εδραιώνοντας την εικόνα παντοδυναμίας του Σι και στο εσωτερικό.
Φυσικά, η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Τεχεράνης και Ριάντ, που είχαν διακοπεί το 2015, όταν οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα ανοιχτής σύρραξης, δεν σημαίνει ότι οι εξαλείφονται αυτομάτως και οι μεταξύ τους αντιθέσεις. Ούτε, βεβαίως, ότι παύει ο έντονος ανταγωνισμός τους, τον οποίο πυροδοτούν τα αντικρουόμενα συμφέροντα που έχουν και αποτυπώνονται βίαια στην Υεμένη, τη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ και άλλες «καυτές» ζώνες, όπου πολεμούν εδώ και χρόνια δι’ αντιπροσώπων. Πολύ περισσότερο, δεν εξαλείφεται η απειλή μιας γενικευμένης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και το Ισραήλ. Το τελευταίο, όπως είναι γνωστό, βρίσκεται σε τροχιά προσέγγισης με τα αραβικά καθεστώτα και επιχειρεί να συγκροτήσει ένα μέτωπο κατά του Ιράν — σχέδιο που, για την ώρα τουλάχιστον, μοιάζει να ναυαγεί.
Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία συνιστά μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία της Κίνας και ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της μετατροπής της σε έναν «παίκτη» παγκόσμιας εμβέλειας και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η διάσταση αυτή έρχεται να συμπληρώσει τη δεδομένη εδώ και χρόνια οικονομική ισχύ της χώρας. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Σ. Αραβία και το Ιράν συγκαταλέγονται εδώ και χρόνια στους βασικούς προμηθευτές της Κίνας σε ενέργεια (μαζί με τη Ρωσία) συνέβαλε αποφασιστικά στο να ενισχυθεί η «πειθώς» του Σι απέναντί τους…
Το κρίσιμο ερώτημα: Θα επιχειρήσουν οι ΗΠΑ να ανακόψουν βίαια την άνοδο της Κίνας;
Σαν να μην έφτανε αυτό, το Πεκίνο επιχειρεί να βάλει ακόμη πιο ψηλά τον πήχη και να μπει στη «μύτη» των Αμερικανών και στην Ουκρανία. Όπως διέρρευσε, ο Σι ετοιμάζεται τις επόμενες ημέρες να επισκεφτεί τη Μόσχα και να συναντηθεί με τον Πούτιν, ενώ έχει προαναγγείλει ότι, αμέσως μετά, θα πραγματοποιήσει τηλεδιάσκεψη και με τον Ζελένσκι, ο οποίος άλλωστε έχει ζητήσει να συνομιλήσει απευθείας μαζί του. Παρότι εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και οι ΗΠΑ δεν θα αφήσουν να ξεφύγει το παιχνίδι από τον έλεγχό τους, εάν η διαμεσολάβηση του Σι φέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, τότε η διεθνής εικόνα του ίδιου και της Κίνας συνολικά θα αναβαθμιστούν περαιτέρω. Κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι τα επιχειρήματα περί των «κακών» και «επιθετικών» Κινέζων θα αποδυναμωθούν σημαντικά.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: Οι σχέσεις της νυν και της ανερχόμενης υπερδύναμης βαδίζουν από το κανό στο χειρότερο, όπως φάνηκε και από τα όσα ειπώθηκαν σε κορυφαίο επίπεδο στη διάρκεια της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης. «Εάν οι ΗΠΑ δεν πατήσουν φρένο και συνεχίσουν να επιταχύνουν στον ίδιο λάθος δρόμο, δεν θα υπάρχουν επαρκή εμπόδια για να αποτρέψουν τον εκτροχιασμό, ο οποίος θα οδηγήσει σε αντιπαράθεση και σύγκρουση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο νέος Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, ενώ την ίδια στιγμή, το περιοδικό Economist κυκλοφορούσε με αφιέρωμα που προαναγγέλλει ότι «Αμερική και Κίνα προετοιμάζονται για έναν πόλεμο γύρω από την Ταϊβάν».