Κώστας Μπαρμπάτσης, συγγραφέας
Η Λυκοχαβιά (εκδόσεις Κέδρος 2022), η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του Κώστα Μπαρμπάτση, μια συλλογή έξι διηγημάτων με φόντο τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, βρήκε πολύ γρήγορα τόσο την αποδοχή των αναγνωστών όσο και της κριτικής.
Συνέντευξη στον Βασίλη Τσιράκη
▶ Καταγωγή αγροτική, επάγγελμα πληροφορικής και ξαφνικά συγγραφέας. Είναι ισόπλευρο το τρίγωνο και αν όχι, ποια πλευρά του είναι πιο ισχυρή;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Αγρίνιο της Αιτωλοακαρνανίας. Οι γονείς μου από μικρά παιδιά δούλευαν στα καπνά. Αργότερα ο πατέρας μετανάστευσε και μετά τον επαναπατρισμό, εργάστηκε ως οδηγός.
Τελειώνοντας το λύκειο σπούδασα Πληροφορική. Ήταν συνειδητά η πρώτη μου επιλογή. Μετά τις σπουδές εργάστηκα στο Πανεπιστήμιο, αλλά μια μόνο χρονιά ως αναπληρωτής σε σχολείο ήταν αρκετή για να καταλάβω ότι αυτό ήθελα να κάνω. Να διδάσκω, όχι σε επίπεδο διάλεξης όπως έκανα ως τότε, αλλά σε μια τάξη.
Η γραφή προέκυψε τα τελευταία χρόνια. Με βάση τα παραπάνω και επιστρέφοντας στην ερώτηση σας μπορώ να πω ότι η πιο ισχυρή πλευρά του «τριγώνου» μάλλον είναι αυτή της καταγωγής. Από εκεί, για μένα, ξεκίνησαν όλα. Από εκεί τροφοδοτούνταν η φαντασία και η όρεξη για δημιουργία. Όχι μόνο από το στενό περιβάλλον αλλά και από τον τόπο και τους ανθρώπους του. Η φύση, το παιχνίδι, οι αφηγήσεις της γιαγιάς, του πατέρα, των συντοπιτών, τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα τραγούδα που αγαπώ, όλα αυτά συνέβαλαν καθοριστικά όχι μόνο στην δημιουργικότητα, αλλά και στην γενικότερη στάση μου απέναντι στην ζωή.
▶Η πρώτη σου λογοτεχνική απόπειρα βρήκε πολύ γρήγορα θετική ανταπόκριση τόσο από τους αναγνώστες όσο και από την κριτική. Τι σημαίνει για σένα αυτό;
Σίγουρα χάρηκα για την ανταπόκριση αλλά από εκεί και πέρα θεωρώ ότι έχω πολύ δρόμο μπροστά. Είμαι νέος και άπειρος στην γραφή και γι’ αυτό ακούω με μεγάλη προσοχή τις κριτικές ή παρατηρήσεις που έχουν να μου κάνουν οι πιο έμπειροι. Γράφω, διαβάζω, μελετώ ακαδημαϊκά τη θεωρία της γραφής και παράλληλα συζητώ με όσους συγγραφείς έχω έρθει κοντά, έτσι ώστε να μπορέσω να ξεπεράσω κάποια θέματα που με απασχολούν. Προσπαθώ να λειτουργώ έτσι όπως έμαθα μέσα από την ερευνητική διαδικασία. Λαμβάνω ανατροφοδότηση, εντοπίζω τις αδυναμίες, πειραματίζομαι, διορθώνω και πηγαίνω βήματα πιο πέρα. Όχι πολλά και ένα – δυο αρκετά είναι…
▶Ποιο ήταν το κίνητρο για να ασχοληθείς με το γράψιμο;
Αρχικά θα έλεγα ο πατέρας μου. Αν δεν με είχε παροτρύνει να καταγράψω τις μνήμες του από την μετανάστευση στο διήγημα «Θα φύγω ξάδερφε», δεν θα ξεκινούσα. Καταλυτικό ρόλο βέβαια έπαιξε και ο αγαπημένος μου φίλος Κυριάκος Ραμολής. Με παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή. Πίστεψε στα κείμενα, διάβαζε κάθε τι που τελείωνε, μου έδινε κουράγιο και γενικά ήταν και είναι πάντα δίπλα μου. Από εκεί και πέρα, όταν μπήκα μέσα στην διαδικασία και είδα τη μαγεία της γραφής, του να μπορείς δηλαδή να φτιάχνεις κόσμους, να στήνεις χαρακτήρες, ενθουσιάστηκα. Με ώθησε επίσης, το ότι για πολλά χρόνια είχα στο μυαλό ιστορίες, γεγονότα, περιστατικά, που δεν ήξερα τι να τα κάνω. Το ότι μπορώ πια να τα περνάω σε ένα κείμενο είναι πέρα από διασκεδαστικό και ανακουφιστικό.
▶Χαρακτηριστικό στοιχείο της γλώσσας των διηγημάτων η ντοπιολαλιά της περιοχής σου. Την οποία μάλιστα την χρησιμοποιείς όχι μόνο στους διαλόγους, αλλά και στο κυρίως κείμενο. Γιατί ντοπιολαλιά;
Το πρώτο διήγημα που έγραψα το «Θα φύγω ξάδερφε» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ήρωας σε αυτή είναι ο θείος μου, τον οποίο είχα ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν να μιλά. Έτσι είχα στο μυαλό μου το πρόσωπο του, τις εκφράσεις αλλά κυρίως την φωνή και την γλώσσα του. Μια γλώσσα με την οποία είχα βιωματική σχέση, μιας και εγώ χρησιμοποιούσα πολλούς από αυτούς του ιδιωματισμούς σε συνομιλίες με συγγενείς και φίλους. Άρα, προκειμένου να πετύχω την πιστότητα και την αληθοφάνεια που ήθελα, η χρήση της ντοπιολαλιάς, αλλά και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ήταν μονόδρομος. Τον ίδιο μονοπάτι ακολούθησα και στο διήγημα «Ας λάμπει ο ήλιος». Τον τίτλο τον δανείστηκα από μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν συχνά η μητέρα μου και η γιαγιά μου. Αν και αυτή η ιστορία είναι μυθοπλαστική είχε και πάλι ως οδηγό την φωνή αυτών των δυο γυναικών αλλά και των γυναικών που άκουγα στο μπακάλικο, στην γειτονιά, στην πόλη και στο χωριό. Γι’ αυτό και σε αυτό το διήγημα, πέρα από την ντοπιολαλιά, χρησιμοποίησα πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Για να είμαι όσο πιο κοντά γίνεται στην πραγματικότητα που είχα στο μυαλό αλλά και στο βίωμα μου.
▶Τα υπόλοιπα τέσσερα διηγήματα όμως είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο.
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα με αυτή την επιλογή και πειραματίστηκα αρκετά. Κι αυτό γιατί όποτε διάβαζα λογοτεχνικά κείμενα, όπου το θέμα ή ο ήρωας προέρχονταν από μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και χρησιμοποιούνταν μια κάπως «λογοτεχνίζουσα» τριτοπρόσωπη αφήγηση, δεν μου ταίριαζε το αποτέλεσμα. Έπιανα τον εαυτό μου να γράφει ξανά και ξανά στο μυαλό προτάσεις και ολόκληρες παραγράφους.
Έτσι λοιπόν, όταν αποφάσισα να γράψω την πρώτη τριτοπρόσωπη ιστορία, ήξερα περίπου τι ήθελα να πετύχω. Ένα κείμενο όπου ο λόγος του τριτοπρόσωπου αφηγητή θα έχει περίπου το ίδιο ύφος με αυτό του πρωτοπρόσωπου. Έφερνα στο νου μια τυχαία συνάντηση με κάποιον στο δρόμο που σου λέει «Κάτσε λίγο να πιούμε έναν καφέ και να σου πω μια ιστορία». Δεν ήθελα έναν παντογνώστη αφηγητή. Ήθελα να δίνει μόνο τις απαραίτητες κάθε φορά πληροφορίες. Έτσι όπως έκανε και η γιαγιά μου όταν αφηγούνταν παραμύθια. Επίσης, δεν ήθελα να παίρνει θέση μέσα από τα λεγόμενα του. Επιδίωξη μου ήταν να βγάζει προς τα έξω και τις αμφιβολίες του. Και φυσικά να παραμένει συνεπής στην κεντρική ιδέα της ιστορίας.
▶Οι καλλιτέχνες πρέπει να παίρνουν θέση ή είναι υπεράνω της κοινωνίας;
Εδώ και αιώνες παράγονται καλλιτεχνικά έργα τα οποία έχουν σαφείς επιρροές από θέματα αμιγώς πολιτικά. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Κι ο καλλιτέχνης πολίτης είναι. Μέσα στην κοινωνία κινείται, μέσα σε αυτή αλληλεπιδρά, αναπτύσσει εργασιακές σχέσεις, ενημερώνεται. Είναι δυνατόν να μην έχει πολιτική θέση; Αν δε κάποιος έχει πολιτικές ανησυχίες και συνειδητά, για συγκεκριμένους λόγους, επιλέγει να αφήσει τέτοιου είδους ζητήματα έξω από το έργο του, μιλάμε για αυτολογοκρισία. Και η αυτολογοκρισία μόνο αυθεντικότητα δεν βγάζει. Να διευκρινίσω ότι δεν αναφέρομαι στην κατάθεση απόλυτης θέσης, δεν αναφέρομαι σε στρατευμένη τέχνη, αλλά στο να καταθέτονται ζητήματα με σκοπό τον προβληματισμό και την ανάπτυξη διαλόγου.
▶Γιατί επέλεξες ως βασικό ιστορικό φόντο των διηγημάτων να είναι oι περίοδοι της κατοχής και του εμφυλίου;
Για μένα οι συγκεκριμένες περίοδοι, της κατοχής και του εμφυλίου, είναι από τις ενδιαφέρουσες της νεοελληνικής ιστορίας. Από μικρός ρωτούσα σχετικά και παρόλο που είχα ακούσει άμεσες και έμμεσες αφηγήσεις, τα κενά παρέμεναν. Κι αυτό γιατί είτε συναντούσα άρνηση για περαιτέρω συζήτηση, είτε γιατί οι πληροφορίες που αποκόμιζα ήταν συγκεχυμένες. Η κατάσταση αυτή, καθώς κι ότι τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας έφταναν ως ένα συγκεκριμένο σημείο, μου κινούσε όλο και περισσότερο την περιέργεια. Στην ενήλικη ζωή βέβαια είχα την δυνατότητα να αναζητήσω πηγές. Κατά την συγγραφή, στο στάδιο της έρευνας, συγκέντρωσα όλο το απαραίτητο υλικό που χρειαζόμουν για κάθε ιστορία. Φυσικά πολλά στοιχεία έμειναν έξω μιας κι ούτε ιστορικός είμαι, ούτε η Λυκοχαβιά φιλοδοξούσε να παρουσιαστεί ως ιστορικό σύγγραμμα. Μια μυθοπλασία είναι όπου η προσθήκη κάποιων ιστορικών λεπτομερειών αποσκοπεί στο χτίσιμο του απαραίτητου υπόβαθρου προκειμένου ο αναγνώστης να συντονιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο στο κλίμα του βιβλίου. Επίσης, φοβόμουν ότι τα πρόσθετα ιστορικά στοιχεία ενδεχομένως να λειτουργούσαν εις βάρος της πλοκής και των χαρακτήρων που με ενδιέφεραν ιδιαίτερα.
Οι κάθε λογής «από κάτω», με τα όσα βιώνουν, έχουν περισσότερο την ανάγκη μας
▶Αποφεύγοντας με μαεστρία κάθε λογής διδακτισμό μας διηγείσαι τις ιστορίες με μια συμπάθεια προς τους κάτω, τους αδύναμους.
Κατά την άποψη μου όσοι έχουν την δυνατότητα να ακούγονται καλό είναι να στηρίζουν όσους έχουν κάπως πιο σιγανή φωνή. Οι κάθε λογής «από κάτω», με τα όσα βιώνουν, έχουν περισσότερο την ανάγκη μας. Όσοι μπορούν λοιπόν ας τα μεταδώσουν σε ένα ευρύτερο κοινό, κι από εκεί και πέρα ας προβληματιστεί ο καθένας κι ας βγάλει τα συμπεράσματα του.
▶Πως θα χαρακτήριζες την εποχή μας;
Αν έπρεπε να επιλέξω μια και μόνο λέξη θα έλεγα κυνική. Ένας κυνισμός που έχει βάθος στο χρόνο αλλά με την πάροδο των ετών γίνεται όλο και πιο σκληρός. Τα νούμερα, οι ισολογισμοί και διάφορα σχετικά, που δεν πολυκαταλαβαίνω, έβαλαν τον άνθρωπο σε δεύτερη μοίρα. Δεν τηρείται κανένα πρόσχημα πια. Σε κοιτάζουν κατάματα και σου λένε πως αν δεν έχεις, θα πεινάσεις, θα μείνεις άστεγος, θα κρυώσεις, θα αρρωστήσεις, θα πεθάνεις. Έτσι απλά τα λένε, σαν μιλάνε για κάποια φυσικά φαινόμενα…
Η ελπίδα βρίσκεται στους ανθρώπους που βγαίνουν στους δρόμους, διαμαρτύρονται, ορθώνουν ανάστημα
▶Υπάρχει ελπίδα; Και αν ναι που;
Θεωρώ πως υπάρχει. Αρκεί να κοιτά κανείς προς την σωστή κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στο «τώρα» που μιλάμε, βλέπουμε νέους και όχι μόνο να αντιστέκονται. Άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους, διαμαρτύρονται, ορθώνουν ανάστημα απέναντι στους παραλογισμούς, δημιουργούν και εκφράζονται. Επίσης, εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε εγχειρήματα που διδάσκουν αλληλεγγύη και συντροφικότητα, καταρρίπτοντας το κυρίαρχο αφήγημα περί μονόδρομου, της μιας και μοναδικής επιλογής.