Μάκης Γεωργιάδης
20 Μαρτίου 2003 ● Έναρξη των βομβαρδισμών της Βαγδάτης. Ξεκινά η εισβολή των ΗΠΑ με όνομα «Σοκ και Δέος».
9 Απριλίου 2003 ● Κατάληψη της Βαγδάτης από τα αμερικανικά στρατεύματα.
14-15 Απριλίου 2003 ● Κατάληψη του Τικρίτ, γενέτειρας του Σαντάμ Χουσεΐν.
1 Μαΐου 2003 ● Έναρξη της αντίστασης εναντίον των ΗΠΑ και της εγκάθετης κυβέρνησης.
Δεκέμβριος 2003 ● Σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν και καταδίκη του σε θάνατο από τους συνεργάτες των ΗΠΑ. Θα απαγχονιστεί το 2006.
Συμπληρώνονται, στις 20 Μαρτίου, είκοσι χρόνια από την έναρξη της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ, η οποία ονομάστηκε και «δεύτερος πόλεμος του Κόλπου» και ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο του γενικότερου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Των στρατιωτικών επεμβάσεων δηλαδή –αλλά και ωμοτήτων κάθε είδους– που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους αμέσως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Είκοσι χρόνια μετά, το αποτέλεσμα είναι μια διαλυμένη χώρα, μια ακόμη ανθρωποσφαγή, η οποία θα περάσει στα ψιλά της ιστορίας που γράφουν οι νικητές και φυσικά η επιβεβαίωση όσων αντιτάχθηκαν ήδη από το 2003 στον πόλεμο, ο οποίος στηρίχθηκε πάνω στα ψέματα, τις κατασκευασμένες κατηγορίες και την προπαγάνδα των ΗΠΑ. Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ψευδεπίγραφη επιχείρηση. Μια ακόμη ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση για τη συνολική αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή, για μια νέα μοιρασιά στο ενεργειακό πεδίο και φυσικά για μια ακόμη αναδιανομή υπέρ των πολυεθνικών και πολυκλαδικών μονοπωλίων, υπό την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Τότε, ο πολιτισμένος δυτικός κόσμος έπαιζε κρυφτούλι πίσω από τα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ.
Στις 20 Μαρτίου του 2003 ξεκινούν οι σφοδροί βομβαρδισμοί της Βαγδάτης. Είναι πασιφανές πως, μπροστά στην τρομακτική ισχύ των ΗΠΑ, το Ιράκ δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στα σοβαρά. Είχε μεν αναπτύξει περίπου μισό εκατομμύριο στρατό και 44.000 επίλεκτους, ωστόσο η δύναμη της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης ήταν στον αέρα και όχι στα σύνορα με το Κουβέιτ, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου 300.000 πεζοναύτες. Το μακελειό και οι εικόνες φρίκης –ακόμη και από βομβαρδισμένα καταφύγια– που θα ακολουθήσουν, θα μοιάζουν απλώς με το πρελούδιο μιας σκληρής ανθρωποσφαγής, η οποία θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010 και θα αφήσει πίσω μια διαμελισμένη χώρα και ανθρώπινα ερείπια. Πάνω σε αυτά τα ερείπια θα πατήσει τελικά η «απελευθερωτική μπότα» των Γιάνκηδων, οι οποίοι θα καταλάβουν τη Βαγδάτη στις 9 Απριλίου 2003. Μια νέα εποχή δυτικότροπης «δημοκρατίας» ανατέλλει για το Ιράκ και ο ίδιος ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους ο νεότερος, θα δηλώσει την 1η Μαΐου από το κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου Αβραάμ Λίνκολν: «Αποστολή εξετελέσθη! Το Ιράκ κατελήφθη»!
Την ίδια ώρα, στη Βαγδάτη κάπνιζαν τα ερείπια όχι μόνο των σύγχρονων κτιρίων αλλά και πληθώρας αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, για τα οποία οι «σταυροφόροι» δεν έχυσαν ούτε ένα δάκρυ. Τις ημέρες εκείνες ξεκίνησε ένα αντάρτικο εναντίον των εισβολέων και της νέας ιρακινής κυβέρνησης. Οι εξελίξεις και οι εσωτερικές διαμάχες, ωστόσο, οδήγησαν ήδη από το 2004 στον εμφύλιο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, στον κατακερματισμό και την τελική εκχέρσωση μιας χώρας, η οποία στην ενιαία της μορφή αριθμούσε 42 εκατομμύρια κατοίκους.
Στην αυτοβιογραφία του ο Τζ. Μπους, μερικά χρόνια αργότερα, θα υπεραμυνθεί της απόφασης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, δηλαδή κυρίως της Βρετανίας του Τόνι Μπλερ, να εισβάλλουν στο Ιράκ. Θα υποστηρίξει, ωστόσο, ότι υπέστη το μεγαλύτερο σοκ, όταν δεν βρήκαν πουθενά τα υποτιθέμενα «όπλα μαζικής καταστροφής! Το Ιράκ και ο Σαντάμ Χουσεΐν, βρίσκονταν ήδη από το 1998 στο στόχαστρο της πολιτικής των ΗΠΑ, οι οποίες επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον έθεταν τη βάση για μια νέα μοιρασιά στον κόσμο. Τότε το Κογκρέσο είχε ψηφίσει και ο Κλίντον είχε υπογράψει τη νομοθεσία με τίτλο «απελευθέρωση του Ιράκ». Σε αυτήν την πορεία ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ ήταν η Μεγάλη Βρετανία, η οποία μάλιστα στην τελική εισβολή έστειλε περί τις 45.000 στρατιώτες και μαζί με την Αυστραλία, την Πολωνία, τη Δανία και την Ισπανία αποτέλεσαν τους εταίρους επί του πεδίου για τις ΗΠΑ.
Η προετοιμασία της εισβολής προκάλεσε αναζωογόνηση του αντιπολεμικού κινήματος
Η προετοιμασία της εισβολής θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την αναζωογόνηση και την επάνοδο στο προσκήνιο ενός δυναμικού αντιπολεμικού κινήματος σε όλη τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η επάνοδος του αντιπολεμικού κινήματος θύμισε εποχές των διαδηλώσεων εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ. Τόσο στην Αθήνα όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έγιναν διαδηλώσεις με εκατοντάδες χιλιάδες λαού και νεολαίας εναντίον της εισβολής, με αποκορύφωμα την 15η Φεβρουαρίου 2003. Παρ’ όλα αυτά, το αντιπολεμικό κίνημα δεν κατάφερε να ανασχέσει τις επιδιώξεις των γερακιών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των συνοδοιπόρων τους.
Ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς έμεινε στα αζήτητα της ιστορίας, αναδεικνύοντας πόσο μονομερής και υστερόβουλη είναι η πολιτική αντίληψη στο Δυτικό στρατόπεδο, η οποία απαιτεί την καταδίκη της Ρωσίας για τη σημερινή εισβολή στην Ουκρανία, αλλά για τα δικά της ομοειδή ή και ειδεχθέστερα εγκλήματα δεν αρθρώνει κουβέντα.
Ο Τζ. Μπους, επίσης στην αυτοβιογραφία του, ισχυρίζεται και πάλι πως σήμερα οι ιρακινοί πολίτες περνάνε καλύτερα χωρίς τον Σαντάμ Χουσεΐν, τον οποίο αποκαλεί δολοφόνο και δικτάτορα. Ίσως για το πρόσωπο του πρώην συμμάχου του να έχει δίκιο. Ωστόσο, το πόσο απέτυχε η συνολική πολιτική των ΗΠΑ και η εισαγωγή «φιλελευθερισμού και δημοκρατίας» σε μια σειρά χωρών που απελευθερώθηκαν, το δείχνουν οι αποφάσεις και κάποιων επιγόνων του Τζ. Μπους, όπως του Μπ. Ομπάμα. Η εσπευσμένη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ τον Σεπτέμβριο του 2010 και κατόπιν και από το Αφγανιστάν φανέρωσε τη γύμνια της υπερδύναμης, η οποία έσπειρε όλεθρο και καταστροφή, διέλυσε ολόκληρες χώρες και τελικά αποχώρησε αφήνοντάς τες στην τύχη τους, καθώς και στο εσωτερικό των ΗΠΑ το πολιτικό αλλά και το οικονομικό κόστος αυτών των επεμβάσεων γινόταν ολοένα και πιο δυσβάσταχτο. Αλίμονο σε αυτούς που καταστράφηκαν, αλλά και σε όσους βρίσκονται στο μάτι του πολεμικού κυκλώνα σήμερα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.3.23)