Αιμιλία Καραλή
Άνοιξη και τώρα, εποχή που οι ασπάλαθοι βρίσκονται στην πλήρη άνθισή τους. Τα μικρά κίτρινα άνθη τους ευωδιάζουν αλλά και τα αγκάθια των κλαδιών τους προβάλλουν απειλητικά. Σύμβολο ομορφιάς και τιμωρίας ταυτόχρονα, θυμίζουν τους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Στις 15 Μαρτίου 1838 καθιερώνεται με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα ο ταυτόχρονος εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της επανάστασης του 1821. Έτσι, στις 25 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς αρχίζει μια επετειακή παράδοση που ταυτίζει δυο ανόμοια «καλά/χαρμόσυνα αγγέλματα»· το ένα θρησκευτικό και το άλλο πολιτικό: την έλευση του Μεσσία Ιησού και την αρχή του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων.
Ξεκινά όμως και μια επίσημα οργανωμένη κρατική επιχείρηση λήθης των ιστορικών γεγονότων, που συνδέθηκαν όχι μόνο με το πότε ξεκίνησε πραγματικά η επανάσταση, αλλά και το πώς προετοιμάστηκε, ποιες εμφύλιες συγκρούσεις επακολούθησαν, τον χαρακτήρα τους και πώς από τα πρώτα δημοκρατικά συντάγματα το πολίτευμα της Ελλάδας κατέληξε σε μοναρχία. Όπως εξάλλου είχε πει και ο Ερνέστ Ρενάν το 1882 σε ομιλία του στη Σορβόνη με θέμα «Τι είναι έθνος;»: «Η λήθη, ακόμη και η ιστορική πλάνη είναι ουσιαστικός παράγοντας της δημιουργίας του έθνους και σε αυτή τη βάση η πρόοδος των ιστορικών σπουδών συνιστά κίνδυνο για την εθνότητα». Και όπως είδαμε, η λήθη και όχι η μνήμη, τα ηρωικά μνημόσυνα και όχι η ιστορική γνώση συνόδευσαν τις επίσημες επετειακές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.
Αντίθετα τη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη «ξύπνησε» η 25η Μαρτίου του 1971 και αποτέλεσε την αφορμή να γράψει και το τελευταίο του ποίημα, το «Επί ασπαλάθων». Είχε επισκεφτεί το Σούνιο. Οι κολόνες του ναού του Ποσειδώνα , «χορδές μιας άρπας [που] αντηχούν ακόμη», το κόκκινο χώμα αλλά κυρίως οι ασπάλαθοι ανασύρουν από «τ’ αυλάκια του μυαλού του» τη σκληρή τιμωρία των τυράννων από τους θεούς. Πάνω στους ασπάλαθους τους «ξέσκιζαν» πριν τους πετάξουν στον «Κάτω Κόσμο», στα Τάρταρα τιμωρώντας τους για όσα «κρίματα» και αδικίες είχαν διαπράξει στη ζωή τους, όπως αναφέρεται στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Κι έτσι ο ποιητής προοιωνιζόταν το τέλος των «πανάθλιων τυράννων», των θεμελιωτών της χούντας του 1967.
Άνοιξη και τώρα, εποχή που οι ασπάλαθοι βρίσκονται στην πλήρη άνθισή τους. Τα μικρά κίτρινα άνθη τους ευωδιάζουν αλλά και τα αγκάθια των κλαδιών τους προβάλλουν απειλητικά για όποιον επιχειρήσει απερίσκεπτα να τα κόψει. Σύμβολο ομορφιάς και τιμωρίας ταυτόχρονα θυμίζουν τις μορφές και τις φωνές των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων –κυρίως νέων– που ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητώντας την τιμωρία όσων προκάλεσαν με την αδιαφορία και τις πράξεις τους το έγκλημα στον σιδηρόδρομο των Τεμπών. Η εικόνα των μαθητών της Νισύρου, που αψήφησαν το επίσημο τελετουργικό της 75ης επετείου από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα και διαδήλωσαν την οργή τους και την απόφασή τους «να γίνουν όλων των νεκρών η φωνή» μπροστά στην πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπενθυμίζει το Κυθηριώτικο δημοτικό τραγούδι: Ασπάλαθος θε να γενώ/ αγκάθι ν’αγκελώνω/ κι εκειά που δε με θέλουνε/ θα πάω να ξεφυτρώνω.
«Επί ασπαλάθων», λοιπόν, οι τύραννοι, όποιο όνομα, όποια μορφή, όποια στάση κι αν έχουν
Και ξεφυτρώνουν παντού σαν τιμωροί «άθλιων τυράννων» της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων στον «Πάνω Κόσμο» πια. Τιμωρούν με μια ηθική γενναιόδωρη, μια ηθική του αγώνα, όπως θα έλεγε ο Εντουάρ Λουί, απαιτώντας την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό στο δίκαιο και στην ελευθερία που αυτά συνεπάγονται ή προϋποθέτουν. Ασυμβίβαστοι με ένα μέλλον που βάζει το κέρδος πάνω από τη ζωή, τον βίαιο θάνατο σαν αναπόδραστη μοίρα των φτωχών, την υποβαθμισμένη και χυδαία κουλτούρα σαν τη μόνη που αξίζει στους «από κάτω» «αγκυλώνουν» ό,τι και όποιον τους τα προσφέρει. Σαν τους πραγματικούς ασπάλαθους γίνονται φράχτης που προφυλάσσει δικαιώματα και ταυτόχρονα οχυρό και ορμητήριο για την υπεράσπιση και τη διεύρυνσή τους.
«Επί ασπαλάθων», λοιπόν, οι τύραννοι, όποιο όνομα, όποια μορφή, όποια στάση κι αν έχουν. Ας ξανασκεφτούμε τον Σεφέρη με αφορμή τη σημερινή μέρα. Ίσως είναι κι αυτός ένας Ευαγγελισμός, ένα άλλο «χαρμόσυνο άγγελμα».
«Ἐπὶ ἀσπαλάθων…» *
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…
Γαλήνη.
—Τί μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.