Γιώργος Τσαντίκος
Πλέον η εξουσία δεν έχει περιθώρια για λαϊκότητες. «Κανονικός» είναι ο χουντολόγος και οι πρακτικές που βγήκανε από σελίδες του δικαστή Ντρεντ, «ορθολογισμός» είναι η παλινδρόμηση από ιδιωτικοποίηση σε τραγωδία, «βία» οι μαθητικές καταλήψεις και τα τρικάκια!
Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, αριθμός χρόνων που παραείναι μεγάλος, στην Ελλάδα οι πολιτικές δουλειές γίνονται με ένα βασικό συστατικό, τόσο απαραίτητο στους/στις πολιτικούς όσο και η καναβοταινία στους υδραυλικούς: τον φόβο. Οι 500 εκδοχές του, από το πλουσιότατο δειγματολόγιο της ελληνικής επικοινωνιακής τράπεζας, κυμαίνονται από το «πιστόλι στο τραπέζι» μέχρι το «θα πέσουμε στα βράχια», πηγαίνουν μέχρι το… Μπρεστ-Λιτόφσκ και στηρίζονται πάντα στο ακρογωνιαίο λιθάρι, την τελευταία καταφυγή: αφού δεν περνάμε καλά, τουλάχιστον να είμαστε ασφαλείς. Ε, δεν είμαστε ούτε ασφαλείς.
Πάω στοίχημα πως, όταν οι επικοινωνιολόγοι δημιουργούσαν το υπερόπλο «Μάτι» στα γραφεία τους και το παρέδιδαν απασφαλισμένο στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ήξεραν πολύ καλά, αυτό που γνώριζε και ο Τζόνα Χιλ στο War Dogs: ό,τι υπάρχει στην αγορά, μπορεί να στραφεί εναντίον σου. Τώρα, ήρθε δυστυχώς εκείνη η στιγμή που οι μαζικοί θάνατοι σε μια ανύποπτη στιγμή, με δράστη την κυβερνητική αλληλουχία «δεν θα πέσουμε στα βράχια», ξαναγίνεται όπλο, αλλά το έχουν «οι άλλοι».
Εδώ, συνήθως, κολλάει μια αναμνησιολογία τύπου «του είπανε οι αμερικανοί επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη Sr το 1992 ότι…» αλλά δεν ξέρω και δεν θυμάμαι κάποια τέτοια σοφή ατάκα. Ωστόσο, ότι ο σημερινός Μητσοτάκης, αλλά και όποιος/α κάθισε σε καρέκλα εξουσίας τα τελευταία 13 χρόνια, φοβάται τον λαϊκό παράγοντα –με ό,τι περιλαμβάνει ο όρος– είναι τόσο δεδομένο όσο και η ανατολή του ηλίου. Δύο φορές μέσα σε πέντε μέρες και μάλλον και μια τρίτη μέσα σε μια βδομάδα, οι δρόμοι γέμισαν κόσμο παντού στην Ελλάδα. Κάπου στην ανάλυση της απόστασης από τις συνήθως άμαζες συλλογικές διαδικασίες, μέχρι τις μαζικότατες συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις, υπάρχει και ένα εκρηκτικό σημείο (εκτόνωσης;) που πλέον σχεδόν ποινικοποιείται στην Ελλάδα.
Μπροστά στις γιγαντιαίες συγκεντρώσεις της προπερασμένης Τετάρτης, η κυβέρνηση ψέλλισε κάτι περί «δίκαιης αγανάκτησης», αλλά βροντοφώναξε κιόλας ότι «δεν θα γυρίσουμε στις πλατείες». Δεν είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό φιλελεδάτο προσπαθεί να αποδώσει στις λαϊκές αντιδράσεις όσα κακά δημιούργησαν οι αγαπημένες του πολιτικές. Πόσοι και πόσες γράφουν ακόμα ότι «στις πλατείες γεννήθηκε η Χρυσή Αυγή», ξεχνώντας (ή αγνοώντας επίτηδες) τον Περίανδρο, τις συμμορίες στην Κεφαλληνίας, τις απειλές και τις συμπλοκές στα σχολεία της Κυψέλης, από τη δεκαετία του ‘90 και νωρίτερα. Εδώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός θεωρεί, ως άλλος Αβέρωφ, ότι το ΕΑΜ είναι διχαστική αναφορά. Γιατί λοιπόν οι πλατείες, η αντίδραση ενός κόσμου που έχανε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του και ψυχανεμιζόταν ότι θα ζούσε έτσι για χρόνια ολόκληρα ακόμα (συμπληρώσαμε 13, αν δεν το ‘χετε αντιληφθεί), να μην είναι επιχείρημα;
Πλέον η εξουσία δεν έχει περιθώρια για λαϊκότητες. «Κανονικός» είναι ο χουντολόγος και οι πρακτικές που βγήκανε από σελίδες
του δικαστή Ντρεντ
Πλέον η εξουσία δεν έχει περιθώρια για λαϊκότητες. «Κανονικός» είναι ο χουντολόγος και οι πρακτικές που βγήκανε από σελίδες του δικαστή Ντρεντ, «ορθολογισμός» είναι η συνεχής παλινδρόμηση από την ιδιωτικοποίηση στην τραγωδία, «βία» είναι οι μαθητικές καταλήψεις και τα τρικάκια, που το περισσότερο που μπορείς να πάθεις απ’ αυτά είναι paper cut. O φόβος είναι βασικό συστατικό της συνταγής και της υποταγής. Η μόνιμη παραίνεση «αν δεν είστε καλά παιδιά, ουαί και αλίμονο», είναι σύγχρονος εξουσιαστικός πολιτικός λόγος ανθρώπων που θεωρούν όντως ότι κληρονόμησαν οικόπεδο με ενοχλητικούς νοικάρηδες. Αντίθετα λοιπόν με όσα ανέπτυσσαν διάφορες θεωρίες κατά καιρούς, ο καπιταλισμός δεν έχει φάει τα ψωμιά του. Αντίθετα, τρώει τα δικά μας — και αυτό πρέπει να σταματήσει άμεσα.