Αλέξανδρος Λιανός
▸ Συμπράξεις του δημοσίου με ιδιωτικές εταιρείες προτείνει ο Γ. Βαρουφάκης, δηλαδή… ΣΔΙΤ
Μετά το έγκλημα στα Τέμπη το πολιτικό σκηνικό αναδιατάσσεται και παρά τις κυβερνητικές επιδιώξεις να αποπολιτικοποιηθεί η συζήτηση και να αναχθεί το πρόβλημα στην «ατομική ευθύνη», η συζήτηση για το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων σφραγίζει την πολιτική διαπάλη. Αξίζει λοιπόν να δούμε τις θέσεις όχι μόνο των πρωταγωνιστών της επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, αλλά και όσων διεκδικούν ρόλο αντιπολίτευσης και εναλλακτικής και συγκεκριμένα την περίπτωση του ΜέΡΑ25.
Διαβάζουμε στον ιστότοπο του κόμματος σχετικά με τα «Διαβουλευτικά Συμβούλια Κληρωτών και Εκλεγμένων Πολιτών»: «Το δίλημμα κράτος-κεφαλαιοκράτες, ιδιωτικομανία-κρατισμός, εγκλωβίζει την κοινωνία σε συντηρητική τροχιά που, εντέλει, αποκλείει τον εκδημοκρατισμό — ο οποίος πνίγεται, όταν η οικονομική εξουσία εγκλωβίζεται στο δίπολο Ιδιωτικοποίησης-Κρατικοποίησης». Για το ΜέΡΑ25, λοιπόν, είναι ψευτοδίλημμα το «κράτος ή ιδιώτες». Μια τέτοια προσέγγιση κλείνει το μάτι στην αστική γραμμή εμπορευματοποίησης των πάντων ακόμα και αν υποτίθεται ότι μιλάει εναντίον της. Ειδικά μετά την ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και τις συνέπειες τους που είναι ήδη οδυνηρές για τον λαό, λογικές τύπου ΜέΡΑ25 διευκολύνουν την κυβερνητική αφήγηση, βγάζοντας από το κάδρο το ζήτημα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας.
Η παραπάνω οπτική, σε μια πρώτη ματιά φαίνεται να συμπίπτει με τοποθετήσεις του τύπου «τι δημόσιο, τι ιδιωτικό» σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, που εκφράζει το ΚΚΕ και άλλες δυνάμεις, όπως το ΚΚΕ (μ-λ). Η αφετηρία της όμως είναι διαφορετική, καθώς συνδέεται με την αντίληψη που έχει το ΜέΡΑ25 για τον ρόλο που μπορεί να παίξει το κεφάλαιο σε «συνεργασία με το κράτος». Όταν τίθεται το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, οι απαντήσεις που δίνονται από το ΜέΡΑ25 είναι διαφορετικές ανάλογα με το ακροατήριο, συγκλίνουν όμως στην αυταπάτη της συνύπαρξης δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και την ίδια στιγμή της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όταν το ακροατήριο είναι «συστημικό», οι απαντήσεις που δίνονται είναι καλύτερη διαχείριση μέσω Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (π.χ. πρόσφατη συνέντευξη του Γιάννη Βαρουφάκη στην ΕΡΤ1). Εδώ βέβαια συγκαλύπτεται η ουσία των ΣΔΙΤ: Το δημόσιο να βάζει λεφτά και πλάτη στην υποδομή και ο ιδιώτης να βγάζει λεφτά από την εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών. Αντίθετα, όταν εκπρόσωποι του ΜΕΡΑ25 απευθύνονται σε κόσμο της αριστεράς, αναδεικνύουν την ανάγκη «Συμβουλίων κληρωτών και ειδικών» και της «συμμετοχικότητας» των πολιτών και παράλληλα τη συνεργασία ιδιωτών με τον κρατικό μηχανισμό με όρους «διαφάνειας και οικονομικής αποτελεσματικότητας». Τα περί «συμμετοχής» (που θυμίζουν παλιότερες προσεγγίσεις του «παλιού καλού ΠΑΣΟΚ»), εν μέσω της κυριαρχίας της «απελευθερωμένης» αγοράς, χρυσώνουν το χάπι της επιχειρηματικοποίησης.
Η αντίληψη ότι μπορούν να υπάρξουν ιδιωτικά κεφάλαια που θα μπορούν να συνεργάζονται με το κράτος σε ένα πλαίσιο που να ωφελεί και τους δύο εκφράστηκε με άλλους όρους με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 — στην οποία ο ιδρυτής και γραμματέας του ΜέΡΑ25 είχε κεντρικό ρόλο. Αυτή η αντίληψη ηττήθηκε και τις συνέπειές της ζούμε σήμερα με τις πανάκριβες υπηρεσίες των ιδιωτικοποιημένων εταιρειών που στοιχίζουν και ζωές. Δεν ήταν τυχαίες οι τότε δηλώσεις του Γιάνη Βαρουφάκη ότι «θα πούλαγε τον ΟΣΕ και για ένα ευρώ, αρκεί ο επενδυτής να έκανε και επενδύσεις». Η αυταπάτη –ή σκόπιμος αποπροσανατολισμός– ότι μπορούν οι λαϊκές ανάγκες να συνυπάρχουν με τα καπιταλιστικά κέρδη, παραμένει.
Ακόμα μεγαλύτερη αυταπάτη είναι ότι καλύτερες μέρες για τους εργαζόμενους θα έρθουν εντός του πλαισίου ΕΕ και ευρωζώνης, μέσω μιας νέας «διαπραγμάτευσης»
Ακόμα μεγαλύτερη αυταπάτη είναι ότι καλύτερες μέρες για τους εργαζόμενους θα έρθουν εντός του πλαισίου ΕΕ και ευρωζώνης, μέσω μιας νέας «διαπραγμάτευσης». Η εμπειρία του πειράματος ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνεται και εδώ με την προσμονή ότι μπορεί να υπάρξει άλλο ευρωπαϊκό πλαίσιο με μια πιο «δημοκρατική και διαφανή ΕΕ, μια ΕΕ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης». Οι αυταπάτες αυτές πληρώθηκαν ακριβά σε προηγούμενη φάση της πολιτικής διαπάλης. Τότε που ο Βαρουφάκης, ως υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ αρμόδιος για τη «διαπραγμάτευση», δήλωνε πως «το μνημόνιο είναι μόνο κατά 30% τοξικό, κατά τα άλλα συμφωνούμε με τις μεταρρυθμίσεις». Σήμερα, σε συνθήκες που από την ερχόμενη χρονιά τελειώνει η «ρήτρα διαφυγής» και επανέρχονται οι δημοσιονομικοί κορσέδες για ελλείμματα (από έλλειμμα -1,5% η ΕΕ απαιτεί πρωτογενές πλεόνασμα 2%, που σημαίνει νέα φορολόγηση ή περικοπή κοινωνικών δαπανών 7 δισ. σε ένα έτος!) και δημόσιο χρέος, είναι ακόμη πιο επικίνδυνες και εγκληματικές.
Η «πρώτη φορά ρήξη», επομένως, δεν διαφέρει από το «ούτε ρήξη – ούτε υποταγή» του ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Το σύνθημα αυτό, άλλωστε, δεν αφορούσε μόνο την περίφημη «διαπραγμάτευση» με την τρόικα, αλλά σε τελική ανάλυση την αυταπάτη ενδιάμεσων λύσεων για τα λαϊκά προβλήματα μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Αυτός είναι και ο λόγος που το ΜέΡΑ25, ακόμη και όταν εναντιώνεται φραστικά στις ιδιωτικοποιήσεις της ΝΔ, τις εντάσσει σε μια πολιτική αφήγηση η οποία δεν τέμνεται με αντικαπιταλιστικές τομές και την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Καθόλου παράξενο, καθώς για τον Βαρουφάκη δεν υπάρχει ο φονικός καπιταλισμός στην εποχή μας, αλλά «μετακαπιταλισμός», «τεχνοφεουδαρχία»,«χρεοδουλοπαροικία» και οτιδήποτε άλλο, αρκεί να αποφύγει να πάρει θέση για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: Την επέλαση του κεφαλαίου στην εμπορευματοποίηση των πάντων.
Στον αντίποδα, η θέση να είναι αποκλειστικά δημόσιες οι συγκοινωνίες, η ενέργεια, το νερό, η παιδεία, υγεία κ.λπ., θέτει την αναγκαία –αλλά όχι ικανή– συνθήκη για να ανατραπεί η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών και να ανατραπεί η καπιταλιστική επέλαση. Για να γίνει αυτό πράξη απαιτείται να αλλάξει ο συσχετισμός στην αριστερά υπέρ μιας σύγχρονης επαναστατικής και ανεξάρτητης αριστεράς, με λογική ρήξης με τη διαχείριση του συστήματος, τις αυταπάτες μιας ΕΕ των λαών, την υποταγή στο καπιταλιστικό πλαίσιο.