Γιώργος Παυλόπουλος
Η αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος στη Γαλλία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που οδήγησε σε μια κοινωνική έκρηξη διαρκείας, φέροντας στην επιφάνεια τη σωρευμένη οργή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το γεγονός, ωστόσο, ότι ήταν το συνταξιοδοτικό αυτό που «πάτησε τον κάλο» των Γάλλων δεν είναι τυχαίο.
Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του γνώριζαν εξαρχής ότι θα ξεκινούσαν μια κορυφαία μάχη, της οποίας το διακύβευμα είναι τεράστιο, ουσιαστικά και συμβολικά. Οι προτεραιότητες και τα συμφέροντα, άλλωστε, του ίδιου και της κοινωνίας είναι διαφορετικά και ευθέως αντικρουόμενα σε αυτό το θέμα.
Για τον πρόεδρο, το κεφάλαιο και την ΕΕ που τον στηρίζουν, συγκεκριμένα, η κατώτερη ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα είναι απαράδεκτα χαμηλή σε σύγκριση με τους εταίρους της, με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανταγωνιστικότητά της. Έτσι, επιβάλλουν την αύξηση από τα 62 στα 64 έτη, τονίζοντας μάλιστα ότι και το νέο όριο είναι συγκριτικά χαμηλό.
Ταυτόχρονα, όμως, αποκρύπτουν ότι η παραπάνω ηλικία αφορά την πλήρη σύνταξη και έχει ως προϋπόθεση 43 χρόνια αδιάλειπτης εργασίας και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (έναντι 42 που ίσχυε). Όπως, επίσης, ότι η πραγματική μέση ηλικία συνταξιοδότησης των Γάλλων διαφέρει ελάχιστα (μόλις λίγους μήνες) από εκείνη Γερμανών και Ιταλών.
Για τον λαό, από την άλλη, η συνταξιοδότηση σε μικρότερη ηλικία αποτελεί όχι απλώς κατάκτηση, αλλά και αναγκαιότητα για όσους θέλουν να ζήσουν και όχι απλώς να επιβιώσουν. Με άλλα λόγια: Οι Γάλλοι θεωρούν πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα το γεγονός ότι εργάζεται μόνο ο ένας στους τρεις με ηλικία άνω των 60 ετών, έναντι του 61% στη Γερμανία και του 69% στη Σουηδία. Και καλά κάνουν!
Τούτων δοθέντων, σε κάθε περίπτωση, ο μηχανισμός προπαγάνδας ήταν αναγκασμένος να βρει τρόπους ώστε, από τη μία, να προκαλέσει ρωγμές στην κοινωνία και να φέρει αντιμέτωπες τις διάφορες ομάδες και, από την άλλη, να ενσπείρει τον φόβο ότι κινδυνεύει με χρεοκοπία η ίδια η χώρα εάν δεν αλλάξει η κατάσταση.
Οι «προνομιούχοι» και το χρεοκοπημένο σύστημα
Στο πρώτο μέτωπο, κεντρική θέση στην επιχείρηση χειραγώγησης είχε η προβολή των «προνομίων» που απολαμβάνουν ορισμένες «ελίτ εργαζομένων», κυρίως στον δημόσιο τομέα, που επωφελούνται από τα 42 διαφορετικά συνταξιοδοτικά μοντέλα. Όπως επίσης, τα ειδικά καθεστώτα που επιτρέπουν την πρόωρη αποχώρηση από την εργασία (αν και σε αυτά συγκαταλέγονται αστυνομικοί, στρατιωτικοί, δεσμοφύλακες και άλλοι κλάδοι των «πραιτωριανών» του κράτους…).
Η προσπάθεια αυτή φαίνεται, όμως, ότι κατέρρευσε παταγωδώς στην πράξη. Πέρα από την ενότητα που αποδεικνύεται καθημερινά στους δρόμους, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των Γάλλων τάσσονται κατά της μεταρρύθμισης και υπέρ των κινητοποιήσεων.
Όσον αφορά στο αφήγημα του χρεοκοπημένου και μη βιώσιμου συστήματος, που μπορεί να παρασύρει όλη τη χώρα στον γκρεμό, αυτό προκύπτει από μια προκλητική αλλοίωση των στοιχείων. Και μάλιστα των επίσημων, που προέρχονται από το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων, τα οποία παρουσίασε πρόσφατα σε ρεπορτάζ του το κρατικό δίκτυο France 24.
Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της Γαλλίας κατέγραψε πλεόνασμα τόσο το 2021 όσο και το 2022, της τάξης των 900 εκατομμυρίων και των 3,2 δισ. ευρώ αντιστοίχως. Παρά δε το γεγονός ότι την επόμενη δεκαετία αναμένεται όντως επιδείνωση της εικόνας, με ελλείμματα που θα αντιστοιχούν στο 0,3-0,4% του ΑΕΠ (κάπου 10-12 δισ. ευρώ ετησίως), το σύστημα είναι σε θέση να ισοσκελίσει μόνο του, χωρίς να είναι αναγκαίες οι σημερινές μεταρρυθμίσεις.
Η κάλυψη του παραπάνω ελλείμματος, εκτιμά το ίδιο Συμβούλιο, δεν είναι ανέφικτη ούτε συνεπάγεται υπέρμετρο κόστος, δεδομένου ότι κάθε χρόνο το συνταξιοδοτικό κοστίζει στον προϋπολογισμό κάπου 340 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε, επίσης, να καλυφθεί με μια ελάχιστη αύξηση των εργοδοτικών εισφορών – μόνο που ο Μακρόν και η κυβέρνησή του όχι απλώς δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο, αλλά στοχεύουν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Μπόνους στο κεφάλαιο
Ό,τι γίνεται «δεν έχει να κάνει με τη διάσωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά για να βρεθούν οι πόροι προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις», δήλωσε κατηγορηματικά ο Μισέλ Ζεμούρ, οικονομολόγος και ειδικός στα συνταξιοδοτικά στο πανεπιστήμιο Paris 1.
Με απλά λόγια: Ο Μακρόν θέλει να προχωρήσει σε μια ακόμη βίαιη αναδιανομή πλούτου σε βάρος των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειοψηφίας και υπέρ του κεφαλαίου, με ένα ποσό που υπολογίζεται σε περίπου 18 δισ. ευρώ ετησίως. Τηρώντας, ταυτόχρονα, τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, που απαιτούν περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος και χρέους.
Τέλος, σε σχέση με το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι με τη μεταρρύθμιση θα υπάρξει αύξηση των κατώτερων συντάξεων κατά 2,5-5%, πρόκειται προφανώς για «τυράκι» που πετάει, προκειμένου να περιορίσει τις αντιδράσεις, το οποίο όμως υπολείπεται κατά πολύ των απωλειών εξαιτίας του πληθωρισμού και της ακρίβειας.