Αντώνης Νταβανέλος
Αφιέρωμα ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία
Επί ένα χρόνο –πέρα από κάθε περσινή πρόβλεψη– ο πόλεμος συνεχίζεται, προκαλώντας τρομερές απώλειες και στις δύο πλευρές, αντιδραστικές πολιτικές μετατοπίσεις στο εσωτερικό τόσο της Ουκρανίας όσο και της Ρωσίας, καθώς και μεγάλους κινδύνους επέκτασης και διεθνοποίησης της ένοπλης σύγκρουσης. Η εκτίμηση για τον χαρακτήρα και τη φύση αυτού του πολέμου, οφείλει να συνεκτιμήσει τρεις παράγοντες.
Πρώτον, τη σύγκρουση στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης στην Ουκρανία, που υπήρξε ο «καμβάς» για τις πολιτικές μάχες της περιόδου μετά το 2000, αλλά και των διαδικασιών «αυτονόμησης» περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας. Δεύτερον, την αφύπνιση του ρωσικού ιμπεριαλισμού, που επέλεξε να απαιτήσει την επαναδιαπραγμάτευση της επιρροής και του συσχετισμού δύναμης στην ευρασιατική περιφέρεια. Τρίτον, τη γρήγορη επανασυσπείρωση του ΝΑΤΟ (πέρσι περιγραφόταν ακόμα και ως «κλινικά νεκρό») που προχώρησε σε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα του ουκρανικού στρατού, στην ανάπτυξη μεγάλων αμερικανικών δυνάμεων στην ανατ. Ευρώπη, στην υιοθέτηση μιας μιλιταριστικής στροφής στις βασικές χώρες μέλη της ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία. Η μεγάλη εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη σύγκρουση αποτυπώθηκε γρήγορα, άλλωστε, και στο πεδίο των μαχών.
Ένα χρόνο μετά, ο βασικός στόχος της ρωσικής εισβολής, όπως περιγράφηκε στο διαβόητο διάγγελμα του Πούτιν, έχει κριθεί ανέφικτος. Η κατάληψη του συνόλου της Ουκρανίας και η ένταξή της στη ρωσική κυριαρχία αποδείχθηκε ότι μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από μια μακρά στρατιωτική κατοχή, επί ενός έθνους 42 εκατ. ανθρώπων που επιθυμεί ανεξαρτησία και την υποστηρίζει με διαχωριστικές γραμμές αίματος. Αυτό το πολιτικό στοιχείο θα παίξει κρίσιμο ρόλο στην ώρα των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων — που, σε άτυπη μορφή, έχουν ήδη αρχίσει μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Μπορεί δε να στοιχηματίσει κανείς ότι σε αυτήν τη διαδικασία, μεταξύ της αμερικανονατοϊκής ηγεσίας και του ρωσικού καθεστώτος, οι διαθέσεις και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των Ουκρανών δεν θα αποτελέσουν το βασικό κριτήριο…
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει βαθιές αλλαγές στον σύγχρονο κόσμο. Κάποια ρεύματα ιδεών μέσα στην Αριστερά υποστηρίζουν ότι η μετάβαση προς ένα «πολυπολισμό» έχει αντικειμενικά έναν προοδευτικό χαρακτήρα, ότι διαμορφώνει ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό για την ανάπτυξη των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Είναι μια λαθεμένη ιδέα, γιατί στην παρούσα ιστορική περίοδο όλοι οι «πόλοι» της αντιπαράθεσης για παγκόσμια ή περιφερειακή κυριαρχία, είναι ιμπεριαλισμοί. Ακόμα και χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και ισχύος, όπως Ινδία και Βραζιλία, δεν είναι πλέον τα αστέρια ενός τριτοκοσμικού κινήματος του παρελθόντος, αλλά υπο-ιμπεριαλισμοί που παλεύουν για να αξιοποιήσουν τις ανταγωνιστικές συμμαχίες τους με τις μεγάλες δυνάμεις, για να προωθούν τα δικά τους σχέδια κυριαρχίας σε επιμέρους, αλλά καθοριστικές, περιοχές του πλανήτη.
Ο κόσμος που διαμορφώνεται θα είναι πιο αντιφατικός, άναρχος και επικίνδυνος από ό,τι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Θα θυμίζει περισσότερο τον κόσμο στις παραμονές του 1914, μετά το τέλος του τότε κύματος «παγκοσμιοποίησης», την κρίση της εποχής της αποικιοκρατίας και τελικά την πολεμική σύγκρουση μεταξύ «πεινασμένων» και «χορτάτων» ιμπεριαλιστών.
Η ουκρανική κρίση συνδέεται άμεσα και με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η ντόπια κυρίαρχη τάξη μετατρέπει τη χώρα σε βασικό σημείο στήριξης του ευρωατλαντισμού για τον έλεγχο της ανατ. Μεσογείου. Σε αντάλλαγμα διεκδικεί το «πλεονέκτημα» στον ανταγωνισμό με την τουρκική. Κάθε ειλικρινής αντιπολεμική θέση σχετικά με την Ουκρανία οφείλει να είναι αυθεντικά αντιπολεμική και στη θεματολογία της ελληνοτουρκικής κρίσης.
Η πιο στέρεα βάση για να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις είναι η παράδοση που δημιούργησε η αντιπολεμική-αντικαπιταλιστική-διεθνιστική Αριστερά του Τσίμερβαλντ μπροστά στην απειλή της ανθρωποσφαγής του 1914. Η Αριστερά του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, που επέλεξε την απόλυτη ανεξαρτησία, την αυτονομία του εργατικού κινήματος απέναντι σε όλους τους πόλους της τότε αντιπαράθεσης.
Μπροστά στη κορύφωση των συγκρούσεων στην Ουκρανία, οφείλουμε να απαιτούμε το άμεσο σταμάτημα του πολέμου και να υποστηρίζουμε, με πολιτικά μέσα, την αποχώρηση του ρωσικού στρατού εισβολής και όλων των νατοϊκών δυνάμεων από το ουκρανικό έδαφος. Σε συνδυασμό με την καθαρή δράση ενάντια στους εξοπλισμούς και τις φιλοπόλεμες πολιτικές εδώ, ενάντια στις αμερικανονατοϊκές βάσεις, στα πολεμικά σύμφωνα με ΗΠΑ και Γαλλία, στους «άξονες» με το Ισραήλ κ.ο.κ. Για να χτίσουμε μια τέτοια πολιτική, για να χτίσουμε ξανά ένα ισχυρό αντιπολεμικό/αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, είναι υποχρεωτικό να ξεκινάμε με το σύνθημα: Ούτε με το ΝΑΤΟ – Ούτε με τον Πούτιν!