Βασίλης Μηνακάκης
Ανάγκη και διακύβευμα η συγκρότηση μετώπων
Για τις δυνάμεις που τοποθετούνται ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά, το ζήτημα της ενότητας είναι –σωστά– μείζον. Πάντα και όχι μόνο σε κάποιες στιγμές, για παράδειγμα όταν προβάλλει έντονα η ακροδεξιά απειλή ή επίκειται μια εκλογική αναμέτρηση. Πάντα με ενιαία κριτήρια, τα οποία δεν μπορεί να παραμερίζονται ή να ακυρώνονται στις προαναφερθείσες στιγμές ηθελημένα ή αθέλητα, ομολογημένα ή ανομολόγητα. Γιατί αποτελεί μείζον ζήτημα; Γιατί μόνο μέσω της συγκρότησης μαζικών, πλειοψηφικών μπλοκ αγώνα των καταπιεζόμενων/εκμεταλλευόμενων (μπλοκ που θα είναι δυναμικά παρόντα σε όλα τα επίπεδα, από αυτό του μαζικού κινήματος έως εκείνο της κεντρικής πολιτικής, κι από αυτό του διεθνούς πλέγματος μέχρι εκείνο των ιδεών και της προοπτικής) μπορούν και να αναμετρηθούν αποτελεσματικά στο παρόν με την αστική τάξη, το κράτος και τους διεθνείς μηχανισμούς του κεφαλαίου. Να ανοίξουν τον δρόμο για μια χειραφετητική κοινωνική προοπτική που θα υπερβαίνει-καταργεί το πλαίσιο της εκμετάλλευσης, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της αγοράς, της κρατικής και άλλων μορφών καταπίεσης, των κάθε λογής διακρίσεων, των πολέμων.
Ταυτόχρονα, όμως, η κατάκτηση της ενότητας αποτελεί διακύβευμα, για τρεις αλληλοδιαπλεκόμενους λόγους: Ο πρώτος αφορά τον καπιταλισμό και τις συστημικές δυνάμεις, που κάνουν τα πάντα, ώστε να κρατούν διασπασμένη την κοινωνική πλειοψηφία. Ο δεύτερος αφορά την ίδια την κοινωνική και εργαζόμενη πλειοψηφία, που χαρακτηρίζεται από ένα πλήθος διαφορών και κυρίως διχάζεται, στο πεδίο της κινηματικής – πολιτικής πράξης, ανάμεσα στις τάσεις συμβιβασμού – διαπραγμάτευση μιας καλύτερης θέσης εντός της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων – και στις τάσεις χειραφέτησης κι ανατροπής. Ο τρίτος αφορά τις αριστερές-αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και τη στάση τους.
Το πραγματικό ερώτημα σήμερα δεν εκφράζεται με διλήμματα του τύπου «συσπείρωση ή σεχταρισμός», «μίνιμουμ ή μάξιμουμ πρόγραμμα», «τόλμη ή φοβικότητα», «γέφυρες ή τείχη». Είναι, αντιθέτως, ποια πολιτική λογική, ποια κινηματική και θεωρητική πράξη μπορεί να εξασφαλίσει την πλατιά ενότητα –στο κίνημα και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο– που μπορεί ταυτόχρονα να είναι και αποτελεσματική.
Οποιος παραβλέψει κάποιον από τους λόγους που προαναφέρθηκαν και εστιάσει μονοδιάστατα σε κάποιον ή κάποιους μόνο, δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να επιτύχει την ενότητα που ίσως διατυμπανίζει. Ισχύει αυτό για το ΚΚΕ, που υποστηρίζει ότι η εργαζόμενη πλειοψηφία είναι αντικειμενικά ενιαία, διασπάται από την παρέμβαση του κεφαλαίου και των συστημικών κομμάτων και μπορεί να ενοποιηθεί με έναν συνδυασμό αγώνων και πολιτικής-
εκλογικής υποστήριξης στο ΚΚΕ. Ισχύει, επίσης, για όποιους (αναπαράγοντας την ίδια λογική) εγκλωβίζονται στον μικρόκοσμο της υπαρκτής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και στη σημασία που μπορεί να έχει μια συμπαράταξη των δυνάμεων του χώρου αυτού (με τη μία ή την άλλη σύνθεση), αδυνατώντας να συλλάβουν τόσο τους προαναφερθέντες λόγους που διχάζουν την κοινωνική πλειοψηφία όσο και τα υπόγεια ριζοσπαστικά ρεύματα που ανιχνεύονται, χωρίς να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτήν. Φυσικά, θα ήταν λάθος και το αντίστροφο: να υποτιμηθεί, δηλαδή, η συνεισφορά των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην επίτευξη της αναγκαίας κινηματικής και πολιτικής ενότητας∙ να υιοθετηθεί, ρητά ή όχι, μια λογική αυτόκεντρης ανάπτυξης του όποιου μονοκομματικού ή πολυκομματικού πολιτικού μορφώματος.
Μέχρι εδώ, όμως, μπορεί να συμφωνήσουν αρκετοί. Τα δύσκολα αρχίζουν από εδώ και πέρα. Ιδού μερικά «άβολα» αλλά πολύ πραγματικά ερωτήματα: Είναι άραγε όποιος επικαλείται την ενότητα όντως ο πιο ενωτικός, αυτός που μπορεί κιόλας να την εξασφαλίσει; Η ενότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση για να καταβάλουν οι εργαζόμενοι την αντίσταση των κυρίαρχων, είναι όμως και ικανή; Ισχύει δηλαδή απροϋπόθετα η συνεπαγωγή «μεγαλύτερη ενότητα = μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα»; Είναι αρκετή η ενότητα –έστω η πλατιά– που επιτυγχάνεται σε μια «στιγμή» της ταξικής πάλης, για ένα ζήτημα, σε ένα ξέσπασμα, σε μια εκλογική αναμέτρηση (κεντρική ή ενός χώρου); Αποτελεί αυτή από μόνη διαβατήριο για μια ενότητα που αντέχει στον χρόνο και ανοίγει ελπιδοφόρους δρόμους; Είναι, εντέλει, η οικοδόμηση της αναγκαίας σήμερα ενότητας άθροισμα τέτοιων στιγμών, διαδοχικών κινηματικών ή εκλογικών «κατοσταριών» ή μήπως μοιάζει περισσότερο με «μαραθώνιο»; Και, τέλος, η πιο πλατιά ενότητα επιτυγχάνεται όταν το περιεχόμενό της υποβαθμίζεται (ενίοτε με ειρωνείες για τη σημασία του κι άλλοτε με διαστρεβλωτική επίκληση του λενινιστικού «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει όσο μια δωδεκάδα προγράμματα») ή «μινιμάρεται» (ενίοτε εξαρχής κι άλλοτε στην πορεία, ενίοτε συνειδητά κι άλλοτε διά της διολισθήσεως);
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο κι ας προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε όχι ιδεοληπτικά, αλλά στο σήμερα της ταξικής πάλης. Τι έχει αποδειχθεί περίτρανα τα τελευταία χρόνια; Ότι ενδιάμεσες λύσεις ούτε υπάρχουν ούτε το σύστημα τις ανέχεται (εξού η καταβαράθρωση των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων)∙ ότι ακόμη και ο παραμικρός διεκδικητικός αγώνας (πολύ περισσότερο αγώνες με αιτήματα όπως διαγραφή χρέους, γενναίες αυξήσεις σε μισθούς, πέρασμα των τραπεζών σε δημόσια ιδιοκτησία, μαζικές προσλήψεις στο ΕΣΥ, μείωση στις τιμές της ενέργειας κ.λπ.) πολύ γρήγορα –το επιδιώξουν ή όχι οι «κάτω»– θα γενικευτεί, θα συναντήσει απέναντί του το «τείχος» της «ελεύθερης αγοράς», της «ανταγωνιστικότητας που αν πληγεί θα έχουμε απολύσεις», της «ΕΕ των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» κ.λπ.
Ενδιάμεσες λύσεις ούτε υπάρχουν ούτε το σύστημα τις ανέχεται· και ο παραμικρός διεκδικητικός αγώνας θα συναντήσει απέναντί του το «τείχος» της ελεύθερης αγοράς
Θέλουμε δεν θέλουμε, αυτή η τάση γενίκευσης κάθε αναμέτρησης έχει πλέον εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση πλατιών λαϊκών μαζών και αποτελεί συμπέρασμά τους από την προηγούμενη περίοδο (και της συριζαϊκής διακυβέρνησης). Ένα συμπέρασμα που παράγει διττά αποτελέσματα: Από τη μια, αποθαρρύνει τις μαζικές κινητοποιήσεις, πριμοδοτεί τον συμβιβασμό (λόγω της αίσθησης αδυναμίας απέναντι στη γενικευμένη σύγκρουση) και εμποδίζει την μάχιμη πλατιά συσπείρωση. Από την άλλη, εισάγει –ως εσωτερικό εν δυνάμει στοιχείο κάθε αγώνα– την τάση και ανάγκη σε γόνιμη αλληλοδιαπλοκή με τα αιτήματα – αιχμές κάθε αγώνα (πολύ περισσότερο με τους κόμβους ενός πολιτικού προγράμματος συσπείρωσης ριζοσπαστικών κι αντικαπιταλιστικών δυνάμεων) να υπάρχουν από την αρχή κιόλας κι όχι όταν τεθούν επί τάπητος (ξέρουμε ότι θα τεθούν) στον «κοινό νου» των αγωνιζόμενων εκείνα τα πολιτικά-αξιακά εφόδια, εκείνο το αναγκαίο πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο, που θα τους επιτρέψουν να «σηκώσουν το γάντι» που θα πετάξει ο αντίπαλος και να μην οδηγηθούν σε ήττα και απογοήτευση. Τουναντίον, να έχουν κατακτήσεις σε υλικό επίπεδο αλλά και βήματα σε επίπεδο συνειδητοποίησης.
Για κάποιους αυτά τα εφόδια εξαντλούνται σε πεντάπτυχα ή δεκάπτυχα στο τέλος ή στην αρχή ενός κειμένου. Στην πραγματικότητα, αφορούν μια πολύ πιο πλούσια και ζωντανή διαδικασία, που σχετίζεται με το τι, πώς, από ποιον και με τι ορίζοντα πρέπει και μπορεί να γίνει. Άλλοι τα αντιλαμβάνονται ως «αναγκαίες διαχωριστικές γραμμές». Μέγα λάθος, διότι στο έδαφος της σημερινής δυναμικής γενίκευσης της ταξικής πάλης, η ύπαρξη αυτού του αναγκαίου πολιτικού-αξιακού πλαισίου δεν διαχωρίζει, αντιθέτως λειτουργεί συσπειρωτικά. Δεν ορθώνει τείχη, αντιθέτως στήνει γέφυρες γόνιμης αλληλεπίδρασης με δυνάμεις και ρεύματα που δεν έχουν τοποθετηθεί ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικά. Δεν στενεύει αλλά διευρύνει τόσο το κίνημα όσο και τις αναγκαίες μορφές αντικαπιταλιστικής ενότητας.
Ας σκεφτούμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου: τα «κάτω η Χούντα», «έξω οι Αμερικανοί», «λαοκρατία» στένεψαν τον αγώνα που ξεκίνησε με επίκεντρο φοιτητικά θέματα ή ενίσχυσαν τη συσπείρωση των φοιτητών και τη συμπαράταξη με τον λαό; Ας σκεφτούμε ακόμη την εμπειρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: οι ελλείψεις και τα κενά της σε αυτό το επίπεδο λειτούργησαν προωθητικά, ιδιαίτερα από ένα σημείο και μετά; Βοήθησαν στη διεύρυνσή της ή το αντίστροφο; Τι έδειξαν οι πρώτες εκλογές του 2015, αλλά κι εκείνες που ακολούθησαν τα συριζαϊκά μνημόνια; Όταν τέθηκαν τα μεγάλα διλήμματα με ωμότατο τρόπο από τη ζωή (μετά το δημοψήφισμα) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φάνηκε ανέτοιμη. Αυτό οδήγησε σε «αιμορραγία» και τροφοδότησε φυγόκεντρες τάσεις από δυνάμεις που έβγαλαν το αντίθετο ακριβώς συμπέρασμα από εκείνο που η ταξική πάλη αναδείκνυε: αντί, δηλαδή, να συμβάλλουν στην κατάκτηση πολιτικών εφοδίων πιο ουσιαστικών-στρατηγικών προδιαγραφών, οδηγήθηκαν στην αναζήτηση μορφών ενότητας ακόμη πιο αποδυναμωμένων πολιτικά. Αλλά αν αυτή η λογική έδειξε τα όριά της το 2015 και το 2019, τι πιθανότητες έχει σήμερα; Και τι είναι άραγε πραγματικά ενωτικό; Να παραμένει κανείς δέσμιός της ή να κόψει αυτόν τον «γόρδιο δεσμό»;
Συνεπώς, το πραγματικό ερώτημα σήμερα δεν μπορεί να περιοριστεί σε διλήμματα του τύπου «συσπείρωση ή σεχταρισμός», «μίνιμουμ ή μάξιμουμ πρόγραμμα», «τόλμη ή φοβικότητα», «γέφυρες ή τείχη». Είναι, αντιθέτως, ποια πολιτική λογική, ποια κινηματική και θεωρητική πράξη μπορεί να εξασφαλίσει την πλατιά ενότητα (στο κίνημα και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο), που ταυτοχρόνως μπορεί να είναι και αποτελεσματική, να «σημαίνει πράγματα», τόσο «υλικά» για τη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο σημερινό πεδίο της ταξικής πάλης, όσο και από την άποψη της ωρίμανσης-εμβάθυνσης της πολιτικής της συνειδητοποίησης. Θα έδειχναν συνεπώς «φτώχεια» και ανιστορικότητα οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, αν παρέμεναν εγκλωβισμένες στα προαναφερθέντα διλήμματα ή αρνούνταν να κατανοήσουν ότι το ζήτημα δεν τίθεται διά μέσου του διαζευκτικού «ή» (ή αυτό ή εκείνο) αλλά διά μέσου του συμπλεκτικού «και» (και αυτό και εκείνο).
Συσπείρωση και πάλη για ηγεμονία
Ο παγιωμένος ρεφορμισμός και οι αυθόρμητες μαζικές τάσεις
Οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις οφείλουν να μην αντιμετωπίζουν αδιαφοροποίητα τις συγκροτημένες, με παγιωμένη λογική, ρεφορμιστικές δυνάμεις και τον μη παγιωμένο, διαμφισβητούμενης κατάληξης αυθόρμητο ή ημισυνειδητό ρεφορμισμό των μαζών. Να μην στέκονται ίδια απέναντι σε δυνάμεις που δεν ταλαντεύονται απέναντι στα «ιερά τοτέμ» του συστήματος (αποφεύγοντας συνειδητά να τοποθετηθούν με όρους ανατροπής) και σε ριζοσπαστικές τάσεις-διεργασίες που φτάνουν απέναντι σε αυτό το ερώτημα, δεν το απαντούν με σαφή αντικαπιταλιστικό τρόπο αλλά και δεν έχουν αποκλείσει οριστικά το ενδεχόμενο αυτό. Όσο κάθετη επιβάλλεται να είναι η πολιτική στάση απέναντι στις πρώτες δυνάμεις, άλλο τόσο ανοιχτή – ουσιαστική πρέπει να είναι η γόνιμη αλληλεπίδραση με τις δεύτερες.
Η αλληλεπίδραση είναι σχέση που κατακτάται-βαθαίνει εντός των διαδικασιών του κινήματος, δεν αποτελεί «εξωτερική ένεση» από ένα κόμμα που «εκφράζει τα πολιτικά» σε ένα κίνημα που απλώς αγωνίζεται για τα «καθημερινά», όπως κάνει το ΚΚΕ. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, είναι σχέση σύνθετη: περιλαμβάνει τόσο το στοιχείο της ενότητας όσο και εκείνο της διαπάλης για την ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών-επαναστατικών ιδεών. Αν λείπει ή πρώτη πλευρά, δεν μιλάμε για συσπείρωση, μιλάμε για ενότητα-κόμμα ομοϊδεατών (ακόμη και τότε όμως τα πράγματα δεν είναι απλά). Αν λείπει η δεύτερη, στην πράξη οδηγούμαστε σε μια ενότητα που καθηλώνει στον χαμηλότερο «κοινό παρονομαστή», δεν συμβάλλει σε ωρίμανση – μετασχηματισμό των συνειδήσεων σε αντικαπιταλιστική-επαναστατική βάση – και εν τέλει ούτε πραγματικά πλατιά μπορεί να γίνει ούτε αποτελεσματική μπορεί να είναι για τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλλά πώς μπορεί να καταφέρει κανείς σήμερα και τα δύο ταυτοχρόνως; Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα – η μοναδική πραγματικά ενδιαφέρουσα– πρόκληση.
Ανοίγοντας δρόμους αναμέτρησης με το σύστημα
Ο διαχωρισμός από τον ρεφορμισμό αποτελεί και σήμερα βασικό ζητούμενο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Στο σημερινό τοπίο της ταξικής πάλης, ωστόσο, κύρια εστίασή τους πρέπει να είναι η αποτελεσματική αναμέτρηση με τον σύγχρονο καπιταλισμό, τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ. Το να ανιχνευτεί-«περπατηθεί» αυτός ο δρόμος αποτελεί ασύγκριτα ουσιαστικότερη προσφορά για την κοινωνική πλειοψηφία και την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης και ταυτόχρονα ασύγκριτα πιο αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης του ρεφορμισμού από τον εξορκισμό του κινδύνου του ή τα θρησκευτικού τύπου «απεταξάμην τον ρεφορμισμό». Αλλά και από εκείνη την απλοϊκή λογική που αυταπατάται ότι ξεμπερδεύει κανείς με τον ρεφορμισμό διά μέσου κάποιων πολιτικών αιτημάτων και μόνο, της άρνησης κάθε σχέσης με ταλαντευόμενες δυνάμεις ή και με δυνάμεις που δεν έχουν πάρει πλήρες διαζύγιο από τον ρεφορμισμό. Το παράδειγμα του ΚΚΕ είναι πολύ χαρακτηριστικό: ξορκίζει με κάθε τρόπο τον ρεφορμισμό, παπαγαλίζει τσιτάτα από τις Δύο τακτικές…, αλλά η πρακτική του –ιστορικά και πρόσφατα– κάθε άλλο παρά διαζύγιο με τον ρεφορμισμό μαρτυρά. Ας μην αναζητάμε, λοιπόν, το «κοκαλάκι της νυχτερίδας», που θα μας οχυρώσει με ασφάλεια και διά παντός από τον ρεφορμισμό ή – ακόμη χειρότερα – από τις ταλαντεύσεις και τον πολύχρωμο, ποικίλου βάθους και αμφίβολης κατάληξης-προοπτικής ριζοσπαστισμό των μαχόμενων δυνάμεων. Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματική ζωή, ούτε θα υπάρξει κι ούτε μπορεί να εξασφαλιστεί με την τακτική τού «δεν λερώνω τα χέρια μου». Άλλωστε, όπως υπενθύμιζε ο Λένιν, κοπιάροντας τον Φάουστ του Γκαίτε: «Γκρίζα η θεωρία, φίλε μου, και το χρυσοδέντρι της ζωής πράσινο και θάλλει».