Βασίλης Μηνακάκης
Αφιέρωμα ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία
Τα κρισιακά φαινόμενα που μαστίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο είναι η βάση μιας σύγχρονης μαρξιστικής προσέγγισης στον πόλεμο
Η μετάβαση από την προγενέστερη στη νέα φάση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που «καλεί στα όπλα» το κεφάλαιο και τα αστικά κράτη
Οι εκφράσεις «ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» και «η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», ακούστηκαν πολύ τον τελευταίο χρόνο. Φυσικά, δεν ακούστηκαν μόνο τώρα, καθώς αντέχουν στο χρόνο: Η πρώτη, του Κλαούζεβιτς, μετρά δύο αιώνες ζωής, ενώ η δεύτερη, του Λένιν, έναν και πλέον αιώνα. Αυτή η μακροβιότητά τους δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται με το ότι απηχούν πραγματικές τάσεις. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, όχι πάντα με άμεσο κι εύκολα αναγνώσιμο τρόπο. Από αυτή την άποψη, η τοποθέτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία θα είναι ανάπηρη, αν δεν εδραστεί στο πεδίο της οικονομίας ή επιχειρήσει να ερμηνεύσει τα τεκταινόμενα σε αφαίρεση από αυτό. Ταυτοχρόνως, θα είναι λειψή, αν τα ερμηνεύσει μόνο με αυτό. Υιοθετώντας την ανάγκη διαλεκτικής προσέγγισης, το παρόν εστιάζει σε δύο μόνο πλευρές που σχετίζονται κυρίως με το πεδίο της οικονομίας.
Τα κρισιακά φαινόμενα που μαστίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο, ιδίως μετά το 2008, είναι η βάση (η βάση, όχι το άπαν) μιας σύγχρονης μαρξιστικής προσέγγισης για τον πόλεμο. Η οξεία φάση εκείνης της κρίσης ξεπεράστηκε, όμως όχι με τρόπο που να οδηγεί σε μια αναπτυξιακή άνθηση. Μπορεί με τα μέτρα μνημονιακού τύπου οι προϋπολογισμοί να ισοσκελίστηκαν, όμως οι ρυθμοί ανάπτυξης –τουλάχιστον στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο– παραμένουν σε χαμηλές πτήσεις (επιδεινώθηκαν δε από την πανδημία και τα προβλήματα στην ενέργεια λόγω πολέμου).
Η υπερσυσσώρευση πλούτου στο λεγόμενο 1% των υπερπλουσίων δεν μπορεί να κρύψει τις δυσκολίες αξιοποίησης των κεφαλαίων με αποδεκτό ποσοστό κέρδους. Οι προαναφερθέντες αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, τα τεράστια κεφάλαια που λιμνάζουν σε φορολογικούς παραδείσους, οι χιλιάδες απολύσεις από ψηφιακούς κολοσσούς και πολυδιαφημισμένες εταιρείες της gig economy, το ύψος του παγκόσμιου χρέους (349% του παγκόσμιου ΑΕΠ, κατά 26% αυξημένο σε σχέση με το 2007), η διαπίστωση ότι η «σκιώδης οικονομία», τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα –τα κατά Σόρος «όπλα μαζικής οικονομικής καταστροφής»– βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι το 2008 και, φυσικά, η διατήρηση της σκληρής λιτότητας για τους εργαζόμενους είναι ενδείξεις ακριβώς των προβλημάτων κερδοφορίας που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο.
Όταν, όμως, η πίτα των κερδών παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, είναι επακόλουθο να οξύνεται στο έπακρο η πίεση προς την εργαζόμενη πλειοψηφία, ώστε να αυξηθεί η πίτα, αλλά και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαιοκρατών για τη διανομή της. Ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και διεθνώς, είναι δε πιο σκληρός όσο σημαντικότερο είναι το διακύβευμα. Επιπλέον, άλλοτε παίρνει χαρακτηριστικά απευθείας πολέμου μεταξύ επιχειρήσεων, άλλοτε διαμεσολαβείται από λομπίστες κι άλλοτε από κράτη που λειτουργούν ως «επιτροπή διαχείρισης» των συμφερόντων ή όλων των εγχώριων μερίδων του κεφαλαίου ή, συνήθως, των ισχυρότερων και με πολυεθνική διαπλοκή μερίδων του. Επίσης, ο ανταγωνισμός μπορεί να αφορά υπαρκτά ή εν δυνάμει πεδία κερδοφορίας, την επιστημονική-τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, τους υπαρκτούς ή εν διαμορφώσει δρόμους διακίνησης εμπορευμάτων. Τέλος, ο ανταγωνισμός μπορεί να παραμείνει σε οικονομικό ή πολιτικό επίπεδο, μπορεί όμως και να τροφοδοτήσει πολεμικές συρράξεις, με προφανές –ή και όχι πολλές φορές– το πραγματικό διακύβευμά τους.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά στην καπιταλιστική διεθνοποίηση. Η μορφή της, που αποκρυσταλλώθηκε μετά τις καταρρεύσεις των χωρών του ανύπαρκτου σοσιαλισμού –και αποκλήθηκε εσφαλμένα «παγκοσμιοποίηση»– εδραζόταν σε ορισμένα δεδομένα: Στο γεγονός ότι το φιλελεύθερο δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο και η ελευθερία των αγορών εμφανίζονταν πλέον ως αδιαμφισβήτητο κοινωνικό υπόδειγμα –εξού και τα περί «τέλους της ιστορίας» του Φουκουγιάμα και «επίπεδου κόσμου» του Φρίντμαν– στη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ κατοχυρώνονταν ως ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας (οικονομικά και πολιτικά-στρατιωτικά) ενός μονοπολικού πλέον κόσμου, ότι η πλανητικά σχεδιασμένη παραγωγή θα οργανωνόταν με τρόπο που κάποιες χώρες θα ήταν απλώς χώρες διάθεσης φτηνού εργατικού δυναμικού, ότι οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες θα ήταν αδιατάρακτες, ότι το επικοινωνιακό-ψηφιακό ψηφιακό νευρικό σύστημα πάνω στο οποίο στήθηκε αυτό το οικοδόμημα θα παρέμενε λίγο πολύ ίδιο και θα μονοπωλούνταν από τις αμερικανικές GAFAM (τα αρχικά των Big Tech) και, τέλος, ότι δεν θα υπήρχαν περιβαλλοντικοί περιορισμοί που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανασχετικά.
Μόνο που τα δεδομένα έχουν αλλάξει, πλέον, ριζικά.
Όλα έχουν, πλέον, αλλάξει
Τίποτα από τα «δεδομένα» της καπιταλιστικής διεθνοποίησης δεν ισχύει πλέον. Όχι από τον Φεβρουάριο του 2022, οπότε άρχισαν να ηχούν τα όπλα στην Ουκρανία, αλλά πιο πριν. Το δυτικό υπόδειγμα κλονίζεται εκ των ένδον πολλαπλώς: Άνοδος ακροδεξιάς, κυβερνήσεις τύπου Τραμπ, μεγάλη μείωση της συμμετοχής στις εκλογές, απονεύρωση αστικοδημοκρατικών θεσμών, ερωτοτροπία με «πειθαρχημένα» καθεστώτα τύπου Κίνας. Παράλληλα, αναδύονται και νέες «μεγάλες δυνάμεις», με την Κίνα πρώτη και κύρια και νέες συσσωματώσεις καπιταλιστικών κρατών που αμφισβητούν την προϋπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων, διεκδικώντας έναν αυξημένο –αν όχι ηγετικό– ρόλο στον καπιταλιστικό κόσμο.
Στις χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού το κόστος εργασίας ανέβηκε, ενώ σε πολλά προϊόντα το εργατικό κόστος είναι πλέον μικρό τμήμα του κόστους παραγωγής. Πολλά από τα εμπορεύματα που διακινούνται πλανητικά πλέον δεν είναι εμπράγματα ούτε διακινούνται με πλοία και τρένα, η δε αναζήτηση φτηνού εργατικού δυναμικού μπορεί να εξυπηρετηθεί από ψηφιακούς νομάδες και χωρίς μετεγκατάσταση της παραγωγικής βάσης. Τέλος, η ψηφιακή μονοκρατορία των GAFAM αμφισβητείται (ενδεικτική η διαμάχη για το 5G), ενώ και οι συνέπειες των περιβαλλοντικών καταστροφών και της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούν πλέον χωρίς κόστος να προσπερνιούνται — ο Covid-19 ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα.