▸Με αφορμή τη συζήτηση για το επιτρεπτό του αποκλεισμού των καταδικασμένων για την υπόθεση της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επισημαίνει τα παρακάτω :
1. Ό φασισμός και ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία. Η μαζική, πολύμορφή και ενωτική πάλη όλα τα προηγούμενα χρόνια απέτρεψε τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και υποχρέωσε τις αρμόδιες δυνάμεις της κρατικής εξουσίας να ελέγξουν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας της και όχι μόνο στα εκτελεστικά όργανα.
2. Η καταδικαστική απόφαση της 7.10.2020 έθεσε τέλος στην ατιμωρησία της φασιστικής βίας στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία μετά από πολλές δεκαετίες. Καθοριστική συμβολή σε αυτό είχε η στάση του αντιφασιστικού κινήματος μέσα και έξω από το δικαστήριο και η συμμετοχή των συνηγόρων πολιτικής αγωγής στη δίκη. Ζητούμενο ήταν όχι η απαγόρευση της πολιτικής δράσης, πράγμα που σε κανένα δικαστήριο δεν πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να κάνει, αλλά η αποδοκιμασία και τιμωρία της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων μελών της Χ.Α, που όπως αποδείχθηκε, εκδηλώθηκε με κίνητρο τη ναζιστική της ιδεολογία.
3. Ηδη από τον Οκτώβριο 2020 ένα μέρος του αντιφασιστικού κινήματος είχε διατυπώσει την άποψη ότι για να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της συμμετοχής των καταδικασμένων για ένταξη και διεύθυνση στην εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή», απαιτείται όχι η χρήση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, αλλά μόνο τροποποίηση στην εκλογική νομοθεσία.
4. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε τα μάτια για άλλη μία φορά και σε αυτήν στην δίκαιη απαίτηση και έσπευσε λίγους μήνες μετά, να νομοθετήσει το ν. 4804/2021, με το άρθρο 92 του οποίου επιτράπηκε η συμμετοχή σε κόμματα ως υποψηφίων βουλευτών προσώπων τα οποία έχουν καταδικαστεί για ένταξη ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, αρκεί να μην είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί των κομμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, δηλαδή, έκλεισε το μάτι στα καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής και τους υπέδειξε να βαφτίσουν κάποιον άλλον, αχυράνθρωπο ή μη, ως αρχηγό του κόμματος, και ύστερα από αυτό να συμμετάσχουν ελεύθερα στα ψηφοδέλτια. Καταγγείλαμε επανειλημμένα την ρύθμιση αυτή.
5. Μπροστά στη γενική κατακραυγή σήμερα η Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας να δημιουργήσει εντυπώσεις αντιπερισπασμού στην ακροδεξιά και ανελέητη κοινωνικο – οικονομική της πολιτική, πολιτική της, την απροκάλυπτη στήριξη των κατασταλτικών εγκλημάτων, την ανοχή των σεξιστικών εγκλημάτων και την υστερία ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, το τείχος, τις επαναπροωθήσεις και τα ψέμματα, και όλα όσα άλλα επιβεβαιώνουν την εμμονή της στην πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς και κάνει τους φασίστες να νοιώθουν ισχυροί και δικαιωμένοι, σπεύδει να ζητήσει διαβούλευση από τα άλλα κόμματα με ποιο τρόπο θα νομοθετηθεί ο αποκλεισμός των καταδικασθέντων της Χ.Α. από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.
Η διάταξη την οποία προτείνει είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που έχει θεσπίσει ήδη, για τον λόγο ότι διευρύνει ανεπίτρεπτα το εύρος των κομμάτων και προσώπων τα οποία αποκλείει από τις εκλογές και, ακόμα χειρότερα, διότι απεμπολώντας απροκάλυπτα τη νομοθετική της εξουσία, μεταθέτει στην κρίση του Αρείου Πάγου, ενός δικαστικού σώματος δηλαδή που δεν νομιμοποιείται ευθέως από τον λαό, την κρίση για το αν ένα κόμμα απειλεί ή όχι την δημοκρατία. Δεν ζούμε όμως στις εποχές που οι ιδεολογίες και οι πολιτικές εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τα δικαστήρια και δεν επιθυμούμε να συμβάλουμε στην επάνοδο της. Η διάταξη που προτείνει η Ν.Δ. είναι παντελώς απαράδεκτη και μόνο για τον λόγο αυτόν.
6. Ακόμα περισσότερο ατυχής είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία θέτει φρονηματικά κριτήρια αποκλεισμού συνδυασμών από τις εκλογές, ακόμα και χωρίς καταδίκη και υπό την κρίση επίσης του Αρείου Πάγου. Γιατί η νομιμοποίηση των απαγορεύσεων με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια ανοίγει το δρόμο για την μελλοντική απαγόρευση αντικαπιταλιστικών κομμάτων, όπως σε πολλές χώρες ισχύει στα πλαίσια της θεωρίας των δύο άκρων, του ολοκληρωτισμού και της ταύτισης κομμουνισμού και φασισμού.
7. Μόνη ικανή ανεκτή πολιτικά και συνταγματικά ρύθμιση είναι εκείνη η οποία θα αποκλείει από τις εκλογές πρόσωπα και κόμματα τα οποία συνδέονται με εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο και ο αποκλεισμός των κομμάτων και των προσώπων αυτών από το δικαίωμα εκλέγεσθαι σε όλη τη διάρκεια της ποινής που εκτίουν, εφόσον μάλιστα σε αυτήν δεν έχει χορηγηθεί αναστέλλουσα δύναμη ενόψει έφεσης. Και όχι η γενική της εφαρμογή σε καταδικασθέντα για διάφορα ποινικά αδικήματα πρόσωπα η η επέκτασή της σε άλλα κόμματα που να ανοίγει τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους στα γνωστά αντιδραστικά πλαίσια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό και τη θεωρίας των δύο άκρων. Όχι διατάξεις φρονηματικές, που αποκλείουν τους ναζιστές γενικά από τις εκλογές, αλλά που αποκλείουν εκείνους οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο. Ούτε θέση εκτός νόμου για κανένα κόμμα με κριτήριο την ιδεολογία του. Χωρίς να αμφισβητείται στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, η θέσπιση της παραπάνω διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία αποτύπωση της κατάκτησης της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για τη θωράκισή της απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας και ανοχής και κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013.
9. Ο φόβος ότι μία τέτοια ρύθμιση είναι δυνατό να ανοίξει τον δρόμο και για την Αριστερά δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα των εννόμων συνεπειών μιας τέτοιας διάταξης αυτής, η οποία περιορίζει τον αποκλεισμό στην εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο, χωρίς να τη διευρύνει κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να υπαχθούν και άλλοι, αλλά ούτε και τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου επιτρέπουν και καθιστούν ρεαλιστική την πρόβλεψη ότι μία τέτοια διάταξη είναι δυνατό να αποκλείσει την Αριστερά ή να τη θέσει εκτός νόμου.
10. Ανυποχώρητη απαίτησή μας είναι και η αποζημίωση με νομοθετική πράξη των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, των οικογενειών τους και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που εργάζονται απλήρωτοι επί οχτώ χρόνια στην υπόθεση αυτή, με διάθεση του ποσού της παρακρατημένης κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής και φυσικά η αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας αναβίωσης τραμπούκικων, φασιστικών και ναζιστικών πρακτικών, που αν και χωρίς την έκταση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής επιχειρούν δειλά-δειλά την επανεμφάνιση τους και είναι βέβαιο ότι, όσο αντιμετωπίζονται με ανοχή, θα την επαυξάνουν.