Γιώργος Παυλόπουλος
Η αναμέτρηση μοιάζει να είναι αμφίρροπη ανάμεσα στη Λαϊκή Συμμαχία, την οποία συγκροτούν το ΑΚΡ και ο Μπαχτσελί των Γκρίζων Λύκων και την Εθνική Συμμαχία των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αποτελεί ένα συνονθύλευμα κεμαλιστών, υπερεθνικιστών, ισλαμιστών και πρώην ακροδεξιών, που ενώνονται κάτω από τη σημαία με το σύνθημα «να φύγει ο Ερντογάν».
«Εάν δεν υπήρχε η οικονομική κρίση, δεν πιστεύω πως ο Ερντογάν θα έχανε τις εκλογές. Η οικονομία είναι αυτή η οποία καθιστά ορατά όλα τα υπόλοιπα προβλήματα». Αυτό εκτίμησε, μιλώντας στους Times της Νέας Υόρκης, ο Οσμάν Σερτ, διευθυντής ενός ινστιτούτου δημοσκοπήσεων και πρώην σύμβουλος του προέδρου της Τουρκίας για τα μίντια.
Οι εκλογές της 14ης Μαΐου θα κριθούν, κατά βάση, στην οικονομία
Πράγματι, η οικονομία αποτελεί σήμερα μακράν το νούμερο ένα πρόβλημα για την πλειοψηφία των 85 εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στην Τουρκία. Πρωτίστως δε, για το ένα τρίτο (ή και 50%, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις) που είναι αναγκασμένο να τα βγάζει πέρα με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος από την 1η Ιανουαρίου και μετά την αύξηση κατά 55% που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, ανέρχεται ονομαστικά στις 8.500 λίρες ή τα 455 δολάρια, με βάση την τρέχουσα ισοτιμία. Άλλωστε, ακόμη κι αυτή η αύξηση αναμένεται σύντομα να εξανεμιστεί, καθώς ο πληθωρισμός έτρεξε τον Δεκέμβριο με 65% επισήμως – αν και αρκετοί υπολογίζουν ότι στην πραγματικότητα είναι διπλάσιος – και προβλέπεται ότι το 2023 θα κλείσει με ρυθμό κοντά στο 50%.
Η εικόνα αυτή πολύ δύσκολα θα αλλάξει μέχρι τις 14 Μαΐου, ημερομηνία κατά την οποία θα διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές και ο πρώτος γύρος των προεδρικών. Εξηγεί δε πειστικά και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων οι οποίες, παρ’ ότι αφερέγγυες σε γενικές γραμμές, συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως ο συνασπισμός των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, η αποκαλούμενη Εθνική Συμμαχία, διατηρεί ελαφρό προβάδισμα έναντι της Λαϊκής Συμμαχίας που συγκροτούν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Μπαχτσελί.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι ο βασικός λόγος για την ανάδειξη στην εξουσία του κόμματος του πολιτικού Ισλάμ, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες και στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως και για την εδραίωση της κυριαρχίας του Ερντογάν επί δύο δεκαετίες ήταν η οικονομία. «Το ΠΑΣΟΚ της Τουρκίας θα είναι κόμμα ισλαμικό», έγραφε προφητικά από τη δεκαετία του ’90 ο Γιώργος Δελαστίκ στο Πριν – και επιβεβαιώθηκε πλήρως: Το ΑΚΡ έθεσε στόχο και πέτυχε, ειδικά κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του, να προχωρήσει σε μια ουκ ευκαταφρόνητη αναδιανομή πλούτου υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων. Διασφαλίζοντας έτσι ότι, σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές και ιστορικές τους καταβολές, θα αποτελούσαν τη στέρεη βάση της πολιτικής του ηγεμονίας.
Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα, ο Ερντογάν με την πολιτική του κατάφερε να συγκροτήσει ένα νέο στρατόπεδο στις τάξεις του κεφαλαίου και της τουρκικής ολιγαρχίας – που αποτυπώθηκε και στην ύπαρξη ενός «ισλαμικού» Συνδέσμου Βιομηχάνων, ανταγωνιστικού προς την παραδοσιακή Tusiad. «Κλειδί» ήταν το άνοιγμα νέων αγορών και πηγών κερδοφορίας, με την έμφαση να δίνεται στη «γειτονιά» της χώρας και όχι στη Δύση, όπου το τουρκικό κεφάλαιο θα ήταν δύσκολο να κοιτάξει στα μάτια τα υπάρχοντα «μεγαθήρια». Στην παραπάνω στροφή, άλλωστε, πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία της απομάκρυνσης της Τουρκίας αρχικά από την ΕΕ και, στη συνέχεια, της «ρωγμής» στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η οποία μεγαλώνει με την προβολή του βέτο στην ένταξη σε αυτό Σουηδίας και Φινλανδίας.
Όλα, όμως, άλλαξαν με την έναρξη της περιόδου των μεγάλων κρίσεων και ανατροπών, που προφανώς δεν θα μπορούσαν να αφήσουν την Τουρκία στο απυρόβλητο. Σημείο καμπής αποτέλεσε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, το οποίο έδωσε την αναγκαία αφορμή και δικαιολογία στον Ερντογάν για να πραγματοποιήσει μια συνολική στροφή στην πολιτική του, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Μια στροφή η οποία σφραγίστηκε από εντονότερη καταστολή και αυταρχισμό εναντίον των αντιπάλων του, όπως μπορούν να βεβαιώσουν οι αριστεροί αγωνιστές και οι Κούρδοι, καθώς και από μεγαλύτερη επιθετικότητα και εμφανή αναθεωρητισμό στην ευρύτερη περιοχή.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι σήμερα, ενόψει των κρίσιμων εκλογών του Μαΐου, οι «6» που συγκροτούν το αντίπαλο στρατόπεδο έχουν αρκετά αδύνατα σημεία. Με κυριότερο το γεγονός ότι αποτελούν ένα συνονθύλευμα διαφορετικής προέλευσης δυνάμεων – κεμαλιστές, ισλαμιστές, νεοφιλελεύθεροι, πρώην ακροδεξιοί κ.λπ – που έχουν ως μοναδικά σημείο σύγκλισης αφενός το σύνθημα «να φύγει ο Ερντογάν» και, αφετέρου, να απαλλαγεί η χώρα από τους πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφός της. Εδώ πρέπει να αναζητηθεί και ο λόγος για τον οποίο δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη το κυβερνητικό τους πρόγραμμα, ενώ δεν έχουν ανακοινώσει ούτε το όνομα του (ή της) υποψηφίου που θα βρεθεί απέναντι στον νυν πρόεδρο (αναμένεται πως θα το κάνουν ως τα μέσα Φεβρουαρίου).
Σε αυτό το φόντο, είναι αναμφίβολα ορθή η επιλογή του αριστερού κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP) να μην ενταχθεί στο πλαίσιο της παραπάνω συμμαχίας – αν και, επί της ουσίας, είχε εξαρχής χαρακτηριστεί ανεπιθύμητο, καθώς στις τάξεις πλεονάζουν οι εθνικιστικές θέσεις και κορώνες. Όπως, επίσης, να κατέλθει με αυτόνομες λίστες και δικό του υποψήφιο στην επικείμενη αναμέτρηση, επιχειρώντας να σπάσει στην πράξη την κρατική τρομοκρατία και το κύμα των διώξεων σε βάρος κορυφαίων στελεχών του, εκλεγμένων βουλευτών και δημάρχων, καθώς και ολόκληρων κουρδικών περιοχών στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Σε δύσκολη θέση το HDP, που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κατέβει μόνο του απέναντι σε όλους – αν, φυσικά, δεν κηρυχθεί παράνομο
Για την ώρα, βεβαίως, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο το HDP να κηρυχθεί παράνομο και να μην του επιτραπεί η συμμετοχή στη διαδικασία. Καθώς, όμως, η συγκεκριμένη τακτική ενδέχεται να αποδειχθεί μπούμερανγκ για την κυβέρνηση και τον Ερντογάν – στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2019, ήταν οι ψήφοι των Κούρδων που έδωσαν καθαρή νίκη στους υποψήφιους της αντιπολίτευσης – ίσως επιλεγεί ο οικονομικός του στραγγαλισμός και η τρομοκρατία σε βάρος του. Κοντός ψαλμός…