Μάνος Σκούφογλου
Τέλος εποχής για το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στη Γαλλία. Στο πρόσφατο συνέδριό του εκδηλώθηκε διαπάλη δύο διαφορετικών ρευμάτων, ενός δεξιόστροφου υπό την παλιά ηγεσία κι ενός ριζοσπαστικού με επιμονή στον αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Με νέους όρους τίθεται το ζήτημα της ανεξαρτησίας της επαναστατικής πολιτικής και της ανασυγκρότησης των πολιτικών της οργανώσεων.
Στις 9-11 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε το 5ο συνέδριο του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) της Γαλλίας. Το συνέδριο κατέληξε σε διάσπαση, με την αποχώρηση της παλιάς ηγεσίας, η οποία, παρότι δεν εξασφάλισε την πλειοψηφία, εξακολουθεί να απαιτεί τον τίτλο και τους πόρους του κόμματος. Η διάσπαση του ΝΡΑ σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής για όλη την ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική αριστερά. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η LCR (Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα) διέθετε 3.000 μέλη και έναν μεγάλο κύκλο συμπαθούντων. Στις προεδρικές εκλογές του 2002 και του 2007 πήρε ποσοστά άνω του 4%. Θεωρήθηκε, τότε, ότι ο τρόπος να μονιμοποιηθεί η ευρύτερη επιρροή της ήταν η δημιουργία ενός πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος, μαζί με άλλες τάσεις της επαναστατικής αριστεράς. Με αυτή τη λογική, ιδρύθηκε το ΝΡΑ το 2009. Η αυτοδιάλυση της LCR είχε τελικά καταστροφικά αποτελέσματα. Από το ιδρυτικό συνέδριο έως το 2012 έγιναν τρεις διασπάσεις προς τα δεξιά, με προορισμό το τότε Μέτωπο της Αριστεράς του Μελανσόν, και το πλατύτερο ΝΡΑ κατέληξε σε λίγα χρόνια να έχει τα μισά μέλη από τη LCR. Κατά τη στιγμή της ίδρυσης, ωστόσο, μπορούσε να επικαλεστεί μια δύναμη άνω των 9.000 μελών. Εξάλλου, οι τάσεις που επεδίωκαν ένα παναριστερό αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο ηττήθηκαν και το ΝΡΑ παρέμεινε στη γραμμή της οικοδόμησης μιας ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Το 2012, το 2017 και το 2022 παρουσιάστηκε ανεξάρτητα στις εκλογές, με τον εργάτη της Φορντ Φιλίπ Πουτού. Οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του, ωστόσο, παρέμεναν. Η ηγετική ομάδα του κόμματος ταλαντευόταν εξαρχής ανάμεσα στην ανεξάρτητη οικοδόμηση που εφάρμοζε στη Γαλλία και στην υποστήριξη «πλατιών» ρεφορμιστικών κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos, διεθνώς. Τελικά, oι αντιφάσεις εκδηλώθηκαν και στη Γαλλία, στις δημοτικές εκλογές του 2020. Στο Μπορντό, ο Πουτού εμφανίστηκε ως επικεφαλής –και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος– κοινού συνδυασμού με το κόμμα του Μελανσόν (την Ανυπότακτη Γαλλία, πλέον), χωρίς αυτό να έχει συζητηθεί καν στα όργανα του κόμματος. Στον αντίποδα, οι αριστερές αντιπολιτευτικές τάσεις εντός του κόμματος ενισχύονταν, έχοντας ισχυρότερη παρουσία στους εργατικούς αγώνες και στη νεολαία.
Η συζήτηση για τις προεδρικές εκλογές του 2022 ήταν εμφανές ότι θα σηματοδοτούσε πολιτικές εξελίξεις στο ΝΡΑ. Η παλιότερη πλειοψηφία πρότεινε μια τρίτη υποψηφιότητα Πουτού. Οι δε αριστερές αντιπολιτεύσεις, με πρωτοβουλία της τάσης Αντικαπιταλισμός και Επανάσταση (A&R), επεδίωξαν να προτείνουν μια εναλλακτική κοινή υποψηφιότητα. Η διαδικασία ξεκίνησε με καλές προοπτικές, αλλά κλονίστηκε όταν η τάση CCR ανακοίνωσε ξαφνικά την υποψηφιότητα του μέλους της Ανάς Καζίμπ για τις προεδρικές εκλογές. Η δικαιολογημένη αντίδραση όλων των υπόλοιπων ρευμάτων οδήγησε στην αποχώρηση του CCR, κυρίως όμως στο να χαθεί η σίγουρη ευκαιρία για μια αριστερή πλειοψηφία στο κόμμα. Επικράτησε έτσι η υποψηφιότητα Πουτού, με τις αριστερές τάσεις να στηρίζουν εν τέλει την καμπάνια του, στον βαθμό που τουλάχιστον εκπροσωπούσε μια αντικαπιταλιστική εναλλακτική. Η κοινή καμπάνια δεν άμβλυνε τις διαφορές. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήγειρε νέες εντάσεις, με τις αριστερές αντιπολιτεύσεις να αντιτάσσονται στη θέση της σχετικής πλειοψηφίας, που υποστήριζε την παράδοση όπλων στο Κίεβο από τη Δύση. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, η σχετική πλειοψηφία στήριξε το NUPES, το νέο πλατύ λαϊκό μέτωπο του Μελανσόν, στο οποίο συμμετέχουν επίσης το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Πράσινοι – αντιθέτως, η αριστερά του κόμματος παρουσίασε, όπου μπορούσε, τους δικούς της ανεξάρτητους αντικαπιταλιστές υποψηφίους.
Οι αριστερές τάσεις εντός του κόμματος ενισχύονταν, με ισχυρότερη παρουσία σε εργατικούς αγώνες και νεολαία
Στον απόηχο αυτών των διαιρέσεων διοργανώθηκε το 5ο συνέδριο, στο οποίο διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις: η πρώην πλειοψηφική τάση της ηγεσίας (πλατφόρμα Β), η οποία πρότεινε μια πολιτική «ενιαίου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου» με τον ρεφορμισμό του Μελανσόν∙ η πλατφόρμα Γ, που συνένωνε το μεγαλύτερο τμήμα των αριστερών αντιπολιτεύσεων (A&R, Etincelle, DR κ.α.), επιμένοντας σε ένα ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό σχέδιο∙ και η μικρότερη αριστερή αντιπολιτευτική Πλατφόρμα Α. Στο συνέδριο έλαβαν 48%, 45,5% και 6% αντίστοιχα. Η παραδοσιακή ηγεσία της πλατφόρμας Β, βλέποντας ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πλειοψηφία κι ότι χάνει διαρκώς έδαφος στις νέες ηλικίες, είχε προαναγγείλει τη διάσπαση στα ΜΜΕ, δια στόματος Φιλίπ Πουτού. Αρνήθηκε να μπει σε οποιαδήποτε κοινή διαδικασία ψηφοφορίας και ανακοίνωσε πως συνεχίζει μόνη της το ΝΡΑ – το ειρωνικό είναι πως η διασπαστική αυτή στάση υπήρξε η κατάληξη μιας καμπάνιας που υποτίθεται ότι υπερασπιζόταν την ενότητα του κόμματος ενάντια σε όσους ήθελαν να το κάνουν ομοσπονδία αντιμαχόμενων τάσεων. Η αριστερά του κόμματος, έχοντας επιδιώξει να ολοκληρωθεί κανονικά το συνέδριο, διεκδικεί δικαίως τη συνέχεια του ΝΡΑ. Το βέβαιο είναι πως αποτελεί σαφώς σημαντικότερο μέγεθος για την ταξική πάλη στη χώρα.
Η διάσπαση του ΝΡΑ ολοκληρώνει τον κύκλο των αντικαπιταλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, κομμάτων ή μετώπων που προέκυψαν τα πρώτα χρόνια του αιώνα, στο περιβάλλον της σχετικής ανόδου των αγώνων από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και μετά. Τα κόμματα αυτά εκπροσώπησαν μια πραγματική στιγμή στην ανάπτυξη της συνείδησης των εργαζομένων και καταπιεσμένων∙ ταυτόχρονα, όμως χαρακτηρίστηκαν από αμφιταλαντεύσεις μεταξύ της ανεξάρτητης οργάνωσης των επαναστατικών δυνάμεων και της σύμπραξης με τον ρεφορμισμό. Υπό το βάρος των πρακτικών στρατηγικών διλημμάτων των επόμενων χρόνων, είτε απορροφήθηκαν από τον ρεφορμισμό (Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, Μπλόκο στην Πορτογαλία, Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία), είτε διασπάστηκαν (ΝΡΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Οι αριστερές πτέρυγες αυτής της διαδικασίας, ωστόσο, με τη δύναμη των συγκεκριμένων εμπειριών της εποχής της κρίσης, μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα για ένα νέο παράδειγμα αντικαπιταλιστικών επαναστατικών κομμάτων – το οποίο θα πρέπει να οργανωθεί και σε διεθνή κλίμακα.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 30-12-2022