Αιμιλία Καραλή
Μοναδικός και πολύ συχνά μόνος –ο ξενήτης της «Αιωνιότητας»– απευθύνθηκε σε όλους και κυρίως τους «συνενόχους» του, όπως αποκαλούσε τους θεατές του. Τους κάλεσε να στοχαστούν την ιστορία, την εξουσία, την ποίηση και την επανάσταση.
Πέρασαν 11 χρόνια από τότε που πέθανε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι άνθρωποι οι οποίοι απαξίωναν τον σκηνοθέτη, όταν ήταν εν ζωή, φέρνοντας –και καλά– παραδείγματα από ταινίες του, που απλώς αποδείκνυαν ότι δεν είχαν δει ποτέ τους καμία, εκφράζουν πλέον τον θαυμασμό τους για τον «ποιητή των εικόνων». Πλήθος επαινετικές και νοσταλγικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (πολλές ανακριβείς), με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, δημιούργησαν την αίσθηση ότι οι ταινίες του, όταν προβάλλονταν, «έσπαγαν τα ταμεία». Και ξέρουμε καλά ότι αυτό δεν συνέβαινε στην Ελλάδα. Ας υποθέσουμε όμως ότι κάτι άλλαξε σε αυτόν τον τόπο και με κάποιο τρόπο πολύ περισσότεροι άνθρωποι γνώρισαν το έργο του! Δεν είναι η πρώτη φορά που, ιδιαίτερα στη χώρα μας, πρέπει να πεθάνει ένας καλλιτέχνης για να αναγνωριστεί η αξία του. Λίγοι είναι οι τυχεροί –και σχεδόν καμία τυχερή– που γνώρισαν την αναγνώριση κοινού και κριτικής όσο ζούσαν.
Είναι πάντως ενδιαφέρον το γεγονός ότι ελάχιστες ήταν οι αναρτήσεις που εστίασαν σε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Αγγελόπουλου, τη σταθερή του προσήλωση στο καλλιτεχνικό του όραμα· την αφοσίωση και το πείσμα του στο να μην «επιβιβάζεται σε καράβια άλλων» και να επιμένει: «Δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας». Αρνιόταν να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί προκειμένου να κερδίσει «τον έπαινο του δήμου και της αγοράς». Μοναδικός και πολύ συχνά μόνος –ο ξενήτης της «Αιωνιότητας»– απευθύνθηκε σε όλους και κυρίως τους «συνενόχους» του, όπως αποκαλούσε τους θεατές του. Τους κάλεσε να στοχαστούν την ιστορία, την εξουσία, την ποίηση και την επανάσταση. Το βάθος της πολύμορφης παιδείας του και τα βιώματά του ήταν πάντα το υπόβαθρο για να αναπτυχθούν τα πλάνα του· πλάνα που ακόμη κι αν θεματικά αναφέρονταν στο παρελθόν, αφορούσαν το παρόν και το μέλλον. Γιατί πώς θα εξηγήσεις το παρόν και θα διαμορφώσεις το μέλλον, αν δεν δεις τις ρίζες τους; «Το φρουτόδεντρο που φρούτα δεν κάνει / το ονομάζουνε στείρο./ Ποιος το χώμα εξετάζει;», έγραφε ο Μπρεχτ. Και ο Αγγελόπουλος ανέτεμνε αυτό το «χώμα». Αυτό αναπαριστούσε, απεικόνιζε, αποκάλυπτε.
Το έργο του Αγγελόπουλου ήταν η αυτοτελής πρόταση μιας μεγάλης αφήγησης, που ένωνε τις πολλές μικρές αφηγήσεις των «από κάτω» σε μια ενιαία προοπτική
Ένα από τα πολύτιμα, λοιπόν, στοιχεία που μας κληροδότησε ο σκηνοθέτης είναι η σταθερή πίστη, ελπίδα και μάχη για τη δυνατότητα «καρποφορίας» ενός σταθερού μοτίβου του έργου του: του «γαλάζιου δένδρου»· ή και τη δυνατότητα πλεύσης του «γαλάζιου καραβιού». Εκείνων που καταργούν τη γραμμή των οριζόντων και ενώνουν γη, ουρανό, θάλασσα· εκείνων που εξακολουθούν να προσδοκούν και να παλεύουν καθημερινά για να γίνει τόπος η ουτοπία, παρά τις αντιξοότητες, παρά τις τρικυμίες.
Θυμόμαστε ότι ποτέ ο Αγγελόπουλος δεν απάντησε σε κανέναν παρά –ακόμη και– τους χλευασμούς που δέχτηκε για τις αισθητικές και γι’ αυτό ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις του. Ποτέ δεν τον πτόησαν τα ανεκδοτάκια για τα αργά του πλάνα –πού να καταλάβει ο άσχετος τη διαφορά του αργού από το μεγάλο πλάνο– και τον συμπυκνωμένο, ποιητικό του λόγο. Αντίθετα, γελούσε πρώτος με αυτά, γιατί γνώριζε ότι πολλοί είναι αυτοί που αυτάρεσκα θεωρούν ότι ο κόσμος περιορίζεται στα δικά τους μέτρα. Ποτέ δεν απάντησε γιατί ποτέ δεν εξάρτησε την τέχνη του από τον λόγο των άλλων. Το περιεχόμενό της ήταν και η μορφή της. Ήταν η αυτοτελής πρόταση μιας μεγάλης αφήγησης που ένωνε τις πολλές μικρές αφηγήσεις των «από κάτω» σε μια ενιαία προοπτική. Έθετε τα δικά του ερωτήματα, με τη δική του γλώσσα, χωρίς να αναπαράγει έναν λόγο αμυντικό και εξαρτημένο από τον λόγο των κυρίαρχων.
Το έργο του Αγγελόπουλου είναι συνολικά ένα πολύπλευρο μάθημα, μια πολιτική και φιλοσοφική αλληγορία, σαν εκείνες που έκανε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του· με μια τελείως αντίθετη οπτική βέβαια. Γι’ αυτό δεν έκανε ποτέ το «ταξίδι» άλλων.