Χρίστος Κρανάκης
Πάνω από μια δεκαετία αργότερα, παρότι η μνήμη της εξέγερσης δεν έχει «ξεθωριάσει», η πορεία των χωρών του αραβικού κόσμου δείχνει πως απαιτείται μια νέα… «άνοιξη», αυτή τη φορά πιο συγκροτημένη και με ανώτερο στρατηγικό περιεχόμενο
Στο εξευτελιστικό για το πολιτικό σύστημα της Τυνησίας ποσοστό του… 8,8% σταμάτησε η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές-παρωδία που διοργάνωσε ο συντηρητικός πρόεδρος Κάις Σάγεντ. Όπως φάνηκε, ο λαός γύρισε μαζικά την πλάτη στον άνθρωπο που επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης και, σε μεγάλο βαθμό, κατάφερε να σβήσει το όνειρο του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού της χώρας. Την ίδια στιγμή, σύσσωμη η αντιπολίτευση απαιτεί επανάληψη της διαδικασίας.
Οι σύγχρονες συνθήκες είναι ενδεικτικές για τις αιτίες που οδήγησαν στον πολιτικό αυτό «σεισμό».
Ο 64χρονος Σάγεντ εξελέγη πρόεδρος ως ανεξάρτητος το 2019 και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση έναντι των αντιπάλων του, που πρόσκειντο είτε σε ισλαμικά κόμματα είτε σε «κοσμικά» μορφώματα, καταφέρνοντας να συσπειρώσει ένα ευρύ και ποικιλόμορφο φάσμα πολιτών που αγωνιούσαν για την κατάληξη της Αραβικής Άνοιξης, η οποία γεννήθηκε στην Τυνησία το 2010. Αξίζει να σημειωθεί πως η συμμετοχή στις τότε εκλογές ανήλθε στο 55%. Η ανάδειξή του σε ισχυρό άντρα της χώρας προς στιγμήν θεωρήθηκε πως θα αποτελούσε μια θεσμική συνέχεια της επανάστασης, με τον ίδιο να κηρύσσει τον «πόλεμο» στην πολιτική τάξη, τους θεσμούς και τις ελίτ και να υπόσχεται πως (επιτέλους) ο λαός και κυρίως οι νέοι θα αναλάβουν τα πολιτικά ηνία της χώρας.
Οι ελπίδες δεν άργησαν να διαψευστούν, καθώς μόλις το 2021 ο Σάγεντ ανέστειλε τη λειτουργία του κοινοβουλίου και έπαυσε την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Χισάμ Μασίσι. Πλήθος κόσμου, σε διάφορες πόλεις της Τυνησίας, αψήφησε τις απαγορεύσεις και ζήτησε την προκήρυξη εκλογών, χωρίς όμως αυτός να υποχωρήσει. Τουναντίον, ένα χρόνο μετά, προχώρησε σε νέα αντιδημοκρατικά μέτρα, καλώντας σε «δημοψήφισμα» για αναθεώρηση του συντάγματος. Παρά τον επικοινωνιακό «κοινωνικό διάλογο», επί της ουσίας επρόκειτο για την παράδοση στον ίδιο του απόλυτου ελέγχου της χώρας, ορίζοντας πως θα μπορεί μονομερώς να διορίζει πρωθυπουργό και υπουργικό συμβούλιο και να ελέγχει το δικαστικό σώμα. Σε εκείνο το δημοψήφισμα, πάνω από το 90% τάχθηκε υπέρ, με τη συμμετοχή όμως να μην ξεπερνάει το 31%!
Εν συνεχεία, το 2022 ο Σαγέντ προχωρά στη θέσπιση νέου εκλογικού νόμου που χαρίζει νέες υπερεξουσίες στον πρόεδρο (δηλαδή στον ίδιο), αναγκάζοντας πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης να υποσχεθούν πως ουδέποτε θα συμμετάσχουν σε εκλογές υπό αυτό το νομικό καθεστώς. Καθ’ όλη τη διάρκεια των παραπάνω αντιδημοκρατικών εκτροπών, ο λαός της Τυνησίας προσπάθησε να αντιδράσει με διαδηλώσεις και πολλές φορές με συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό. Ελλείψει όμως μιας ανώτερης πολιτικής εκπροσώπησης που θα μπορούσε να συνδέσει τους αγώνες του τώρα με εκείνους του 2010, το «προπύργιο» της Αραβικής Άνοιξης φαίνεται να πέφτει.
Εκλογές-παρωδία και κρίση διαρκείας στη χώρα όπου γεννήθηκε το ρεύμα που σάρωσε τον αραβικό κόσμο
Το πολιτικό πλήγμα θα είναι μεγάλο για ένα από τα πλέον σημαντικά εξεγερτικά γεγονότα του 21ου αιώνα. Η Τυνησία αποτέλεσε το παράδειγμα για πολλές χώρες του αραβικού κόσμου, όταν η οργή που ξεσήκωσε η αυτοπυρπόληση ενός μικροπωλητή φρούτων, επειδή για πολλοστή φορά έπεσε θύμα κακομεταχείρισης από την αστυνομία και παράλογης κατάσχεσης της πραμάτειας του, κάλυψε ολόκληρη τη χώρα. Μέσα σε λίγες ώρες η Τυνησία τυλίχτηκε στις φλόγες, με τον λαό να ζητάει άμεσα πολιτικές/κοινωνικές αλλαγές και τόνωση του βιοτικού του επιπέδου. Η τότε κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς να τερματίσει τις διαδηλώσεις, με το κίνημα όμως να μην υποκύπτει και να καταφέρνει εντέλει να σύρει τον πρόεδρο Μπεν Άλι σε παραίτηση και στη διαφυγή του στη Σαουδική Αραβία.
Ο κύκλος που ξεκίνησε η Τυνησία «κυοφόρησε» εξεγέρσεις σε αρκετές μουσουλμανικές χώρες. Σε κάποιες οι διαδηλώσεις καταστάλησαν μονομιάς με τη χρήση βίας, σε άλλες οδήγησαν στην άνοδο θρησκευτικών-συντηρητικών ρευμάτων και, τέλος, σε άλλες οδήγησαν σε σημαντικές (ημιτελείς βέβαια) κατακτήσεις. Πάνω από μια δεκαετία αργότερα, παρότι η μνήμη της εξέγερσης δεν έχει «ξεθωριάσει», η πορεία των χωρών του αραβικού κόσμου δείχνει πως απαιτείται μια νέα… «Άνοιξη», αυτή τη φορά πιο συγκροτημένη και με ανώτερο στρατηγικό περιεχόμενο.