Χρίστος Κρανάκης
▸ Ευρωκοινοβούλιο και Κομισιόν υπόσχονται αλλαγές. Τόσα χρόνια, όμως, «κλείνουν το μάτι» στα μεγάλα συμφέροντα
Ο όρος «lobbying» συναντάται όλο και περισσότερο στη σύγχρονη πολιτική. Κοινώς, περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία μια ομάδα ανθρώπων παρακολουθεί τη χάραξη της δημόσιας πολιτικής και επεμβαίνει σε αυτήν προς όφελός της, συνήθως χρησιμοποιώντας μοχλούς πίεσης προς τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ως συνηθέστερο παράδειγμα αναφοράς χρησιμοποιείται η βιομηχανία όπλων στις ΗΠΑ, η οποία, ασκώντας πίεση σε ΜΜΕ και πολιτικούς, καταφέρνει τη διατήρηση του νόμου περί οπλοφορίας σε δεκάδες πολιτείες.
Μπορεί για τους «δημοκρατικούς» Ευρωπαίους, η βαθιά διασύνδεση των λόμπι με τους πολιτικούς/κρατικούς φορείς στις ΗΠΑ να θεωρείται κατακριτέα και να υποτιμάται συχνά ως αμερικανική ιδιαιτερότητα, αλλά εάν σκάνδαλα όπως το Κατάρ-γκέιτ έχουν ένα θετικό στοιχείο, αυτό είναι ότι υπενθυμίζουν πως ακόμα και το «προπύργιο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας», το Ευρωκοινοβούλιο, αποτελεί μια «αρένα» σύγκρουσης ενδοαστικών συμφερόντων με «μονομάχους» τους εκλεγμένους από τους λαούς βουλευτές. Με την ιταλική Corriere della Sera να αποκαλύπτει πως στις Βρυξέλλες δραστηριοποιούνται τουλάχιστον 13.000 εταιρείες που κάνουν lobbying (περίπου 48 χιλιάδες άνθρωποι) και τον οργανισμό Transparency International EU να αναφέρει πως τουλάχιστον 7.500 επισήμως αναγνωρισμένοι λομπίστες δραστηριοποιούνται εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γίνεται φανερό πως μάλλον έφτασε ο καιρός να πέσουν οι μάσκες.
Το Κατάρ-γκέιτ δεν είναι η αρχή, ούτε είναι σαφές γιατί «συγκλόνισε» κάποιους από τους συναδέλφους της Καϊλή! Το ιστορικό των σκανδάλων (λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατων), άλλωστε, δεν θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί τόσο εύκολα. Το –όχι και τόσο μακρινό– 2011, ο Ρουμάνος Αντριάν Σεβερίν, αντιπρόεδρος της σοσιαλιστικής παράταξης, ο Σλοβένος Ζόραν Τάλερ, μέλος της ίδιας ομάδας και ο Αυστριακός Ερνστ Στράσερ, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, πιάστηκαν στα «πράσα» να αποδέχονται χρηματισμό από δημοσιογράφους των Sunday Times, που υποδυόντουσαν τους λομπίστες, ώστε να υπερασπιστούν συγκεκριμένες νομοθετικές τροπολογίες. Αλλά και πιο πρόσφατα, πριν μερικούς μήνες, το σκάνδαλο με τα Uber files είχε αναδείξει την χαρακτηριστική ευκολία με την οποία –επιχειρηματικά στη συγκεκριμένη περίπτωση– λόμπι βρήκαν πρόσβαση στα υψηλότερα θεσμικά κλιμάκια της ΕΕ. Με την υπόθεση να μην έχει ακόμα τελεσιδικήσει, υπενθυμίζεται ο ορυμαγδός καταγγελιών για την τότε επίτροπο ψηφιακής πολιτικής της ΕΕ, Νέλι Κρουζ, και τις άνω των εκατό συναντήσεις της UBER με δημόσιους αξιωματούχους, πολλοί εκ των οποίων εκπρόσωποι θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Τα λόμπι είναι άρρηκτα δεμένα με τον ίδιο τον χαρακτήρα της ΕΕ του κεφαλαίου. Αυτός δεν μπορεί
να αλλάξει, άρα κι αυτά δεν θα πάψουν να υπάρχουν
Εάν όμως τα παραπάνω αποτελούν την «παράνομη» πλευρά των λόμπι εντός της ευρωβουλής, υπό μία έννοια, περισσότερο ενδιαφέρον έχει να σταθούμε στη «νόμιμη». Ήδη από το 2006, ακαδημαϊκοί και οργανώσεις είχαν σημάνει συναγερμό για την ολοένα και πιο αυξημένη παρουσία των λόμπι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όσο η ΕΕ απορροφούσε αρμοδιότητες από τα κράτη-μέλη και αποκτούσε ανώτερη νομοθετική και ελεγκτική εξουσία τόσο πιο ελκυστική γινόταν για τους λομπίστες. Η κατάσταση με τα χρόνια εκτροχιάστηκε. Με τη δικαιολογία ότι η ευρωβουλή είναι υπεύθυνη για την χάραξη και ψήφιση νομοθετικών προτάσεων που θα λαμβάνουν υπόψιν τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά κάθε κράτους-μέλους, άρα απαιτεί τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση σε πληροφορίες, οι λομπίστες καλέστηκαν να παρευρίσκονται και να συμμετάσχουν σε κάθε είδους επιτροπή του κοινοβουλίου με την αρμοδιότητα του «ειδικού». Πλέον, οι συνεδριάσεις, τα «γεύματα» και άλλες συναντήσεις μεταξύ εκπροσώπων των λόμπι και μελών του ευρωκοινοβουλίου βρίσκονται στην καθημερινή ατζέντα. Ενδεικτικά είναι τα όσα κατέγραψε το Transparency International EU αποκλειστικά για το έτος 2014-2015: 7.084 συναντήσεις αξιωματούχων της Κομισιόν (όχι του ευρωκοινοβουλίου), 75% από αυτές με εκπροσώπους εταιρειών και της βιομηχανίας, τουλάχιστον 25.000 λομπίστες ασχολούνται αποκλειστικά με ζητήματα της ΕΕ, τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ δαπανήθηκαν για τέτοιες δραστηριότητες.
Στο σημείο αυτό, αρκεί να σκεφτούμε τι γίνεται σήμερα, πολλώ δε μάλλον πόσες συναντήσεις δεν καταγράφονται.
Μετά τη διαπόμπευση των ευρωπαϊκών θεσμών με το Κατάρ-γκέιτ, το ευρωκοινοβούλιο δεσμεύτηκε πως θα σκληρύνει τη στάση του αναφορικά με το ποιος έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του και τις συναντήσεις μεταξύ πολιτικών και λόμπι. Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι εάν αυτό θα επιτευχθεί. Αλλά εάν υπάρχει λογικός άνθρωπος που πιστεύει πως μια τόσο σάπια δομή, όπως η ΕΕ, μπορεί να αλλάξει έστω και λίγο…
Το Κατάρ-γκέιτ,είναι η κορυφή του παγόβουνου
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σημείωσε τα τελευταία χρόνια άλλη μια «επιτυχία» στον συγκεκριμένο τομέα. Μέχρι το 2010 περίπου, το φαινόμενο που ήταν σύνηθες στις ΗΠΑ, κατά το οποίο πρώην πολιτικοί έπαιρναν «μεταγραφή» σε εταιρείες λόμπι, στην Ευρώπη σπάνιζε. Τώρα όμως, η ΕΕ μπορεί να περηφανεύεται πως δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει τους υπερατλαντικούς συμμάχους της. Ενδεικτικά, το 30% των επιτρόπων της ΕΕ μέχρι το 2014, πλέον «βγάζει το ψωμί» του σε ανάλογες δραστηριότητες.
Τρανταχτά παραδείγματα είναι ο πρώην προέδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο πρώην επίτροπος Ενέργειας, Γκίντερ Έτινγκερ και η «δική μας» πρώην επίτροπος Ναυτιλείας και Αλιείας Μαρία Δαμανάκη.
Ακόμα πιο εξοργιστικό, όμως, είναι το νομοθετικό πλαίσιο που περιβάλλει –ή μάλλον δεν περιβάλλει– τις δραστηριότητες των λόμπι. Οι κανόνες διαφάνειας που παρουσιάστηκαν τον Ιανουάριο του 2019 ανάγκαζαν μόνο τους προέδρους και τους εισηγητές των επιτροπών να ανακοινώνουν τις συναντήσεις τους με λομπίστες και μάλιστα μόνο εάν αφορούσαν συγκεκριμένο νομοθετικό ζήτημα για το οποίο ήταν υπεύθυνη η επιτροπή. Σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι στο χέρι του ευρωβουλευτή να ανακοινώσει το εάν και πόσες φορές συναντήθηκε με κάποιον λομπίστα. Το αποτέλεσμα; Από το 2019 μόνο το 48% των ευρωβουλευτών έχει δεχτεί να δημοσιεύει συναντήσεις του με λόμπι, ενώ παρεμπιπτόντως αυτές ξεπερνούν τις 12.000.