Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸Απολύτως ευθυγραμμισμένα με τα όρια της ΕΕ τα προεκλογικά προγράμματα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ
Το «απολιτίκ» και «φιλήσυχο» κέντρο διαμορφώνεται ως ο βασικός στόχος των δύο πόλων της αστικής διαχείρισης (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), καθώς εκπνέει το 2022 και μπαίνουμε στην προεκλογική νέα χρονιά. Αυτά σε ένα κλίμα που το σύστημα δεν «βλέπει» ακόμη την απάντηση στο ερώτημα του ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση, με τον εκλογικό νόμο και τα δύο συστήματα των διαδοχικών καλπών να διατηρούν ακόμη πιο θολό το τοπίο.
Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, οι τελευταίες προσπάθειες να εμφανιστεί η κυβέρνηση ως «λαϊκή», που φορολογεί διυλιστήρια προκειμένου να επιδοτήσει νοικοκυριά με το περίφημο «food pass», αποτελούν μια επικοινωνιακή κίνηση προσεταιρισμού των ψηφοφόρων του κέντρου. Σε πολιτικό όμως επίπεδο το Μέγαρο Μαξίμου θα συνεχίσει να πιέζει τον Νίκο Ανδρουλάκη αξιοποιώντας τα «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων του, παρουσιάζοντας το ΠΑΣΟΚ ως υποψήφιο «δεκανίκι» της Κουμουνδούρου. Αυτόν άλλωστε τον σχεδιασμό υπηρέτησε και η φράση «σοσιάλ-Καμμένος» που χρησιμοποίησε στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να χαρακτηρίσει τον Νίκο Ανδρουλάκη. Στη Νέα Δημοκρατία –αν και πιέζονται ιδιαίτερα στα δεξιά τους– θεωρούν τον συγκεκριμένο χώρο καθοριστικό για το εκλογικό αποτέλεσμα. Πάντως, οι σχέσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν αναμένεται να καθοριστούν μόνο στο προσκήνιο αλλά και με πιέσεις μέσω επιχειρηματικού παρασκηνίου, με δεδομένες τις σχέσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, καθόλου δεν κρύβει την πρόθεσή του να επιτύχει μια προγραμματική συμφωνία με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται ακόμη να υπάρχει σταθερός δίαυλος συνεννόησης ανάμεσα στα επιτελεία της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη. Στη βάση αυτή, η αξιωματική αντιπολίτευση θα συνεχίσει να πιέζει στη λογική του «δεξιά-αντιδεξιά», προκειμένου στην προεκλογική περίοδο να αλιεύσει ψήφους από τον χώρο και μετεκλογικά να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση, αν και μόνον αν, επιτύχει να είναι πρώτο κόμμα. Κάτι που για την ώρα δεν προκύπτει δημοσκοπικά. Παράλληλα, έχει εδώ και μήνες εκπονήσει θέσεις «επαναπροσέγγισης» με τη λεγόμενη «μεσαία τάξη». Για τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, μια προγραμματική συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ θα αποτελέσει μία εξαιρετική «δικαιολογία», προκειμένου να διαμορφώσει ένα ακόμη πιο «συστημικό» διακυβερνητικό πρόγραμμα, μιας και σε μια τέτοια διαπραγμάτευση θα υπάρξουν συμβιβασμοί.
Τον τρίτο πόλο και αστάθμητο παράγοντα της πολιτικής εξίσωσης αποτελεί προφανώς το ΠΑΣΟΚ. Η Χαριλάου Τρικούπη δίνει τη «μάχη του μεγαλύτερου δυνατού ποσοστού» και στην προεκλογική διαδικασία θα διατηρήσει το στίγμα της «διμέτωπης» κριτικής. Στο ΠΑΣΟΚ ευελπιστούν, στο καλύτερο σενάριο, σε ένα ποσοστό τής τάξης του 15%, το οποίο ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει αποκαλέσει «καλό διψήφιο ποσοστό». Με μία τέτοια επίδοση θεωρεί ότι θα μπορέσει να διαπραγματευθεί από καλύτερες θέσεις τον παραπληρωματικό ρόλο που μπορεί να έχει σε ένα κυβερνητικό σχήμα.
Η συνολική εικόνα, λοιπόν, παραπέμπει σε ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό. Δίχως όμως να υφίσταται καμία ρευστότητα στα «όρια» των πολιτικών που θα ασκηθούν. Οι προγραμματικές προτάσεις που θα παρουσιάσουν σύντομα και τα τρία προαναφερόμενα κόμματα θα έχουν διαφορές «στα σημεία», ενώ θα συγκλίνουν σχεδόν απόλυτα στα δημοσιονομικά δεδομένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο προγράμματα που κατέθεσαν στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν ακριβώς την ίδια κοστολόγηση: 5,6 δισ. Δείγμα του ότι κινούνται εντός της οριοθέτησης που καθορίζεται από ΕΕ και την απαίτηση επιστροφής στους προϋπολογισμούς των δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Θέση με την οποία φυσικά δεν διαφωνεί ούτε το ΠΑΣΟΚ.