Παναγιώτης Μαυροειδής
▸Οι δύο ανάγκες του συστήματος που οδηγούν εκεί
Ο ανοικτός πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας/ΝΑΤΟ και Ρωσίας διαρκεί ήδη πάνω από 300 μέρες, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και πολύ μεγάλες καταστροφές. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι εξελίξεις στην Ταϊβάν και αλλού, αποτελούν εκδηλώσεις μιας αναμφισβήτητης πραγματικότητας: Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει εξαιρετική «ανάγκη» να βαδίσει τον δρόμο του πολέμου και ας διακηρύσσει το ακριβώς αντίθετο
Σε πολλούς φαίνεται λογικός ο εξής συλλογισμός: «Είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που έκανε επιβεβλημένη τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή με την είσοδο Σουηδίας και Φιλανδίας στην ατλαντική συμμαχία». Για άλλους, το πράγμα είναι διαφορετικό: «Είναι η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα Ανατολικά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, που ανάγκασε τη Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία για να προστατεύσει τον εαυτό της». Με βάση αυτή τη συλλογιστική με απουσία του πρώτου σκέλους εξελίξεων κατά περίπτωση, δε θα υπάρχει η «απόφαση» για το δεύτερο (και κάπως οδυνηρό αλλά μοιραίο) σκέλος γεγονότων.
Είναι όμως οι εσωτερικές δυναμικές του σύγχρονου καπιταλισμού, πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο και της «ανάγκης» για διαρκή επέκταση χώρου και πεδίου κερδοφορίας, που οδηγούν στο ξέσπασμα των πολέμων και όχι κάποια πολιτική «επιλογή». Η εγγενής αυτή τάση είναι ανεξάρτητη από αυτή ή την άλλη αφορμή, του «ποιος άρχισε χειρών αδίκων» ή του ποιος είναι «επιτιθέμενος» ή «αμυνόμενος».
Πριν ακόμη και από την εμφάνιση του καπιταλισμού, οι πόλεμοι δεν γίνονταν για «σημαίες» ή για κάποια «ωραία Ελένη», όπως θέλει η μυθολογία. Δεν αποσκοπούσαν αόριστα στην κατάκτηση νέων «εδαφών», αλλά συνδέονταν με την οικονομία μέσω της κατάκτησης πόρων, εμπορικών δρόμων, αλλά και πληθυσμών προς εκμετάλλευση. Οι άρχουσες τάξεις αναζητούσαν διευρυμένα πεδία οικονομικής και πολιτικής εξουσίας τους.
Με την εμφάνιση και «ωρίμανση» του καπιταλισμού, η δυναμική της καπιταλιστικής επέκτασης συμπύκνωνε εκρηκτικά -με σταθμούς τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις καθώς και τους μεγάλους πολέμους- το αιώνιο δίπολο: Από τη μια, τάση για καπιταλιστική διεθνοποίηση και από την άλλη θανάσιμος ανταγωνισμός. Η περιγραφή από τον Λένιν αυτού του ώριμου (για εκείνη την εποχή) καπιταλισμού με τον όρο ιμπεριαλισμός, δεν περιέγραφε μόνο και κυρίως την τάση για κατακτήσεις από μεριάς των ισχυρών χωρών. Το φαινόμενο αυτό ήταν υπαρκτό και σε προηγούμενα στάδια από τον ιμπεριαλισμό, αλλά και πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Περιέγραφε όμως με ακρίβεια τη μετάβαση του καπιταλισμού ως συνολικό σύστημα, σε ένα νέο στάδιο, αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο οικονομικός ανταγωνισμός, ως κινητήρας των ανταγωνισμών γενικά, αλλά και «γεννήτρια» παραγωγής των πολέμων αποκτούσε νέα διάσταση. Στο πλαίσιο αυτό η ετερογένεια ήταν δεδομένη: «Κατεστημένοι» κυρίαρχοι ιμπεριαλισμοί που υπεράσπιζαν την κυριαρχία τους και «ανερχόμενοι» επιθετικοί ιμπεριαλισμοί που αναζητούσαν την ανατροπή της παλιάς τάξης πραγμάτων, ύφαιναν τον ιστό των πολέμων. Εξαιρετικά «διαφορετικοί», αλλά θανάσιμα και εξίσου δολοφονικοί στη διαπάλη μεταξύ τους, με τους εργάτες και ειδικά τους νέους να μετατρέπονται σε «κρέας για τα κανόνια».
Ο θανάσιμος ανταγωνισμός έχει οξυνθεί στο έπακρο, με εμφανή τάση αποκρυστάλλωσης σε αντίπαλα μπλοκ και ροπή προς γενική πολεμική ανάφλεξη
Εδώ και καιρό βρισκόμαστε σε ένα νέο στάδιο του (ολοκληρωτικού πλέον) καπιταλισμού, όπου τόσο η εμβάθυνση σε όλους τους τομείς και διεθνική επέκταση του, όσο και ο θανάσιμος ανταγωνισμός έχουν οξυνθεί στο έπακρο, με εμφανή τάση αποκρυστάλλωσης σε αντίπαλα μπλοκ και ροπή προς γενική πολεμική ανάφλεξη. Η ηγεμονία των ΗΠΑ και γενικά του «δυτικού» μπλοκ αμφισβητείται πρωτίστως στο πεδίο της οικονομίας από την Κίνα αλλά και σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο μέσω του υπό διαμόρφωση άξονά της όχι μόνο με τη Ρωσία, αλλά και άλλες, νέες καπιταλιστικές δυνάμεις που ισχυροποιούνται.
Δεν είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία ή οι εξελίξεις στην Ταϊβάν που δημιουργούν την τάση για τον πόλεμο, παρότι αναμφίβολα την επιταχύνουν και κυρίως αυξάνουν τη ροπή προς τη διαμόρφωση των μπλοκ. Αντίθετα, αποτελούν εκδηλώσεις μιας αναμφισβήτητης πραγματικότητας ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει εξαιρετική «ανάγκη» να βαδίσει τον δρόμο του πολέμου και ας διακηρύσσει το ακριβώς αντίθετο.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι μετοχές των Lokheed, Raythcon και άλλων στρατιωτικών εταιρειών εκτοξεύτηκαν. Όμως, ας πάμε προς τα πίσω τον χρόνο. Μετά τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2007-2009 έχουμε τετραπλασιασμό του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Οι πολεμικές δαπάνες από το ήδη υψηλό επίπεδο των 1,5 τρις το χρόνο, εκτοξεύτηκαν σε 2 τρις το 2022. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ήδη προϋπολογίσει δαπάνες 800 δισ. δολαρίων για το 2021. Η Ρωσία, δύναμη πολύ κατώτερη οικονομικά, αλλά με κρίσιμη θέση σε ενέργεια και πολύτιμα μέταλλα, έχει διαμορφώσει μεγάλη ποικιλία συμβατικών και πυρηνικών όπλων (που τα δοκιμάζει στις στρατιωτικές αλλά και πολιτικές υποδομές της Ουκρανίας), ενώ η Κίνα ανέρχεται ταχύτατα στρατιωτικά με άμεσο στόχο να πλήξει την κυριαρχία των ΗΠΑ στη Νότια και Ανατολική Ασία.
«Οι ευτυχισμένες μέρες είναι εδώ (…). Η αύξηση της δραστηριότητας της πολεμικής βιομηχανίας, θα ανυψώσει τα άλλα σκάφη της οικονομίας», εκτιμούσε το Politico τον περασμένο Μάρτιο.
Πράγματι, η τάση προς τον πόλεμο απαντάει σε δύο «ανάγκες». Από τη μια, υπάρχει η προσδοκία για ανάταξη της κερδοφορίας μέσω του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και γενικά αναζήτηση διεξόδων για τα υπερ-συσσωρευμένα κεφάλαια. Μη ξεχνάμε ότι η κρίση του 2007-2009 δεν έκανε κάποια καταστροφή των κεφαλαίων στην έκταση που απαιτούνταν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Σε μια εποχή πολύπτυχης κρίσης καπιταλιστικής κυριαρχίας στα πεδία της οικονομίας, των ελευθεριών, του περιβάλλοντος κλπ. η νομιμοποίηση του συστήματος στα λαϊκά στρώματα έχει θρυμματιστεί, ενώ οι πολιτικές κρίσεις μοιάζουν με τα κεφάλια μιας Λερναίας ύδρας που δύσκολα κόβονται. Στο πλαίσιο αυτό, η κατασκευή του «εξωτερικού εχθρού» (που επιταχύνεται σε συνθήκες πολέμου) είναι αναγκαία για τον πολιτικό έλεγχο της κοινωνικής αγανάχτησης.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η στάση της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς στους σύγχρονους πολέμους του κεφαλαίου δεν αποτελεί μόνο ανάγκη για την ειρήνη και τη ζωή ενάντια στη νεκροφιλία. Αποτελεί ταυτόχρονα και πεδίο όπου θα κριθεί ακριβώς το αν είναι δύναμη ενάντια στον καπιταλισμό και τις αστικές κυβερνήσεις και αν θα βάλει στόχο να αντιπαραθέσει στη στρατηγική της ταξικής συνεργασίας (μέσω της «εθνικής στράτευσης») την ανάγκη της ταξικής πάλης και της διεθνούς αλληλεγγύης εργατών/ιων και των λαών. Ειδικά σε ότι αφορά την αριστερά στην Ελλάδα, Λυδία Λίθο αποτελεί η σύνδεση της αντιΝΑΤΟικής δράσης με τη ρητή καταδίκη του αντιδραστικού ανταγωνισμού των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, χωρίς υπόκλιση σε λογικές «τουρκοφαγίας» και «υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων».