Γιάννης Ελαφρός
Οι τρομερές επιπτώσεις που έχει η έξαρση της ακρίβειας στα εργατικά και λαϊκά νοικοκυριά είναι (και) αποτέλεσμα της πολύχρονης μείωσης των μισθών, ειδικά μετά το κοινωνικό σφαγείο των ευρω-μνημονίων. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 2011, ενώ και ο μέσος μισθός μειώνεται. Συρρίκνωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ τις τελευταίες δεκαετίες. Το αίτημα για μεγάλη αύξηση των μισθών γίνεται κεντρικό πολιτικό ζήτημα.
Κοινωνικό ζήτημα: Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
Σχεδόν δύο μηνιαίους κατώτατους μισθούς χρειάζονται οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας. Όσοι αμείβονται με τον μέσο μισθό χρειάζονται 36 μέρες δουλειάς για τον ίδιο λόγο, σύμφωνα με έρευνα της φιλοΕΕ Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων. Η Ελλάδα είναι στη δεύτερη χειρότερη θέση, μαζί με την Εσθονία και πίσω μόνο από την Τσεχία. Η χώρα μας είναι από τις πρώτες στην ΕΕ σε ανεξόφλητους λογαριασμούς ρεύματος, ενώ πληθαίνουν οι εντολές διακοπής ηλεκτροδότησης.
Από τον Απρίλιο του 2022, όταν ο πληθωρισμός ανέβηκε δυναμικά, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο
-19%! Όσο λιγότερο αμείβεσαι, καθώς δαπανάς όλο τον μισθό σου για να καλύψεις βασικές ανάγκες, η ακρίβεια λεηλατεί μεγαλύτερο μέρος του και ταυτόχρονα σε σπρώχνει προς τη φτώχεια. Όλο και περισσότεροι αντιμετωπίζουν αυτή την απειλή. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο από 750 ευρώ έχουν απώλεια αγοραστικής δύναμης έως και 40%. Στο αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ) η απώλεια κυμαίνεται από 9% έως 14%.
Στις σημερινές συνθήκες, η πάλη του εργατικού κινήματος για μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, τα μεροκάματα, τις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας έρχεται στην πρώτη γραμμή και αποτελεί το βασικό εργατικό-λαϊκό αίτημα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και της επίθεσης του κεφαλαίου. Έχει ιδιαίτερη σημασία όλες οι επιμέρους διεκδικήσεις σε χώρους και κλάδους να συμπυκνώνονται σε ένα πολιτικό αίτημα του εργατικού κινήματος για αυξήσεις στους μισθούς, το οποίο πρέπει να στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις η μαχόμενη και αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Η διαρκής υποτίμηση της εργασίας
Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στη χώρα μας βρίσκονται αντιμέτωποι/ες με την έκρηξη της ακρίβειας και τη νέα επίθεση του κεφαλαίου έχοντας πολύ μικρούς μισθούς, αποτέλεσμα μιας πολύχρονης διαδικασίας απομείωσης των αμοιβών της εργατικής τάξης, με αφετηρία το μνημονιακό σφαγείο κεφαλαίου και ΕΕ. Σήμερα, ο κατώτατος (βασικός) μισθός είναι 713 ευρώ μικτά (610 καθαρά), ακόμα κάτω από το επίπεδο που ήταν πριν 10 και πλέον χρόνια. Τον Φεβρουάριο του 2012 η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, με στήριξη ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, πετσόκοψε τον κατώτατο μισθό από τα 751 ευρώ (μικτά) στα 586, ενώ καθιέρωσε και την προκλητική κατηγορία του υποκατώτατου για τους νέους έως 25 ετών, με 513 ευρώ. Σχεδόν 11 χρόνια μετά, η κυβέρνηση της ΝΔ υπόσχεται να επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ την 1η Μαΐου 2023… Το γεγονός πως πέρασαν τόσα χρόνια, εναλλάχτηκαν κυβερνήσεις από όλα τα αστικά κόμματα (μεταξύ αυτών και του ΣΥΡΙΖΑ της «πρώτης φοράς Αριστερά») και οι μισθοί είναι κάτω από το 2011, σημαίνει πάρα πολλά για την ταξική ουσία της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Όλα αυτά μέσα σε μια περίοδο τρομερής αύξησης του κόστους διαβίωσης, που εξαϋλώνει τον μισθό το πρώτο δεκαήμερο του μήνα.
Η πραγματικότητα αυτή έρχεται να υπογραμμίσει πως η εργατική τάξη στην Ελλάδα χάνει διπλά: Και από τον αλματώδη πληθωρισμό, που είναι πολύ μεγαλύτερος στα βασικά είδη, αλλά και από τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς. Αν και σε όλη την ΕΕ η εκμετάλλευση βαθαίνει, η Ελλάδα ξεχωρίζει για το γεγονός πως οι μισθοί είναι καθηλωμένοι κάτω από τα προ-μνημονιακά επίπεδα. Και αυτή η τάση προφανώς δεν αφορά μόνο τον κατώτατο, αλλά επηρεάζει το σύνολο των μισθών και τραβά προς τα κάτω τον μέσο μισθό των εργαζομένων, δίνοντας τεράστια περιθώρια για αύξηση της υπεραξίας που αντλείται από το κεφάλαιο. Ο μέσος μισθός κινείται μόλις στα 800 ευρώ καθαρά, ενώ σχεδόν δύο στους τρεις εργαζόμενους (63,6%) λαμβάνουν κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά τον μήνα, ενώ τρεις στους δέκα μισθωτούς δουλεύουν σε καθεστώς υποαπασχόλησης, με μισθούς 300 και 400 ευρώ.
Μάλιστα, ο μέσος μισθός συνεχίζει να συρρικνώνεται τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε πραγματικούς όρους. Το α΄ τρίμηνο του 2022, ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12% (Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Νοέμβριος 2022, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Η μείωση του ονομαστικού μέσου μισθού –δηλαδή του ποσού που λαμβάνει ο εργαζόμενος– οφείλεται στο γεγονός πως οι περισσότερες νέες συμβάσεις εργασίας αφορούν είτε μειωμένο ωράριο (συχνά καθαρά προσχηματικό, γιατί κρύβει οκτάωρο ή και παραπάνω και άρα άγρια εκμετάλλευση), είτε εργασία με πολύ χαμηλό μισθό, δείγμα της χειροτέρευσης της θέσης της εργατικής τάξης. Η μείωση του πραγματικού μισθού οφείλεται στον υψηλό πληθωρισμό.
Ο συνδυασμός της πραγματικής μείωσης των μισθών και της σχετικής στασιμότητας της απασχόλησης μεταβάλλει τη διανομή του εισοδήματος και τη σχέση κερδών-μισθών σε βάρος της εργασίας. Στο Δελτίο του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αποτυπώνεται η πτωτική τάση του μεριδίου των μισθών στο εθνικό εισόδημα και η αντίστοιχη αυξητική πορεία του μεριδίου του κέρδους μετά το 2019. «Με εξαίρεση το β΄ τρίμηνο του 2020, το μερίδιο των μισθών μειώνεται σταθερά πριν την εμφάνιση του πληθωρισμού. Αντιθέτως, από το α΄ τρίμηνο του 2020 και ύστερα, το μερίδιο του κέρδους αυξάνεται σταθερά, παρά τις όποιες πρόσκαιρες διακυμάνσεις», αναφέρεται.
Η σχέση μισθών-κερδών στο σύνολο του παραγόμενου προϊόντος είναι αποκαλυπτική για το επίπεδο της εκμετάλλευσης, της συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης και της υποτίμησης τελικά των παραγωγών ολόκληρου του πλούτου. Ταυτόχρονα, φωτίζει και τα ιστορικά περιθώρια αντεπίθεσης ενός ταξικού εργατικού κινήματος, πέρα από τις λογικές της διαχείρισης της μιζέριας, της διαπραγμάτευσης μόνο των ρυθμών της χειροτέρευσης της θέσης της εργασίας ή έστω μιας μικρής ανακούφισης.
Το μερίδιο (των αμοιβών) της μισθωτής εργασίας στο προϊόν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι τα ποσά που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι μέσω μισθών, μεροκάματων κλπ. πρωτογενώς, πριν τις μεταβιβάσεις από την κρατική πολιτική πρόνοιας (π.χ. επιδόματα). Βεβαίως σχετίζονται όχι μόνο με το ύψος των μισθών, αλλά και με τον αριθμό των εργαζομένων, που ειδικά μετά την κρίση έχουν μειωθεί πολύ λόγω ανεργίας αλλά και αποθάρρυνσης-παύσης αναζήτησης εργασίας. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται στο ποσοστό αυτό οι κρυμμένοι μισθοί, είτε γιατί εμφανίζονται ως εισοδήματα τυπικά αυτοαπασχολούμενου, είτε γιατί δίνονται μαύρα. Σε κάθε περίπτωση όμως το ποσοστό του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ, ειδικά στη διαχρονική του πορεία, μια σαφή εικόνα τάση. Όταν μειώνεται το μερίδιο της εργασίας, αυξάνεται εκείνο των κερδών.
Τα στοιχεία για τη δεκαετία από τη βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αποκαλυπτικά. Μερίδιο εργασίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας: 2012 54,7%, 2013 52,2%, 2014 52,4%, 2015 50,8%, 2016 51,2%, 2017 51%, 2018 50,5%, 2019 50,3%, 2020 54,6%, 2021 50,3%, 2022 48,6% (πρόβλεψη). Μιλάμε δηλαδή για απώλειες άνω του 4,5% που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί (περίπου 8 δισ. σε ετήσια βάση, με ΑΕΠ 2021 182 δισ. ευρώ), ενώ η τάση είναι για μεγαλύτερη μείωση. Στη συρρίκνωση των μισθών πρέπει να προστεθεί και η μεγάλη περικοπή των κοινωνικών υπηρεσιών, που έχει πραγματοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η επιδείνωση της σχέσης μισθών-κερδών σε βάρος της εργασίας γίνεται ακόμα πιο εμφανής σε βάθος δεκαετιών. Τη δεκαετία του ΄60 το μερίδιο της εργασίας ξεπερνούσε σημαντικά το 62%, το 1964 ήταν 64,6%. Την περίοδο της… «φιλολαϊκής» χούντας 1967-1974 μπήκε σε σταθερή πτωτική τροχιά, με κορύφωση το 1973 (σπασμός καπιταλιστικής κρίσης), που έπεσε στο 49,2%. Οι εργατικοί λαϊκοί αγώνες της μεταπολίτευσης οδήγησαν σε τάση ανόδου: το 1980 το μερίδιο της εργασίας έφτασε στο 53%, ενώ το 1983 το 58%. Μετά το 1990 η πορεία ήταν πάλι πτωτική στο φόντο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της επίθεσης του κεφαλαίου, με σημαντικές διακυμάνσεις όμως. Έτσι ακόμα και το 2005, το μερίδιο της εργασίας καταγράφεται στο υψηλό (μεταξύ εκείνων των ετών) 53,9%.
Η συνολική εικόνα του κτυπήματος των μισθών και της θέσης της εργατικής τάξης συμπληρώνεται από την τρομερή αύξηση της επισφαλούς εργασίας στο σύνολο της απασχόλησης. Έτσι, ενώ το 2009 το μερίδιο της μερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης στο σύνολο των νέων προσλήψεων ήταν 21%, την τελευταία πενταετία κυμαίνεται από 54,9% (2017) έως και 46,6% (2021)! Δηλαδή ένας στους δύο εργαζόμενους που πιάνει δουλειά τα τελευταία χρόνια είναι για μερική ή ελαστική εργασία. Αξιοσημείωτο είναι και το χτύπημα του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων και μάλιστα σε κλαδικό επίπεδο. Ενώ το 2010 υπήρχαν σε ισχύ 65 κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το 2021 ήταν μόλις 17, εκ των οποίων (κι αυτό είναι το σημαντικό) μόλις πέντε είχαν υποχρεωτική ισχύ στον κλάδο (Ετήσια Έκθεση 2022 ΙΝΕ ΓΣΕΕ). Βεβαίως και το περιεχόμενο των συμβάσεων εκφράζει την κυριαρχία των εργοδοτών και την ενσωμάτωση του υποταγμένου συνδικαλισμού.
«Να πάρουμε από τα κέρδη τους»
Προκλητική εκτόξευση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων εν μέσω φτωχοποίησης
Ενώ οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα δυσκολεύονται να βγάλουν τον μήνα, οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απολαμβάνουν φέτος ένα πάρτι κερδοφορίας, που δημοσιεύματα συγκρίνουν με την περίοδο 2004-2008. Τα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ελληνικών επιχειρήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2022 δείχνουν αστρονομικά κέρδη, ειδικά εάν σκεφτεί κανείς πως έχουν επιτευχθεί σε περίοδο πολέμου, ενεργειακής κρίσης και φτωχοποίησης (ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό;). Οι 152 εισηγμένες που δημοσίευσαν αποτελέσματα, κατά τεκμήριο οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, εμφάνισαν καθαρά κέρδη 5,46 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσια από τα κέρδη ολόκληρης της περσινής χρονιάς (2,5 δισ. ευρώ)! Σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2021, τα κέρδη τους υπερτριπλασιάστηκαν (αύξηση 333,5%)! Από τις 152 εταιρείες, οι 112 (74%) ήταν κερδοφόρες, με τα 2/3 να παρουσιάζουν αύξηση κερδοφορίας. Οι δύο βασικοί κλάδοι που κινούν το πάρτι κερδοφορίας είναι οι τράπεζες (που υλοποιούν αντεργατικές αναδιαρθρώσεις και επιδίδονται σε αντιλαϊκές πρακτικές, όπως οι πλειστηριασμοί κατοικιών) και τα διυλιστήρια, μαζί με τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, την ώρα που ο κόσμος τρομάζει να πάει στο βενζινάδικο.
Ας δούμε τις «επιδόσεις» ορισμένων εταιρειών: Καθαρά κέρδη 680 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο για την Εθνική Τράπεζα και 1,1 δισ. για την Eurobank. Καθαρά κέρδη 120,8 εκατ. ευρώ μόνο για το τρίτο τρίμηνο για την Aegean Airlines (όσο η κρατική επιδότηση την περίοδο του κορονοϊού). Κέρδη 386,5 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο για τον ΟΤΕ, 312 εκατ. ευρώ για τη «Μυτιληναίος». Όσο για τα διυλιστήρια; Αυτά το τερματίζουν: Η Motor Oil ανακοίνωσε κέρδη 1,27 δισ. ευρώ τους πρώτους εννιά μήνες του 2022, αυξημένα κατά τρεις ή πέντε φορές σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Η εταιρεία Helleniq Energy (πρώην ΕΛΠΕ) είχε καθαρά κέρδη 755 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο. Όλα αυτά δείχνουν πως το σύνθημα «να πάρουμε από τα κέρδη τους» έχει νόημα και… περιεχόμενο και μάλιστα πολύ πλούσιο.
Διεκδικώντας τις αναγκαίες αυξήσεις στους μισθούς
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει υποσχεθεί πως τον Μάιο του 2023 θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ μικτά («Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι»…). Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται 800 ευρώ, εκεί συγκλίνει και ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός. Το ΠΑΜΕ θέτει ως αίτημα τα 825 ευρώ. Η ταξική πτέρυγα (Κινήσεις-Παρεμβάσεις) καλεί σε αγώνα για να μην υπάρχει μισθός κάτω από 1.000 ευρώ καθαρά και για μεγάλες αυξήσεις σε όλους τους μισθούς, έτσι ώστε να ζούμε με αξιοπρέπεια.
Δεν πρόκειται για διαγωνισμό πλειοδοσίας, ποιος θα πει τα περισσότερα. Κάθε πρόταση εκφράζει πολιτική και ταξική λογική. Ο καθορισμός του αιτήματος για τους μισθούς οφείλει να συνυπολογίζει ορισμένους παράγοντες: Πρώτο, το αναγκαίο επίπεδο για αξιοπρεπή διαβίωση σήμερα. Παρά το έλλειμμα ερευνών, ας σημειωθεί πως ακόμα και στις δικαστικές υποθέσεις λαμβάνονται υπόψη οι λεγόμενες «εύλογες μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης», που το κυβερνητικά-κρατικά ορισμένο Συμβούλιο Ιδιωτικού Χρέους έχει προσδιορίσει (από το 2014!) στο ποσό των 1.347 ευρώ, χωρίς δαπάνες για φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ενοίκια ή δόσεις δανείου, για μία τετραμελή οικογένεια. Η εκτίμηση γίνεται με βάση την επεξεργασία των οικογενειακών προϋπολογισμών από την ΕΛΣΤΑΤ. Σε επίπεδο ατόμου, οι «εύλογες δαπάνες» υπολογίζονται από το ΣΙΧ (που προφανώς δεν έχει φιλεργατική μεροληψία) σε 537-682 ευρώ, για ένα ζευγάρι από 906-1.160 ευρώ, για έναν ενήλικα με ένα παιδί από 758-962 κ.λπ., πάντα χωρίς ενοίκιο και δάνειο. Και μιλάμε για 2014, σήμερα το κόστος ζωής έχει αυξηθεί τρομερά σε σχέση με τότε. Δεύτερο, να αλλάζει υπέρ της εργατικής τάξης τη σχέση μισθών-κερδών, να χτυπά τα κέρδη του κεφαλαίου και την απόσπαση της υπεραξίας από τη σκοπιά της πάλης για κατάργησή της. Τρίτο, να λαμβάνει υπόψη τις διαθέσεις των εργαζομένων, έτσι ώστε το αίτημα να γίνεται κινητήρας πάλης. Στην περίπτωση αυτή δεν αρκεί μόνο να φαίνεται ρεαλιστικό, αλλά και ουσιαστικό, έτσι ώστε να αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι/ες πως έχει νόημα να αγωνιστούν, δεν είναι για ψίχουλα. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, πρέπει να εμπεριέχει και την ανάκτηση κατακτήσεων (π.χ. 13-14ος μισθός στο δημόσιο και σύνταξη) και την αναπλήρωση των μνημονιακών απωλειών.