Χρίστος Κρανάκης
Η πόλωση ωφέλησε τους Δημοκρατικούς. Όχι όμως τον Μπάιντεν. Οι νέοι στρατεύτηκαν στους «μπλε» για να αποτινάξουν τον υπέρμετρο σκοταδισμό του Τραμπ ο οποίος «γλείφει» τις –πολλές– πληγές του. Οι πολίτες ηλικίας 18 με 29 ετών ψήφισαν συντριπτικά Δημοκρατικούς (29% διαφορά). Έλλειμμα μεγάλο, για ακόμα μία φορά, μια πραγματικά αριστερή και φιλολαϊκή πρόταση.
Αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι διέβλεπαν «θρίαμβο» του κόμματός τους στις ενδιάμεσες εκλογών στις ΗΠΑ για την ανάδειξη εκπροσώπων σε Γερουσία και Βουλή. Διαψεύστηκαν. Μπορεί όχι πανηγυρικά, καθώς υποψήφιοί τους που υιοθέτησαν ακραία αντιδραστική ατζέντα δεν τα πήγαν καθόλου άσχημα. Αλλά, εκ του τελικού αποτελέσματος, όλα δείχνουν πως κερδισμένο βγαίνει το Δημοκρατικό Κόμμα. Σύμφωνα με την καταμέτρηση ψήφων έως τώρα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα αποκτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων αλλά σίγουρα όχι με τη σαρωτική νίκη που αναμένανε. Όσον αφορά τη Γερουσία, οι έδρες εμφανίζονται μοιρασμένες 48-48, σε σύνολο 100, με τέσσερις να κρίνονται ακόμη: Αλάσκα που το ντέρμπι είναι ανάμεσα σε δυο Ρεπουμπλικάνους, Νεβάδα που προηγούνται σταθερά οι Ρεπουμπλικάνοι, Αριζόνα που όλα δείχνουν Δημοκρατικούς και Τζόρτζια που πηγαίνει σε δεύτερο γύρο στις 6/12, ο οποίος πιθανότατα να κρίνει και την πλειοψηφία των εδρών.
Φυσικά, το αποτέλεσμα των εκλογών από μόνο του δεν λέει τίποτα, αν δεν αναλυθεί με βάση το ιδιαίτερα πολωμένο πολιτικό κλίμα στο οποίο διεξήχθησαν. Καταρχάς, συνιστούν την πρώτη εκλογική αντιπαράθεση μετά τα όσα έλαβαν χώρα στο Καπιτώλιο από υποστηρικτές του Maga (Μake America Great Again). Υπενθυμίζεται, πως στις αρχές Ιανουαρίου του 2021 χιλιάδες κόσμου –ανάμεσά τους σκληρά αντιδραστικά/ακροδεξιά στοιχεία– εισέβαλλαν στο Καπιτώλιο δημιουργώντας πολύωρες ταραχές, αρνούμενοι να αποδεχτούν τη νίκη του Τζο Μπάιντεν, θεωρώντας πως στηρίχτηκε σε πρακτικές νοθείας. Το γεγονός αυτό έχει μια σημασία, καθώς μέχρι και σήμερα ακόμα και ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι αναμασούν τις θεωρίες περί «νόθευσης του αποτελέσματος».
Κατά δεύτερον, οι ενδιάμεσες εκλογές διεξήχθησαν στην «καρδιά» τεράστιων οικονομικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων που επηρεάζουν άμεσα τον πληθυσμό των ΗΠΑ. Σε οικονομικό επίπεδο, η εκτίναξη του πληθωρισμού, η πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, η αύξηση των τιμών στα καύσιμα, οι «τριγμοί» στους κολοσσούς της Silicon Valley, και σε γεωστρατηγικό η «άτακτη υποχώρηση» από το Αφγανιστάν, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι «διαξιφισμοί» με την Κίνα, συνέθεσαν ένα πολυσύνθετο πολιτικό τοπίο, στο οποίο ο Μπάιντεν είδε τα ποσοστά αποδοχής του να μειώνονται από 57%, όταν εκλέχθηκε πρόεδρος, ακόμα και σε μόλις 40%. Τέλος, σημαντικό διαμορφωτή του πολιτικού κλίματος αποτέλεσε η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να καταργήσει το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση και μια γενικότερη αντιδραστική στροφή από ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές και βουλευτές σε κοινωνικής φύσεως θέματα.
Οικονομία, πόλεμος και αμβλώσεις πόλωσαν τις φετινές ενδιάμεσες εκλογές. Οι Δημοκρατικοί κρατήθηκαν και οι Ρεπουμπλικάνοι καλούνται
να ανασυγκροτηθούν
Συνεπώς, πριν τις εκλογές όλα έδειχναν πως προμηνύεται μια σκληρή μάχη, κατά την οποία οι Ρεπουμπλικάνοι θα συγκροτούνταν κυρίαρχα κάτω από τη σημαία της οικονομίας (το 71% των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων κατονόμασε την οικονομία σαν το «νούμερο ένα» ζήτημα των εκλογών), ενώ οι Δημοκρατικοί θα συστρατεύονταν σε ένα κοινό σκοπό να ανακόψουν τον σκοταδισμό και τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις –σε επίπεδο Πολιτείας– σε κοινωνικά ζητήματα (το 29% των Δημοκρατικών ψήφισε με κύριο κριτήριο τη θέση των υποψηφίων για τις αμβλώσεις). Για τους Ρεπουμπλικάνους το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θεωρείτο δεδομένο. Αξιοποιώντας το στοιχείο πως ιστορικά στις ενδιάμεσες εκλογές το κόμμα του προέδρου χάνει δυναμική και δίνοντας χώρο στον Τραμπ να διατυμπανίζει πως το «κόκκινο κύμα» που θα σαρώσει τις ΗΠΑ θα αποδείξει την ανάγκη να επαναχριστεί υποψήφιος πλανητάρχης, ετοιμάζονταν για μια μεγάλη νίκη. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά…
Η αμφισβήτηση των τελευταίων δημοσκοπήσεων από δημοκρατικούς αναλυτές αποδείχθηκε ότι είχε στέρεα θεμέλια καθώς, παρότι αναμενόταν να υποστούν σημαντικές απώλειες στη Βουλή, όπου και φαίνεται πως καταλήγουν μειοψηφία, κράτησαν σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις τους. Οι καλές (σχετικά με τα αναμενόμενα πάντα) επιδόσεις των Δημοκρατικών είναι έκδηλες και σε μια σειρά κρίσιμων και αμφίβολων μονομαχιών όπως αυτή για την έδρα της Γερουσίας στην Πενσυλβάνια που θεωρείται «swing state» και στο Κονέκτικατ όπου οι Ρεπουμπλικάνοι επένδυσαν πολλά στον υποψήφιό τους.
Τα πλέον σοβαρά «πλήγματα» όμως δέχτηκε προσωπικά ο Ντόναλντ Τραμπ, που χάρισε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε ρεπουμπλικάνους υποψηφίους και διοργάνωνε τεράστιες συγκεντρώσεις το Σαββατοκύριακο πριν το άνοιγμα των κάλπεων, με απώτερο σκοπό να εμφανιστεί ο βασικός ενορχηστρωτής του διαφαινόμενου θριάμβου του κόμματός του. Παρόλα αυτά, τα «χαστούκια» ήταν αρκετά. Στην ίσως πιο πολυσυζητημένη κούρσα των εκλογών, αυτή για τη Γερουσία στην Πενσυλβάνια, ο εκλεκτός του Tραμπ, Δρ. Μεχμέτ Οζ, έχασε από τον δημοκρατικό αντίπαλό του. Στο Μίσιγκαν, η επίσης εκλεκτή του Τραμπ δεν κατάφερε να προβάλει αισθητή αντίδραση. Τέλος, στην Αριζόνα, η Κάρι Λέικ, υποψήφια για κυβερνήτης και «προστατευόμενη» του Τραμπ υστερείται της Δημοκρατικής Κέιτι Χομπς, χωρίς ακόμα όμως να έχει λήξει το τελικό αποτέλεσμα. Τέλος, σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι που ανοιχτά διακήρυξαν πως δεν αναγνωρίζουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών «πάτωσαν», ενώ αυτή τη φορά παραδέχτηκαν χωρίς περιστροφές την ήττα τους.
Ακόμα και οι «νίκες» του Τραμπ πάντως δεν θεωρούνται κάτι το συνταρακτικό, καθώς η επικράτηση των εκλεκτών του για τη Γερουσία σε Βόρεια Καρολίνα και Αλαμπάμα ήταν σχεδόν σίγουρες. Η μόνη σημαντική επιτυχία του Τραμπ έρχεται στη μάχη για τη γερουσία στο Οχάιο. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα για τον Τραμπ αν αναλογιστούμε πως την «τιμή» των Ρεπουμπλικάνων έσωσαν οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του, με τον Ρον Ντε Σάντις (βασικό διεκδικητή του χρίσματος) να επανεκλέγεται πανηγυρικά κυβερνήτης στη Φλόριντα και τους Τζόρτζια Μπράιαν Κεμπ και Μπραντ Ράφενσπεργκερ, αμφότεροι στα «μαχαίρια» με Τραμπ, να κερδίζουν την επανεκλογή τους στη βουλή. Παρά την αποτυχία του πιο αντιδραστικού μπλοκ των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές, το πλέον φανερό είναι πως η πόλωση στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα παραμένει, ενώ για ακόμα μία φορά τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού βρίσκονται εκτός «κάδρου» και για τα δύο κόμματα.