Λίτσα Φρυδά
778 εκατομμύρια δολάρια καλείται να καταβάλει η γαλλική εταιρεία Λαφάρζ στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, μεταξύ 2012 και 2014. Η Λαφάρζ που κατηγορούνταν από την αμερικανική δικαιοσύνη ότι έβλαψε την “εθνική ασφάλεια” των Ηνωμένων Πολιτειών, επέλεξε να δηλώσει «ένοχη» δεσμευόμενη να καταβάλει αυτό το ποσό, προκειμένου να αποφύγει άλλες αγωγές στις ΗΠΑ με κίνδυνο να καταδικαστεί σε αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο διακανονισμός αυτός με την αμερικανική κυβέρνηση δεν εξαλείφει τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν κατά της εταιρείας και οκτώ πρώην στελεχών της στη Γαλλία από την Εθνική Εισαγγελία κατά της Τρομοκρατίας (PNAT).
Να θυμίσουμε πως με μια εντυπωσιακή νομική μεταστροφή το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε πέρυσι τον Σεπτέμβρη απόφαση του Εφετείου του Παρισιού, με την οποία είχε ακυρωθεί το 2019 το κατηγορητήριο κατά του γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικού ομίλου τσιμεντοβιομηχανίας Λαφάρζ για «συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Με την ακύρωση αυτή, επιβεβαιώθηκε η κατηγορία κατά της πολυεθνικής για «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», όχι όμως και το κατηγορητήριο για έκθεση σε “κίνδυνο της ζωής άλλων”, και άνοιξε ξανά η δυνατότητα ενός μελλοντικού κατηγορητηρίου για «συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», υπό την προϋπόθεση πως το Εφετείο του Παρισιού (που καλείται να συνεδριάσει με νέα σύνθεση) θα αποφασίσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί σε γαλλικά μέσα ενημέρωσης, η Λαφάρζ, χρηματοδοτούσε για χρόνια το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, προκειμένου να συνεχίσει εκεί την λειτουργία ενός εργοστασίου παραγωγής τσιμέντου.
Τον Δεκέμβρη του 2017 αποκαλύφθηκε πως οι Παριζιάνοι ανακριτές οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την έρευνα για τη «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» από τον παγκόσμιο ηγέτη στον τομέα του τσιμέντου, ταυτοποίησαν πάνω από 15 εκατομμύρια δολάρια που είχε καταβάλει η Λαφάρζ σε τρομοκρατικές οργανώσεις στη Συρία (συμπεριλαμβανομένου και του Ισλαμικού Κράτους), από το 2011 έως το 2015, με μοναδικό στόχο τη διατήρηση της δραστηριότητας ενός από τα εργοστάσιά της εκεί. Η Λαφάρζ συνέχισε την παραγωγή, παρά τις προειδοποιήσεις των Σύρων του YPG, να εγκαταλείψει την περιοχή, και παρά την απόφαση του ΟΗΕ να διακόψει κάθε είδους οικονομικούς δεσμούς με τρομοκρατικές ομάδες στη Συρία.
Τον Δεκέμβριο του 2017 οι ανακριτές Σαρλότ Μπιλγκέρ, Ρενό Βαν Ρουιμπεκέ και Νταβίντ ντε Πα απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον έξι ανώτερων στελεχών της πολυεθνικής για «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Λαφάρζ, Μπρούνο Λαφόν, καθώς και ένας πρώην διευθυντής ασφαλείας και υποψήφιος του Εθνικού Μετώπου (FN) στο Παρίσι στις δημοτικές εκλογές του 2014, ο Ζαν-Κλωντ Βεϊγιάρ.
Παρά τη σοβαρότητα των κατηγοριών και του τεράστιου μεγέθους των ποσών, αλλά και τους κινδύνους καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων, δωροδοκίας μαρτύρων, κανένας από τους κατηγορούμενους δεν προφυλακίστηκε, παρότι οι εισαγγελικές αρχές του Παρισιού είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα για δύο από αυτούς. Αυτή η δικαστική επιείκεια έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη μοίρα πολλών άλλων υπόπτων που έχουν συλληφθεί στο δίκτυο για πράξεις χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για πολύ μικρότερα ποσά, ενώ δημοσιεύματα στον γαλλικό τύπο επισημαίνουν πως το γαλλικό κράτος, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Εξωτερικής Ασφάλειας (DGSE), γνώριζε για τη διοχέτευση πληρωμών της εταιρείας στους τρομοκράτες του ISIS, σημειώνοντας πως το γεγονός ότι η εταιρεία έχαιρε ευρύτερης ανοχής μπορεί να εξηγηθεί και από τις διεθνείς προσωπικότητες που συμμετείχαν στο 15μελές Διοικητικό Συμβούλιό της, συμπεριλαμβανομένης για ένα διάστημα και της Χίλαρι Κλίντον.
Το 2007, ο όμιλος Λαφάρζ αγόρασε στη Συρία ένα εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου το οποίο, μετά από εκτεταμένες εργασίες, εγκαινιάστηκε το 2010. Το εργοστάσιο της Lafarge Cement Syrie βρισκόταν στην Τζαλαμπίγια, 90 χιλιόμετρα από τη Ράκα (στο Κομπάνι), μετέπειτα «πρωτεύουσα» του Ισλαμικού Κράτους, ανάμεσα δηλαδή στο Χαλέπι και στα συριοτουρκικά σύνορα, στην καρδιά των πολεμικών επιχειρήσεων. Για να συνεχίσει να λειτουργεί το εργοστάσιό της, που ήταν ένα από τα πλέον σύγχρονα και πολλά υποσχόμενα στη Μέση Ανατολή, με δυνατότητα παραγωγής τριών εκατομμυρίων τόνων τσιμέντου ετησίως, η Λαφάρζ, έχει δείξει ότι είναι έτοιμη για τα πάντα, ακόμη και για συναλλαγή με τους νέους κυρίαρχους αυτής της συριακής περιοχής: τους τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους (IS) ή του Μετώπου Αλ-Νούσρα.
Η Λαφάρζ σταμάτησε τις δραστηριότητες της στην Συρία τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν τελικά το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε το εργοστάσιό της, αναγκάζοντας την πολυεθνική να κλείσει τον χώρο. Να σημειώσουμε ότι τον επόμενο χρόνο συγχωνεύθηκε με τον ελβετικό κολοσσό την τσιμεντοβιομηχανία Holcim (10/7/2015). Την ίδια χρονιά, η τρομοκρατική οργάνωση πραγματοποίησε στη Γαλλία τη φονικότερη εκστρατεία επιθέσεων που γνώρισε ποτέ η χώρα.
Η τσιμεντοβιομηχανία Λαφάρζ βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο από την 1η Σεπτεμβρίου 2022 και για έναν άλλο λόγο. Κατηγορείται με στοιχεία που έχουν κατατεθεί στις αρμόδιες αρχές, για ρύπανση του Σηκουάνα με την απόρριψη μείγματος ουσιών και υπολειμμάτων σκυροδέματος από το εργοτάξιο και το εργοστάσιο σκυροδέματος σε δύο τουλάχιστον σημεία στην περιοχή του Ιλ ντε Φρανς (Παρίσι).
Η Λαφάρζ διαχειρίζεται πολλές εγκαταστάσεις στην περιοχή του Παρισιού και παρέχει την άμμο για το τις πλαζ του Δήμου του Παρισιού στον Σηκουάνα. Οι ρυπογόνες απορρίψεις στον Σηκουάνα από εργοστάσιο της γαλλοελβετικής τσιμεντοβιομηχανίας αποτελούν πραγματικό οικολογικό σκάνδαλο, το οποίο από τα τέλη Αυγούστου ερευνάται από την εισαγγελία του Παρισιού, μετά και την επισήμανση από το Γαλλικό Γραφείο Βιοποικιλότητας (OFB) στις 27 Αυγούστου μιας “υποψίας για ρύπανση του Σηκουάνα από εταιρεία δημοσίων έργων”.
Από την πλευρά της, η Λαφάρζ ισχυρίζεται πως είναι “θύμα” κακόβουλης πράξης που προκάλεσε το ατύχημα, και δεν ήταν σε καμία περίπτωση εκούσια πράξη της εταιρείας, συμπληρώνοντας πως “η διαρροή έχει σταματήσει” και οι ενέργειες ελέγχου στις εγκαταστάσεις θα ενισχυθούν.
Λαφάρζ ΑΓΕΤ Ηρακλής
H υπόθεση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, καθώς η δραστηριότητα της Λαφάρζ και στη χώρα μας έχει αντίστοιχες απολήξεις. Να θυμίσουμε πως μέσα από μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη) η ΑΓΕΤ Ηρακλής, μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες και με ισχυρή θέση στην παγκόσμια αγορά τσιμέντου, αφού ξεπουλήθηκε στον ιταλικό όμιλο Καλτεστρούτσι, με πρόσχημα η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία να μην καταλήξει στους βασικούς ανταγωνιστές της, εξαγοράστηκε τελικά από τον βασικό ανταγωνιστή της και σήμερα αποτελεί μία μόνο από τις θυγατρικές του, που μετονομάστηκε σε Λαφάρζ ΑΓΕΤ Ηρακλής.
Η Λαφάρζ ΑΓΕΤ Ηρακλής το διάστημα κατά το οποίο η μητρική εταιρεία δραστηριοποιούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο μέσω της θυγατρικής της στη Συρία, και συγκεκριμένα το 2011, γνωστοποίησε στους εργαζόμενους την πρόθεση αναπροσαρμογής του προγράμματος εργασίας, λόγω μειωμένης ζήτησης, ενώ το 2013 το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης στο οποίο περιλαμβανόταν η οριστική διακοπή λειτουργίας ενός εκ των τριών εργοστασίων (της Χαλκίδας) της ΑΓΕΤ Ηρακλής, της οποίας η Λαφάρζ είναι ο βασικός μέτοχος, κατέχοντας το 100% του μετοχικού κεφαλαίου, που απασχολούσε τότε 236 εργαζομένους.
Λόγω μη συμμετοχής των εργαζομένων στη διαβούλευση, η Λαφάρζ ΑΓΕΤ Ηρακλής ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θέσει σε ισχύ το πρόγραμμα και να εγκριθεί το σχέδιο ομαδικών απολύσεων βάσει του ν. 1387/1983, αίτημα που απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης και αόριστων επιχειρημάτων. Η εταιρεία τότε προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση της υπουργικής απόφασης, και ακολούθως, το ΣτΕ υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την οδηγία 98/59/ΕΚ και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ). Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που λήφθηκε το 2016 για την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, έπειτα από προσφυγή της κατά του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δικαιώνει την ΑΓΕΤ Ηρακλής, ανοίγοντας τον δρόμο στις ομαδικές απολύσεις, όπως αξίωνε το ΔΝΤ, καθώς το δικαστήριο έκρινε πως η ελληνική νομοθεσία είναι υπερβολικά προστατευτική για τις ομαδικές απολύσεις και δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο, ενώ αποφάνθηκε πως το γεγονός ότι σε ένα κράτος μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.
Εξάλλου, την ίδια χρονιά (2013), η ΑΓΕΤ ζητά άδεια για χρήση σκουπιδιών (RDF, υλικά όπως χαρτί, γυαλί και πλαστικό) ως καύσιμο υλικό, προκειμένου να παράγει τσιμέντο, καταθέτοντας παράλληλα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Ακολουθεί θετική γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου Θεσσαλίας επί της μελέτης, και το υπουργείο Περιβάλλοντος το 2014 εκδίδει Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ), που έδινε το δικαίωμα στην ΑΓΕΤ για καύση 100.000 τόνων RDF και 100.000 τόνων άλλων «εναλλακτικών» υλικών.
Το 2015 πραγματοποιείται καύση 7.000 τόνων RDF από την ΑΓΕΤ, ενώ με την τελευταία τροποποίηση της ΑΕΠΟ, που συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα μεταφοράς του RDF όχι μόνο με φορτηγά αλλά και με πλοία, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας τον Φεβρουάριο του 2017, ανοίγει τον δρόμο για την καύση των συνολικά 200.000 τόνων σκουπιδιών.
Αν και το RDF κατηγοριοποιείται στα «εναλλακτικά καύσιμα», ο όρος είναι άκρως παραπλανητικός, καθώς η ΑΓΕΤ θα μπορεί να καίει ετησίως και άλλου τύπου απόβλητα ιδιαιτέρως επικίνδυνα για το περιβάλλον και τους κατοίκους της περιοχής.
Επιπλέον, ο Δήμος Βόλου (βλέπε Μπέος) προχώρησε σε μια «υπόγεια» συμφωνία με την ΑΓΕΤ, προκειμένου να της παραδίδει τα σκουπίδια του προς καύση στις εγκαταστάσεις της, μεταφέροντας, έτσι, τα 41 εκατομμύρια ευρώ που προορίζονταν από το Ταμείο Συνοχής για μονάδα επεξεργασίας και ανακύκλωσης, σε μονάδα παραγωγής SRF στον ΧΥΤΑ του Βόλου που ανήκει στην ΑΓΕΤ, διαστρεβλώνοντας το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων.
Είναι πια υπαρκτός ο κίνδυνος να κατακλυστεί ο Βόλος με απόβλητα από την Ελλάδα και το εξωτερικό για να μετατραπούν σε στερεά καύσιμα για την τσιμεντοβιομηχανία της Λαφάρζ.
Έμμεσο θύμα στον βωμό των κερδών της πολυεθνικής ήταν ο Βασίλης Μάγγος, μέλος του τοπικού κινήματος ενάντια στην καύση σκουπιδιών και την περιβαλλοντική υποβάθμιση του Βόλου, ο οποίος στοχοποιήθηκε για τη δράση του αυτή και κακοποιήθηκε βάναυσα από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του.
Συντμημένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Πριν στις 12-11-2022