Ο Μιχάλης Κατσαρός , ειρωνικός και ανατρεπτικός , αντιεξουσιαστής και παιγνιώδης , είχε οργανώσει μέσα από το έργο του τις άμυνές του για να μη γίνει κτήμα άλλων, αλλά να παραμείνει «κτήμα εσαεί»όλων εκείνων που θέλουν να παραμείνουν «σκοτεινοί συνωμότες» (Δωριείς). Ο Μιχάλης Κατσαρός είχε «προβλέψει» τον αντίκτυπο του θανάτου του: Ου τι φασαρία σαν πέθανε / ο ποιητής του Έθνους. / θαρρώ από πείνα / ή από πολύ να γράφει / για κάτι που κανείς δεν εκατάλαβε (Ού τι φασαρία).
Ο ποιητής (και ζωγράφος) εμφανίστηκε στα νεοελληνικά γράμματα το 1953 με τη συλλογή του «Κατά Σαδδουκαίων», την οποία είχε αρχίσει να γράφει από το 1949. Το έργο του προαναγγέλλει την εμφάνιση της «ποίησης της ήττας», δηλαδή της ποιητικής δημιουργίας λογοτεχνών που ανήκαν στο χώρο της Αριστεράς και αμφισβητούσαν την ιδεαλιστικά αισιόδοξη μοιρολατρία και τη νεορομαντική διάχυση της ονομαζόμενης «αντιστασιακής» ποίησης. Αν και προαναγγέλλει, εν τούτοις δεν ταυτίζεται με το κυρίαρχο πνεύμα της γενιάς αυτής: Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα /Λειβαδίτη / για έρωτες σπίτια και ηρεμία, όσο ανθρώπινα κι αν είναι. Έλα μαζί μου. / Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς / μ’ αρχόντους / ατσάλωσε την τόση θέληση της / πάψε τους θρήνους σου. (Μέρες 1953). Η συλλογή αυτή του Κατσαρού εισάγει ένα νέο ποιητικό λόγο και ρυθμό, επηρεασμένο από τον ιστορισμό του Κ. Π. Καβάφη, την επαναστατικότητα του Μαγιακόφσκι και το λυρισμό του Γιεσένιν, που στρέφεται άμεσα εναντίον των τάσεων ενσωμάτωσης, παραίτησης και «γραφειοκρατικοποίησης» των κομμουνιστικών κομμάτων, νόμιμων και -τότε – παράνομων. Τα σύμβολα της σοσιαλιστικής εξουσίας, που απονέκρωναν κάθε μεγάλη επαναστατική ιδέα, βρίσκονταν στο κριτικό του στόχαστρο: Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω / …τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται… / Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά / ο κος Διευθυντής / ο διπλωματικός ακόλουθος / ο κος Πρέσβης; / …Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές / ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία; (Στο νεκρό δάσος). Άμεση αντίδραση, από προοδευτικό μάλιστα διανοούμενο, ήταν η λογοκριτική παρέμβαση στο ποίημα Η Διαθήκη μου (όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στο Δημοκρατικό Τύπο της 8.10.1950), που τον οδήγησε στο να το συμπληρώσει με το Υστερόγραφο που κατέληγε στην κραυγή: «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν».
Η ποίηση του Μ. Κατσαρού, όμως, δεν στρεφόταν μόνον κατά των κυρίαρχων καθεστωτικών αντιλήψεων της Αριστεράς, λυγισμένος από κάποια «ψυχολογία της ήττας». Το αντίθετο: Ο Νικητής ζητάει την ήττα / για τη δική του νίκη. (Αλφαβητάρι). Στρεφόταν ταυτοχρόνως κατά του πνευματικού κλίματος της ήττας που διέβλεπε συνολικά στην Αριστερά ακόμα κι όταν αυτή θεωρούσε τον εαυτό της νικητή και κατά του συμβιβασμού της με την αστική ιδεολογία, αλλά και κατά της τελευταίας: Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό / …όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση / να πλημμυρίζει τα σαλόνια / όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου / να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα / …εγώ πάντα σωπαίνω. (Όταν…) Αντιστεκόταν κατά των «ελλιπών οραμάτων»: Τι ενδύματα κατασκευασμένα / τι οράματα ελλιπή / Δεν λέμε -όχι- τα αγαπήσαμε (Πράσινος χιτώνας). Αμφισβητούσε το νωθρό και γλυκανάλατο λυρισμό: Τα λυρικά δεν είναι / τα αγαπητά και λιγωμένα. / Είναι σπαθιά πύρινα / στον ύπνο που χαράζουν / τον μισητό τον άν-θρωπο οπού τον καίνε. (Τα λυρικά).
Ήταν αυτοκριτικός: Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αθώος… (Πώς να καταχωρήσω). Εκείνο που ξεχώρισε τελικά τον Κατσαρό από τη γενιά του, που ορισμένοι εκπρόσωποι της συγκαταβατικά θεωρούσαν γραφικό, ήταν ότι είχε μνήμη, ότι ήλπιζε και μαχόταν. Αυτή ήταν και η Διαθήκη του: θα χτίσω τη νέα σας πόλη. / Μην αφήσετε την ελπίδα – κάθε λεπτό μια σημαία. / Μην αφήσετε το νερό, τον άνεμο και τη γη / κάθε λεπτό και μαζί σας.
Αιμιλία Καραλή
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 29-11-1998