Αιμιλία Καραλή
Δελτία ειδήσεων, ενημερωτικές εκπομπές, πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα παρουσιάζουν με το σταγονόμετρο όψεις του ίδιου γεγονότος, μετατρέποντας το τηλεοπτικό κοινό σε σώμα διψαλέων και πειναλέων για τον επόμενο τρόμο αυτού του είδους.
Το χρυσόψαρο λένε οι ειδικοί επιστήμονες αδυνατεί να εστιάσει κάπου την προσοχή του πάνω από οκτώ δευτερόλεπτα. Μετά από αυτό το διάστημα επανεκκινεί την μνήμη του. Ανακαλύπτει ξανά τον κόσμο σαν να μην τον έχει γνωρίσει ποτέ παρόλο που βρίσκεται στον ίδιο χώρο. «Η μνήμη του χρυσόψαρου, αντί ν’ αποτελεί κατάρα, είναι γι’ αυτό μια μορφή χάριτος, που μεταμορφώνει κάθε επανάληψη σε πρωτόγνωρη εμπειρία και την στενότητα μιας φυλακής στο άπειρο ενός κόσμου», γράφει ο Μπρυνό Πατινό στο βιβλίο του Ο πολιτισμός του χρυσόψαρου – Μικρή πραγματεία για την αγορά της προσοχής (εκδ. Καστανιώτης).
Οι ειδικοί της Google στηρίχτηκαν σε αυτήν την ιδιότητα για να προσαρμόσουν τους αλγορίθμους με τους οποίους δομούν τη λειτουργία της ψηφιακής πληροφορίας που παρέχουν.
Υπολόγισαν ότι εννιά δευτερόλεπτα, ένα δευτερόλεπτο δηλαδή παραπάνω από εκείνης του χρυσόψαρου, είναι η διάρκεια της προσοχής, της ικανότητας συγκέντρωσης της γενιάς των ανθρώπων που μεγάλωσαν με τηνσυντροφιά της οθόνης αφής και των συναφών εργαλείων. Με βάση αυτό το χρονικό διάστημα ανανεώνουν τις ειδοποιήσεις, τις πληροφορίες οποιουδήποτε είδους. Στόχος τους είναι να κρατούν συνεχώς δεσμευμένο τον χρόνο του χρήστη, να ανανεώνουν τον εθισμό του, να τον εκμεταλλεύονται για τους σκοπούς που θέτουν κάθε φορά.
«Οκτώ δευτερόλεπτα χρειάζονται για να αγαπήσεις ή να μισήσεις κάτι», ήταν το σλόγκαν μιας πρόσφατης τηλεοπτικής διαφήμισης αυτοκινήτου. Ανά 8”, λοιπόν, το προϊόν παρουσιαζόταν από διαφορετικές γωνίες λήψης, από διαφορετικά δηλαδή οπτικά ερεθίσματα. Ο υποψήφιος αγοραστής έπαιρνε τη θέση του χρυσόψαρου. Η μνήμη του έσβηνε και επανερχόταν τουλάχιστον τρεις φορές, όσο δηλαδή διαρκούσε η διαφήμιση. Το ενδιαφέρον του ανανεωνόταν συνεχώς, αλλά για το ίδιο όμως αντικείμενο.
Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο παρουσιάζονται το τελευταίο διάστημα από τα τηλεοπτικά μέσα φρικιαστικά γεγονότα όπως οι παιδοβιασμοί, οι βιασμοί, οι γυναικοκτονίες, οι φόνοι. Δελτία ειδήσεων, ενημερωτικές εκπομπές, πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα παρουσιάζουν με το σταγονόμετρο όψεις του ίδιου γεγονότος μετατρέποντας το τηλεοπτικό κοινό σε σώμα διψαλέων και πειναλέων για τον επόμενο τρόμο αυτού του είδους. Γείτονες των θυμάτων και των θυτών, υποψιασμένοι και ανυποψίαστοι, παρελαύνουν στις οθόνες για να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους. Και πάντα, ως ειδικός προσκεκλημένος, ένας εκπρόσωπος της αστυνομίας να εξηγεί τους τρόπους εξιχνίασης των εγκλημάτων, να συγχαίρει το σινάφι του για τις «επιτυχίες» του, να υπόσχεται την τιμωρία, να ζητά αυστηρότερες ποινές για τέτοιου είδους κακουργήματα.
Οι «παιδικές ψυχούλες», τα «βασανισμένα σωματάκια», τα «δια βίου τραύματα», η «άτυχη γυναίκα» αλλά και η «κόλαση», τα «ανθρωπόμορφα κτήνη», οι «διεστραμμένοι», ο «πα-τέρας» (συνήθως) γίνονται το βασικό λεξιλόγιο σε όλες τις εκπομπές που ασχολούνται με το σχετικό θέμα. Η αγανάκτηση απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κατευθύνεται με συγκεκριμένο τρόπο: ποια ποινή είναι η κατάλληλη για να σταματήσει τους «κακούς»;
Το «κακό» εμφανίζεται σαν μοίρα, σαν πεπρωμένο που μπορεί να απαλυνθεί μόνο με σκληρές τιμωρίες
Πού να σκεφτούμε τώρα για το «κακό» που γεννάει τους «κακούς»! Πού να συζητήσουμε για τα «κορμάκια» και τα «σώματα» που πριν γίνουν βορά του βιαστή ή του δολοφόνου τους έγιναν βορά της φτώχιας, της εγκατάλειψης και της καθημερινής ταπείνωσης! Και κυρίως: πού να ασχοληθούμε με το τι τα γεννάει όλα αυτά και τι τα διαιωνίζει. Και το «κακό» εμφανίζεται σαν μοίρα, σαν πεπρωμένο που μπορεί να απαλυνθεί μόνο με σκληρές τιμωρίες. Και το κοινό που περιμένει σαν σωτήρα αυτόν που θα τις υποσχεθεί ετοιμάζεται καθημερινά.
Η φροντίδα για «Το ψαράκι της γυάλας», στο ομότιτλο διήγημα του Μάριου Χάκκα, γίνεται το άλλοθι για τον πάλαι ποτέ αριστερό πρωταγωνιστή του να παραιτηθεί από οποιαδήποτε αντίσταση κατά της χούντας του 1967. Σήμερα, οι έμποροι της ενημέρωσης επιδιώκουν να διαμορφώσουν τα «χρυσοψαράκια της γυάλας», δηλαδή τους θεατές της όποιας «γυάλινης» οθόνης, ήδη παραιτημένους από κάθε σκέψη αντίστασης. Κάθε βόλτα τους στον μικρό της χώρο θα συναντά εκ νέου τη φρίκη. Μόνο που κάθε φορά θα την ξεχνούν. Και ξανά από την αρχή. Απλώς θα περιμένουν όποιον θα τους ταΐσει. Δηλαδή αυτόν που τους έριξε στη γυάλα. Μπορεί να μην το έχουν σκεφτεί. Σίγουρα όμως δεν θα τον θυμούνται.