▸Με μεγάλη συμμετοχή, ιδιαίτερα νέων αγωνιστών και αγωνιστριών πραγματοποιήθηκε η πολιτική εκδήλωση του ΝΑΡ και της νΚΑ μέσα στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο, στην Αθήνα, στα πλαίσια των αγωνιστικών εκδηλώσεων για τα 49 χρόνια από την εξέγερση του Νοέμβρη. Ρεπορτάζ από τη σελίδα της οργάνωσης
Τη μαζική εκδήλωση άνοιξε εκ μέρους του Κεντρικού Συμβουλίου της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση η Φωτεινή Θανάσουλα, νέα εργαζόμενη. Όπως τόνισε, η νέα γενιά έχει κάθε λόγο να αντλήσει παραδείγματα και έμπνευση από τις εξεγέρσεις της νεολαίας. Σήμερα, στο φόντο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία, μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική απάντηση και ένα ανατρεπτικό κίνημα νεολαίας είναι παραπάνω από αναγκαιότητα για να ζήσουμε τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις της εποχής μας. Κάλεσε τους νέους και νέες σε πολιτική συστράτευση για μια νέα αγωνιστική και βαθύτερη απάντηση στο σύστημα, για το σύγχρονο ψωμί, την παιδεία των αναγκών μας, την ειρήνη ενάντια στους πολέμους του κεφαλαίου, την ελευθερία που έχει ανάγκη η εποχή μας. Τέλος, κάλεσε σε μαζική συμμετοχή στις μεγάλες διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις την Πέμπτη 17 Νοέμβρη, στα μπλοκ του ΝΑΡ και της ν.Κ.Α.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Κώστας Τριχιάς, μέλος της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Όπως υπογράμμισε, “το βασικό ζητούμενο είναι η συγκρότηση του στρατοπέδου που θα μιλήσει για «ψωμί, δουλειά, ελευθερία, ειρήνη, διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και των λαών» και θα αντιπαρατεθεί στη θυσία για τα καπιταλιστικά κέρδη, τις πολεμικές δαπάνες, στην εθνικιστική τύφλωση και το φανατισμό, τη μετατροπή των νέων σε κρέας για τα κανόνια του κεφαλαίου.” Ολόκληρη η ομιλία του παρατίθεται παρακάτω.
Μετά τις δύο εισηγητικές τοποθετήσεις το λόγο πήραν αγωνιστές και αγωνίστριες από το κοινό της εκδήλωσης. Στις τοποθετήσεις τους αναφέρθηκαν στις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις, στην κατάσταση της αριστεράς, στις διεθνείς εξελίξεις και διεργασίες, στην διαπάλη των αστικών, ρεφορμιστικών και επαναστατικών πολιτικών γραμμών στο κίνημα και την αριστερά.
Παρέμβαση στην εκδήλωση έκανε και ο Άγγελος Χάγιος, μέλος της ΠΕ του ΝΑΡ και αγωνιστής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, αναφερόμενος στις πολιτικές διαστάσεις και τα ερωτήματα των νέων τις ημέρες της κατάληψης του Πολυτεχνείου το 1973, τονίζοντας ότι και τότε υπήρχαν δύο γραμμές μέσα στους αγωνιστές και τις οργανώσεις που συμμετείχαν στην εξέγερση: Μια γραμμή δημοκρατικού μετασχηματισμού και αστικής προσαρμογής, συνεργασίας με την καραμανλική δεξιά και τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις, και μία γραμμή ανατροπής και πολιτικής αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό, τις ΗΠΑ, την ντόπια αστική τάξη και το σύστημα συνολικότερα. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στον σύντροφο Κώστα Τζιαντζή και τη συμβολή του στην παράνομη δράση τότε, όπως και στη συνέχεια με τις ιδιαίτερες συμβολές του στην επαναστατική αριστερά της χώρας μας, καταγγέλλοντας τη χυδαία επίθεση που κάνει ο Μίμης Ανδρουλάκης μέσα από το νέο βιβλίο του στην επαναστατική αριστερά και στον Κ. Τζιαντζή. ” Οι γυμνοσάλιαγκες δεν μπόρεσαν να αντιπαρατεθούν ποτέ στα ίσα με τις επαναστατικές τάσεις, δεν χώνεψαν ποτέ ότι η κομμουνιστική επαναστατική τάση αντιστάθηκε στον εκφυλισμό και την υποταγή στην οποία ο Μ. Ανδρουλάκης και οι όμοιοί του έσυραν την αριστερά, μετατρέποντάς την σε συμπλήρωμα της αστικής πολιτικής”.
Στην εκδήλωση χαιρέτησαν επίσης αντιπροσωπείες από αριστερές οργανώσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας. Μέσα σε κλίμα μαχητικής διεθνιστικής αλληλεγγύης μετέφεραν αγωνιστικούς χαιρετισμούς και μίλησαν για τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις μεγάλες διαδηλώσεις στις χώρες τους ενάντια στην ακρίβεια και τον πόλεμο.
Ολόκληρη η ομιλία του Κώστα Τριχιά, μέλους της ΠΕ του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση:
Σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλοι και φίλες,
Είναι κοινός τόπος ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο σοβαρών πολιτικών εξελίξεων, νέων προκλήσεων και δυνατοτήτων, που απαιτούν άνοδο της πολιτικής παρέμβασης του εργατικού λαϊκού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Η κυβέρνηση της ΝΔ απέχει πολύ από την εποχή που ο Μητσοτάκης προβαλλόταν ως ο θριαμβευτής της μάχης του Έβρου και ως ο εξολοθρευτής του κορονοϊού. Έχει υποστεί σημαντική πολιτική φθορά από την υγειονομική διαχείριση, την ακατάσχετη αστυνομική βία, το συνεχιζόμενο σκάνδαλο των υποκλοπών (όπου παρεμπιπτόντως δεν παρακολουθούνται μόνο μια ντουζίνα πολιτικοί και επιχειρηματίες αλλά με «νόμιμα» μέσα τουλάχιστον 16.000 πολίτες κάθε χρόνο), έχει φθαρεί από την απώλεια του τείχους προστασίας από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, αλλά και από την πίεση του λαϊκού παράγοντα με τις μάχες του φοιτητικού κινήματος αλλά και την πρόσφατη ανεβασμένη συμμετοχή στην απεργία να ξεχωρίζουν.
Η αστική αντιπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ, που θέλει να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», αρπάζει την ευκαιρία και στοχοποιεί αποκλειστικά και μόνο τον Κ. Μητσοτάκη και το περιβάλλον του, είναι η καλύτερη απόδειξη πως δεν θέλουν και δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι ουσιαστικά. Δεν υποστηρίζουμε φυσικά ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι το ίδιο και το αυτό, έχουν κάμποσες διαφορές, όμως μάλλον αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν. Γιατί σε τελική ανάλυση όταν δεν αμφισβητείται το ευρωμνημονιακό πλαίσιο (υπενθυμίζουμε ότι μετά από μια περίοδο χαλαρότητας λόγω πανδημίας, ενεργειακής κρίσης και πολέμου από το 2024 θα έχουμε επιστροφή στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία με την αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης) και όταν θεωρείται απαραβίαστη η γεωπολιτική στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης (είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε καν στην ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φιλανδίας δεν εναντιώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ) τότε αναγκαστικά διαχειρίζεσαι την ίδια πολιτική, με άλλο μείγμα ίσως, αλλά ίδια ουσία και αποτελέσματα για τον λαό όπως έδειξε τόσο η εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και η πλήρως συναινετική «αντιπολίτευση» του στη Ν.Δ. που ψήφισε πάνω από τα μισά νομοσχέδια της στην βουλή την τελευταία τετραετία.
Το ζοφερό πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα που χαρακτηρίζεται από μια άτυπη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, εν μέσω πρωτοφανούς ακρίβειας και αυταρχισμού και πολλαπλών στιγμών κοινωνικού κανιβαλισμού από την υπόθεση του Κολωνού μέχρι τις καθημερινές γυναικοκοτονίες, που υπενθυμίζουν ότι μια δεκαετία και βάλε πολιτικών λιτότητας και φτώχειας δεν μπορεί να έχει μόνο οικονομικές επιπτώσεις αλλά αποτυπώνει και όψεις μιας κοινωνίας που εξαχρειώνεται. Αυτή η κατάσταση στην Ελλάδα, δεν είναι μια μαύρη παρένθεση σε ένα γενικώς ευοίωνο διεθνές περιβάλλον. Αντίθετα, το τωρινό τέλμα της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι πάρα μια ακόμα σελίδα μιας 15ετούς κρισιακής κατάστασης διεθνώς με αλλεπάλληλα επεισόδια όπως την χρηματοπιστωτική κρίση του 08, τα προσφυγικά κύματα, την πανδημία του κορονοϊού, την περιβαλλοντική καταστροφή και τον πόλεμο να διαδέχονται η μία την άλλη, την διαρκή αντιλαϊκή πολιτική, το αντιδημοκρατικό κρεσέντο που δεν αποτελεί μόνο βίτσιο της ελληνικής δεξιάς αλλά παγκόσμιο φαινόμενο, τις πάσης φύσεως καταπιέσεις και κυρίως το τσάκισμα κάθε προσδοκίας για αξιοβίωτη ζωή για την συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη. Στην πραγματικότητα όμως όλα τα παραπάνω, που κάθε φορά παρουσιάζονται ως «ειδική» ή «απροσδόκητη» πλευρά που διαταράσσει την «κανονικότητα», δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά ξεχωριστή εκδήλωση της καθολικότητας της κρίσης (και των μορφών διαχείρισης) του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Σε αυτό το κρισιακό περιβάλλον είναι που οξύνονται και οι διεθνείς ανταγωνισμοί με ένα ιστορικού χαρακτήρα μπρα ντε φερ για την παγκόσμια ηγεμονία. Οι Η.Π.Α. «δείχνουν τα δόντια τους» προκειμένου να μην χάσουν και άλλους πόντους, καθώς το περιβόητο pax Americana κλονίζεται. Η Κίνα έχει σαφώς το προβάδισμα για να πάρει την πρωτοκαθεδρία της παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας, ενώ προσπαθεί να καλύψει το πολιτικό και στρατιωτικό της μειονέκτημα σε σχέση με τις ΗΠΑ συγκροτώντας ένα πολύμορφο πόλο κρατών και οικονομιών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), με μια παράλληλη προσπάθεια συγκρότησης και ενός αντίπαλου πολιτιστικού- ιδεολογικού πόλου με μια επίκληση επιστροφής στις παραδόσεις (υπεράσπιση του έθνους κράτους, του θεσμού της οικογένειας κ.α.) ως αντίπαλο δέος απέναντι στον Δυτικό κόσμο.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και τον εξελισσόμενο πόλεμο στην Ουκρανία ο οποίος μπαίνει σε μια πολύ επικίνδυνη φάση κλιμάκωσης, ενισχύοντας τους κινδύνους παραπέρα καταστροφικής γενίκευσής του. Το μπλοκ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε. προωθούν μεθοδικά μια μακροχρόνια πολεμική (αλλά και οικονομική) αναμέτρηση με τη Ρωσία, με τα μάτια στραμμένα στην Κίνα. Στόχος τους είναι να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους, η οποία σήμερα απειλείται από τον αντίπαλο πόλο. Από αυτή την σκοπιά, ο πόλεμος αυτός δεν έχει σχέση με την «προστασία της ελευθερίας έναντι της απολυταρχίας» όπως ισχυρίζονται ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ όπως και παλιότερα δεν μάτωναν τους λαούς της ανατολής δήθεν για την δημοκρατία. Δεν ξεκίνησε όμως και για να προστατευθούν οι καταπιεζόμενοι Ρωσόφωνοι πληθυσμοί στο Ντονμπάς όπως διακήρυξε προσχηματικά η Ρωσία ξεκινώντας την εισβολή στην Ουκρανία. Δεν είναι ένας πόλεμος εθνικός, αμυντικός ή και αντιιμπεριαλιστικός όπως τον ονομάζουν μια σειρά από δυνάμεις παγκόσμια, από άκρη σε άκρη του πολιτικού φάσματος. Στην ουσία του, είναι ένας πόλεμος του κεφαλαίου, ανάμεσα στον μέχρι τώρα κυρίαρχο πόλο ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε. και τον υπό διαμόρφωση πόλο Ρωσίας-Κίνας κ.α., με στόχο τον έλεγχο των πηγών και δρόμων ενέργειας σε μια νευραλγική περιοχή, αλλά και για τη διαμόρφωση ισχύος και σφαιρών επιρροής σε μια εξελισσόμενη θανάσιμη παγκόσμια αντιπαράθεση.
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Το ζητούμενο δεν είναι να περιγράψουμε την πραγματικότητα με όσο το δυνατόν πιο μελανά χρώματα. Ο εργαζόμενος κόσμος βιώνει καλά στο πετσί του την δυσκολία του να βγάλει τον μήνα, να ζεστάνει το σπίτι του ή να πληρώσει το νοίκι η νεολαία καταλαβαίνει από πρώτο χέρι ότι της στερείται οποιαδήποτε προοπτική.
Το βασικό ζητούμενο είναι η συγκρότηση του στρατοπέδου που θα μιλήσει για «ψωμί, δουλειά, ελευθερία, ειρήνη, διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και των λαών» και θα αντιπαρατεθεί στη θυσία για τα καπιταλιστικά κέρδη, τις πολεμικές δαπάνες, στην εθνικιστική τύφλωση και το φανατισμό, τη μετατροπή των νέων σε κρέας για τα κανόνια του κεφαλαίου.
Πριν από λίγες μέρες ο σύντροφος Κώστας Τζιαντζής που σαν αυτές τις μέρες έφυγε από την ζωή πριν από 11 χρόνια, είχε την τιμητική του στην όψιμη αντιπολιτευομενη εφημερίδα Βήμα. Ο γνωστός πολιτικός χαμαιλέοντας Μίμης Ανδρουλάκης, σε μια προσπάθεια να ξαναγράψει την ιστορία και κυρίως τον δικό του ρόλο, του χρέωσε την ευθύνη για την περιβόητη Πανσπουδαστική νο 8. Δεν θα σταθούμε εδώ στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, καθώς η ίδια η διαδρομή του Κώστα τόσο στην αντιδιδακτορική πάλη όσο και συνολικά στο κομμουνιστικό κίνημα μιλούν από μόνες τους. Θα σταθούμε όμως σε ένα απόσπασμα από το γνωστό του κείμενο «Μηνύματα από τον Αντιδικτατορικό Αγώνα», όπου αναφέρει πως για τους αγωνιστές της ανατροπής τα «άλυτα» προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής συμπυκνώνονται στο γνωστό (και κάπως σχηματικό) τρίπτυχο:
– Τι κάνουμε τώρα;
– Με τι τρόπους, μέσα και «όπλα»;
– Με ποια προοπτική και από ποια σκοπιά;
1) Τι κάνουμε επομένως τώρα;
Η μόνη λύση είναι ο δρόμος θα έλεγε κάποιος. Αναμφίβολα αναγκαίο, αρκεί όμως από μόνο του; Πόσοι και πόσοι μαχητικοί και ανυποχώρητοι αγώνες έγιναν το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Έφεραν ορισμένα αποτελέσματα, καθυστέρησαν πλευρές τις επίθεσης, αλλα σίγουρα δεν διαμόρφωσαν ένα αντίπαλο δέος που να αντιστοιχεί στο μέγεθος της επίθεσης αλλά και της απειλής που βιώνει η ανθρωπότητα.
Μήπως όμως επειδή το κίνημα δεν είναι το παν, πρέπει να βάλουμε την πολιτική με Π κεφαλαίο στο τραπέζι θα αντέτεινε κάποιος άλλος; Να πέσει η κυβέρνηση της δεξιάς με κάθε τρόπο και βλέπουμε. Και δώστου «Μητσοτάκη κάθαρμα», «ss- ΝΔ παιδεραστές» και άλλα. Η αντιπολίτευση απέναντι σε αυτή την πραγματικά επικίνδυνη για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα κυβέρνηση είναι όντως αναγκαία και δεν πρέπει να την φοβηθούμε στο όνομα του ότι ρίχνει νερό στον μύλο ξένων ποταμιών, δεν χρειάζεται όμως και μεγάλη φαντασία για να καταλάβουμε πως η απλή κυβερνητική εναλλαγή με προκαθορισμένο τον βασικό καμβά της ασκούμενης πολιτικής δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο τις ζωές των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Σε τελική ανάλυση η λύση είναι ο «δρόμος», αλλά μετασχηματισμένος στη μορφή ενός κινήματος με συνολικά αντικαπιταλιστικά πολιτικά χαρακτηριστικά που μπορεί να επιβάλει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση καταχτήσεις.
Μια μάχη που πρέπει να δοθεί τώρα για να μην περάσουμε νέο χειμώνα του 42 όπως λένε χαιρέκακα οι Αδώνηδες, οι Μακρόν και όλες οι σύγχρονες Μαρίες Αντουανέτες. Μια μάχη που αν θες να την δεις στα σοβαρά εξαρτάται τόσο από την ανάγκη γενναίας αύξησης των μισθών που θα επιβάλλει το εργατικό κίνημα ξεπερνώντας το εξοργιστικό 751 του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα 825 ευρώ του ΠΑΜΕ (αλήθεια ποιος μπορεί να ζήσει με αυτά τα λεφτά;), αλλά και με πολιτικά αιτήματα πάλης για την κατάργηση του χρηματιστήριου ενέργειας, την ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων και την εθνικοποίηση των ενεργειακών ομίλων με εργατικό έλεγχο. Με σύγκρουση δηλαδή με τον πυρήνα της πολιτικής της Ε.Ε. που κάθε άλλο παρά εκτός από την τρέχουσα πολιτική συζήτηση δεν είναι όπως λένε διάφορες αριστερές δυνάμεις σήμερα.
Μια μάχη που δεν μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα για την πολεμική απειλή. Το μαχόμενο εργατικό κίνημα πρέπει να παλέψει στο σήμερα για την αποτροπή του πολέμου, την ειρήνη, την απεμπλοκή της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, την ακύρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το ερώτημα βέβαια γίνεται πιο «σκληρό» όταν αφορά τη στάση απέναντι στην πολεμική ψύχωση στο πλαίσιο του άδικου και αντιδραστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, γιατί όταν ο πόλεμος είναι κάμποσα χιλιόμετρα μακριά μπορείς σχετικά εύκολα να τηρείς μια στάση εναντίωσης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο όπως κάνει το ΚΚΕ, το θέμα όμως είναι εδώ τι κάνεις. Θα δεχτούμε τις εξωφρενικές πολεμικές δαπάνες στην Ελλάδα, στο όνομα της (δήθεν αποκλειστικά) επιθετικής Τουρκίας ή θα απαιτήσουμε να ακυρωθούν τα εξοπλιστικά προγράμματα σε όφελος κοινωνικών πολιτικών και αύξησης των εργατικών μισθών;
Μια μάχη που οφείλει να βάλει στο στόχαστρο τον ίδιο τον πυρήνα της αστικής πολιτικής. Αν στον αντι-μνημονιακό κύκλο του 2010-2012, φάνταζε ως αιτία των προβλημάτων μια «ειδική» πολιτική (μνημόνια) και ως ένοχος οι μνημονιακές κυβερνήσεις, δεν είναι σήμερα οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της εξουσίας που λένε ότι την ενεργειακή και γενικότερη φτώχεια την προκαλεί η συνολικότερη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς;
2) Πως, με ποιο τρόπο θα γίνουν όλα αυτά;
Χρειαζόμαστε ένα αποφασιστικό σχέδιο κλιμάκωσης και αντεπίθεσης με προοπτική νίκης. Σημαντικοί εργατικοί αγώνες «σκάνε» στο προσκήνιο με την μορφή της άμπωτης και της πλημμυρίδας (Μαλαματίνα, e-food, Cosco, ΛΑΡΚΟ, εκπαιδευτικοί κ.α.) ενώ και η συμμετοχή στην πρόσφατη απεργία ήταν σημαντική και ιδιαίτερα ελπιδοφόρα η εικόνα της συγκέντρωσης των Χαυτείων. Παράλληλα, ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η «ηλικιακή» τομή που εμφανίζεται στις πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές με τη νεολαία να εμφανίζεται ως ένας κατεξοχήν πόλος δυσαρέσκειας, διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης, έστω και με αντιφατικές μορφές. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι ότι «δεν κουνιέται φύλλο» όπως συχνά λέγεται, αλλά ότι οι αγώνες εμφανίζονται σπασμωδικά, χωρίς σύνδεση μεταξύ τους και κυρίως χωρίς συνολική πολιτική στόχευση. Η αντιπαράθεση δύσκολα γενικεύεται σε πιο κεντρικά ζητήματα που αντικειμενικά μπορούν να ενώσουν διαφορετικά τμήματα του κινήματος, αλλά εγκλωβίζεται στα ζητήματα του χώρου. Στο τέλμα αυτό, σοβαρή ευθύνη έχουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ με το ειδικό βάρος που έχουν στο εργατικό κίνημα, που περιορίζονται αυστηρά σε αγώνες διαμαρτυρίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στην εκλογική κοινοβουλευτική ενίσχυση.
Ο ανεξάρτητος εργατοδημοκρατικός συντονισμός όλων αυτών των προσπαθειών σε ένα ανεξάρτητο κέντρο αγώνα που θα καταφέρει να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων από τον υποταγμένο εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό και το ημερολόγιο ήττας του, και θα χαράξει έναν σχεδιασμό που θα μπορεί να πηγαίνει τους αγώνες μέχρι τέλους, αποτελεί αντικειμενική δυνατότητα και ανάγκη της εποχής.
Αν ο πρώτος πυλώνας, είναι η ύπαρξη ενός ορατού και ευδιάκριτου άλλου πόλου στο εργατικό κίνημα τότε ο δευτερος πυλώνας δεν μπορεί παρά να είναι συγκρότηση ενός άλλου πολιτικού πόλου.
Σε μια κατεξοχήν πολιτική εποχή όπως η σημερινή, είναι προφανές ότι επείγει η συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα που θα συγκρούεται με την ουσία της αστικής πολιτικής και όχι μόνο με επιμέρους αιχμές της, και θα μπορεί να τροφοδοτεί και να προσανατολίζει θετικά τους αγώνες. Με πολιτική συσπείρωση με βάση το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, σαφή πολιτική οριοθέτηση από τα ρεύματα του παλιού και νέου ρεφορμισμού που θα εξασφαλίζει μεν την ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής, δεν θα μπαίνει όμως ανάχωμα στην αναγκαία ανατρεπτική κοινή δράση ακόμα και ετερόκλητων δυνάμεων. Πρέπει να είναι σαφές πως χωρίς την ανεξάρτητη πολιτική συγκρότηση ενός άλλου ρεύματος στην αριστερά, όσο μαχητικοί και συγκρουσιακοί αγώνες και να ξεσπάνε, αυτοί και δεν θα έχουν τα απαραίτητα πολιτικά καύσιμα για να πάνε μέχρι τέλους και θα λεηλατούνται πολιτικά από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΕΡΑ 25 ή του ΚΚΕ.
Καρδιά και πυροδότης όλων των παραπάνω μπορεί και πρέπει να αποτελέσει η ανώτερη στρατηγική ενοποίηση δυνάμεων για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα στην εποχή μας, αλλά και η προσπάθεια διεύρυνσης ενίσχυσης και εξέλιξης του αντικαπιταλιστικού μετώπου σήμερα με πυρήνα τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
3ο) Με ποια προοπτική και από ποια σκοπιά;
Σε αντίθεση με αντιλήψεις που θεωρούν πως τα συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο δια της πρόσδεσης στο άρμα κάποιου άλλου πολιτικού φορέα (χαρακτηριστική ήταν το 2010-2012 η αντίληψη ότι μόνο δια του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δικαιωθεί ο αντιμνημονιακός αγώνας) ή ακόμα χειρότερα στο άρμα κάποιου εναλλακτικού αστικού συνασπισμού που ανταγωνίζεται τον κυρίαρχο αστικό πόλο, όπως αντιλήψεις που μας καλούν σήμερα να πάρουμε θέση υπερ του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού πόλου που πολεμάνε για την παγκόσμια κυριαρχία, το ζήτημα της ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής από την αστική και τα καπιταλιστικά μπλοκ αναδεικνύεται σε κομβικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα και την αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για να συγκροτηθεί το στρατόπεδο των «από κάτω».
Η ταξική πάλη δεν είναι μπιλιάρδο για να προσδοκούμε να ευνοηθούμε από κάποια καραμπόλα της αστικής πολιτικής, πολύ περισσότερο που η ίδια η ιστορία δείχνει πως όταν τσακώνονται τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια. Αντίστροφα, η αυτοτέλεια της εργατικής πολιτικής είναι το μοναδικό εχέγγυο για να μπορέσουν να αναπνεύσουν τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και να αναπτύξει αυτοτελή επαναστατική πολιτική δράση με τέτοια πρωτοβουλία, μαζικότητα και πολυμορφία που δεν μπορεί να την συλλάβει ούτε το καλύτερο πολιτικό σχέδιο.
Σήμερα για να νικήσουν οι αγώνες, οι εξεγέρσεις και τα κινήματα που ξεσπούν παντού και είναι εντός του μέλλοντος μας, χρειαζόμαστε μια νέα κομμουνιστική απάντηση στα μεγάλα θέματα της ανθρωπότητας που θα μπορεί να προσανατολίζει, να δίνει θετική διέξοδο και ανάλογη οργανωτική συγκρότηση που θα μετατρέπει την κοινωνική οργή σε υλική δύναμη ανατροπής. Όπως αναφέρει πάλι ο σύντροφος Κώστας Τζιαντζής, Η δικτατορία ηττήθηκε, ανατράπηκε, γιατί τελικά ο επαναστατικός αγώνας, η ριζική επαναστατική προοπτική μπήκαν ξανά στη ζωή, απείλησαν μ’ ένα καινούριο ξεκίνημα. Έτσι και σήμερα, στην κατεξοχήν εργατική εποχή το βάθος των αντιθέσεων κάνει αντικειμενικά πιο επίκαιρη τη «στρατηγική» απάντηση της επανάστασης και του κομμουνισμού. Η ανάγκη άλλης κοινωνίας του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, η επαναστατική ανατροπή του σημερινού άδικου και καταστροφικού συστήματος, γίνεται ανάγκη επιβίωσης, καθώς ενδιάμεσες «λύσεις» μέσα στα πλαίσια της σημερινής κατάστασης δεν μπορούν να σταθούν.
Η κυρίαρχη Αριστερά, παραδοσιακά στο όνομα της έλλειψης συσχετισμών «φετιχοποιούσε» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και στην ουσία το υποβάθμιζε ταξικά και πολιτικά, σπαταλώντας την όποια δυναμική του. Το ξέκοβε απ’ το σύνολο των αντικαπιταλιστικών στόχων και την επαναστατική επιδίωξη, και καθώς δεν μπορούσε τελικά να διανοηθεί άλλη υλική μορφή «αλλαγής των συσχετισμών» πέρα, απ’ την επίδρασή της στις κατευθύνσεις του αστικού κυβερνητικού σκηνικού κατέληγε στον κυβερνητισμό, στη διεκδίκηση μεριδίων της πολιτικής εξουσίας με μαχητικό σαπόρτ το λεγόμενο μαζικό κίνημα.
Αν κάτι όμως πάντα θα υπενθυμίζει το Πολυτεχνείο είναι πως το ρήγμα της εξέγερσης αντικειμενικά άνοιξε και ένα ρήγμα στην αριστερά, υπογραμμίζοντας ότι ήταν η πολιτική επιμονή και ξεροκεφαλιά εκείνης της επαναστατικής τάσης της αριστεράς που διαπερνούσε οριζόντια όλα τα ρεύματα της εποχής, που συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη των πραγμάτων, σε αντίθεση με άλλες γραμμές που προετοίμαζαν από τότε τις μελλοντικές ήττες. Και που μας υπενθυμίζει πως όσο δύσκολοι και μαύροι και αν φαντάζουν οι συσχετισμοί, μονόδρομος είναι η πάλη για τα δικά μας Πολυτεχνεία του 21ου αιώνα που θα φέρουν στο dna τους, θα αφομοιώνουν και θα μετασχηματίζουν όλες τις μέχρι τώρα ήττες και όλες τις μέχρι τώρα νίκες. Για να ηχήσουν ξανά στους δρόμους τραγούδια νέων εξεγέρσεων!”