Γιώργος Παυλόπουλος
Πολλές, βαθιές και παράλληλες κρίσεις πλήττουν τη Βρετανία και συμπυκνώνονται στο πρωτόγνωρα ρευστό πολιτικό σκηνικό, αλλά και τις αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων, οι οποίες μαρτυρούν αδιέξοδα και πανικό στην αστική τάξη.
Ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ρίσι Σούνακ, ξεκίνησε τη θητεία του με πολλές εντυπωσιακές επιδόσεις και πρωτιές. Εξελέγη πρακτικά χωρίς αντίπαλο, αφού ο Μπόρις Τζόνσον αποσύρθηκε από την κούρσα και η Πένι Μόρντοντ αποδείχθηκε πολύ «λίγη». Είναι ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας, καθώς και ο πρώτος με καταγωγή από μία πρώην αποικία της, την Ινδία. Θεωρείται, δε, ένας από τους πλουσιότερους πολιτικούς ηγέτες που αναδείχθηκαν ποτέ (αν όχι ο πλουσιότερος), καθώς επίσης η σύζυγός του είναι κόρη και κληρονόμος του ιδιοκτήτη του κολοσσού Infosys, η χρηματιστηριακή αξία του οποίου αποτιμάται κοντά στα 80 δισ. δολάρια.
Όχι και άσχημα, θα έλεγε κανείς, για έναν άνθρωπο ο οποίος εξελέγη πρώτη φορά στο κοινοβούλιο το 2015, ενώ μέχρι τότε ήταν διευθυντικό στέλεχος επενδυτικών τραπεζών, όπως η Goldman Sachs. Μόνο που, δυστυχώς για τον ίδιο και όσους τον στήριξαν ή ποντάρουν πάνω του, αυτά δεν αρκούν για να του διασφαλίσουν την πολιτική επιτυχία και μακροημέρευση. Διότι, πολύ απλά, σήμερα υπάρχουν σε πλήρη εξέλιξη πολλές παράλληλες και βαθιές κρίσεις, που καθιστούν αβέβαιο το μέλλον της χώρας στην οποία πολλοί θεωρούν ότι ουσιαστικά γεννήθηκε ο καπιταλισμός με την ολοκληρωμένη του μορφή.
Αναμφίβολα, η Βρετανία παραμένει μια ισχυρή και υπολογίσιμη οικονομική δύναμη, καθώς το (ονομαστικό) ΑΕΠ της είναι το πέμπτο μεγαλύτερο παγκοσμίως και το δεύτερο στην Ευρώπη μετά από εκείνο της Γερμανίας. Επίσης, το Σίτι του Λονδίνου εξακολουθεί να είναι ένα από τα κορυφαία χρηματιστηριακά κέντρα στον πλανήτη και έδρα πολλών ναυτιλιακών κολοσσών, ενώ ουδείς μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η χώρα διαθέτει και πυρηνικό οπλοστάσιο.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν τρεις παράγοντες, στενά αλληλοσυνδεόμενοι, που διαμορφώνουν νέα δεδομένα και αμφισβητούν τα «κεκτημένα». Ο πρώτος σχετίζεται, αναμφίβολα, με την ένταση των διεθνών ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και το «λαχάνιασμα» της παγκοσμιοποίησης. Οι εξελίξεις αυτές αντικειμενικά πλήττουν στην «καρδιά» το βρετανικό κεφάλαιο, καθώς ο χαρακτήρας του ήταν σαφώς κοσμοπολίτικος, με τις δραστηριότητες και την κερδοφορία του να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στη διάδραση με τα ξένα κέντρα, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Κίνας, της Ευρώπης και, φυσικά, των ΗΠΑ.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με το Brexit και την επιλογή του βρετανικού καπιταλισμού να παίξει μια «ζαριά» γεμάτη ρίσκο. Μόνο που αντί για τις… εξάρες ή, έστω, τα ντόρτια στα οποία υπολόγιζε, διαπιστώνει ότι έφερε ασσόδυο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χάσει την παρτίδα. Φυσικά, στην απέναντι πλευρά της Μάγχης, αυτό αξιοποιείται προκειμένου να σταλεί ένα μήνυμα ότι «όποιος βγαίνει έξω από το μαντρί τον τρώνε οι λύκοι», προκειμένου να κοπεί η όρεξη σε όσους σκέφτονται να ακολουθήσουν τον δρόμο της εξόδου. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι αυτό συνέβη επειδή τα αστικά συμφέροντα ηγεμόνευσαν συντριπτικά την περίοδο που ακολούθησε το δημοψήφισμα του 2016, «πνίγοντας» στο εθνικό παραλήρημα (το οποίο εξέφρασε καλύτερα από όλους ο Τζόνσον) τις ελπίδες και τις ταξικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Το «χαρτί» του Brexit, αντί για άσος στα χέρια του βρετανικού κεφαλαίου, απειλεί να το «κάψει»
Όσο για τον τρίτο παράγοντα, παραπέμπει στις φυγόκεντρες τάσεις που ενισχύονται διαρκώς, απειλώντας να διαλύσουν το Ηνωμένο Βασίλειο εις τα εξ ων (βίαια) συνετέθη. Για του λόγου το αληθές, οι Σκοτσέζοι έχουν θέσει στόχο την πραγματοποίηση νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία τους το 2023, με τις πιθανότητες να επικρατήσει το «ναι» να είναι αυτή τη φορά πολύ μεγαλύτερες. Την ίδια στιγμή, το ζήτημα έχει αρχίσει να ανακινείται και στη Βόρειο Ιρλανδία, όπου το Σιν Φέιν έχει αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα, σε συνδυασμό, βεβαίως, με το έντονο κοινωνικό ζήτημα, καθώς και με το «αγκάθι» που εξακολουθεί να υπάρχει στο πρωτόκολλο που συνόδευσε το Brexit. Πρακτικά, οι λαοί που υπέταξαν οι ισχυρότεροι Άγγλοι στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, ετοιμάζονται να τους εκδικηθούν με το «χαρτί» που οι ίδιοι έπαιξαν για να πετύχουν την έξοδο από την ΕΕ — αυτό του εθνικισμού.
Σε όλα τα παραπάνω, όπως είναι φανερό, οφείλουμε να προσθέσουμε και τη βαθιά κοινωνική κρίση, με την τρομακτική επέκταση της φτώχειας και τη διεύρυνση των ανισοτήτων, φαινόμενα που πλέον μοιάζουν να αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις. Μόνο που, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, κάτι λείπει και από αυτή την εξίσωση…