Παναγιώτης Ξοπλίδης
Φάκελος: Ιταλικές εκλογές
Διαχειριστική λογική και κυβερνητισμός οδήγησαν στην ενσωμάτωση και τη συρρίκνωση
Η νίκη της νεοφασιστικής ακροδεξιάς στην Ιταλία αναδεικνύει την καταστροφική πορεία του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, με τα συντρίμμια της κληρονομιάς του να βρίσκονται στο όριο της εξαΰλωσης. Το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της δυτικής Ευρώπης, που είχε φτάσει να διεκδικεί την εξουσία με το εκλογικό ποσοστό του 34% το 1976, είναι πλέον μια ανάμνηση, την ύπαρξης της οποίας πολλοί νέοι σε ηλικία ψηφοφόροι δεν γνωρίζουν καν. Ως κληρονόμοι εμφανίστηκαν σε αυτές τις εκλογές τρία «ενωτικά μέτωπα».
Η Ιταλική Αριστερά και οι Πράσινοι, κατέβηκαν σε συμμαχία μεταξύ τους αλλά υπό την ομπρέλα του Δημοκρατικού Κόμματος, ως άλλοθι για να τοποθετούνται οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι, ΝΑΤΟϊκοί δολοφόνοι του ΔΚ ακόμα στο Κέντρο! τα τελευταία χρόνια, μοναδικό κριτήριο της τακτικής της Ιταλικής Αριστεράς και των Πρασίνων ήταν η διατήρηση της κοινοβουλευτικής παρουσίας μέσω της εκλογικής συμμαχίας με τα κόμματα που στήριξαν την πραξικοπηματική κυβέρνηση τεχνοκρατών του Ντράγκι.
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση προχώρησε στη δημιουργία της Λαϊκής Ένωσης με τη συμμετοχή της –προβαλλόμενης ως αντικαπιταλιστικής– «Εξουσίας στον Λαό» και μικρότερων δυνάμεων. Η ηγεμονική όμως δύναμη αυτού του μετώπου είναι το κόμμα του πρώην δημάρχου της Νάπολης και πρώην εισαγγελέα, Λουίτζι Ντε Ματζίστρις. Η συμμαχία αυτή συγκροτήθηκε με την ελπίδα να ξεπεράσει το όριο του 3% για να εκπροσωπηθεί στη Βουλή. Συγκέντρωσε τελικά λιγότερο από 1,5%. Ο Ντε Ματζίστρις καλλιεργεί την εικόνα ενός κινήματος «κατά της διαφθοράς», με έντονα τα στοιχεία της προσωπικής προβολής. Το πρότυπο είναι ανάλογα κόμματα της Προοδευτικής Διεθνούς των Βαρουφάκη, Κόρμπιν, Σάντερς, που εμφανίζουν ως «ανανεωτική» προοπτική μια σύγχρονη «προσωπολατρεία», χωρίς καμιά πραγματική επαφή με κοινωνικούς αγώνες και τις συλλογικές μορφές δράσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Το τρίτο μέτωπο που συμμετείχε στις εκλογές, με ιστορική αναφορά στην κομμουνιστική μάλιστα αριστερά, ήταν η «Κυρίαρχη και Λαϊκή Ιταλία» με πρωτοβουλία του (νέου) Κομμουνιστικού Κόμματος. Το πρόγραμμα του μετώπου δεν είχε βέβαια την παραμικρή σχέση με κομμουνισμό, αλλά αφορούσε ένα ανορθολογικό μέτωπο αντιεμβολιαστών και «πατριωτών» που κέρδισε το 1,2% των ψήφων.
Η εικόνα ενός κομμουνιστικού κινήματος που μεταπολεμικά διοικούσε τους περισσότερους δήμους της Ιταλίας, είχε τον έλεγχο των ισχυρών συνδικάτων στη βιομηχανία, παρήγαγε θεωρία ως η ηγετική δύναμη του ευρωκομμουνισμού, είναι σήμερα θλιβερή αλλά όχι και ανεξήγητη. Οι αλλεπάλληλοι ιστορικοί συμβιβασμοί του παλιού ΚΚΙ, ήδη από τη δεκαετία του ’70 οδήγησαν στη σταδιακή ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό σύστημα. Μετά το 1989, επέλεξε να αυτοδιαλυθεί και να γίνει παρατηρητής της μπερλουσκονοποίησης του ιταλικού πολιτικού συστήματος, η οποία δεν αφορούσε μόνο την ιταλική δεξιά αλλά τη συνολική μετατόπιση προς την επιφανειακή πολιτικοποίηση, τις συμμαχίες χωρίς αρχές, την επιβολή της ακροδεξιάς ατζέντας. Την ίδια περίοδο, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, η ελαστικοποίηση της εργασίας, η συμμετοχή της Ιταλίας στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αντιμετωπίζονταν από την ιταλική αριστερά περισσότερο ως «δευτερεύουσες πλευρές».
Δημιουργήθηκαν δύο πρόσκαιρες προσπάθειες αντιστροφής αυτής της διαλυτικής πορείας. Η συγκρότηση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης το 1991 είχε δώσει ελπίδες στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών κομμουνιστικών κομμάτων μετατρέπονταν σε σοσιαλδημοκρατικά, αφαιρώντας όχι μόνο τη λέξη αλλά και κάθε αναφορά στην κομμουνιστική προοπτική.
Οι εντυπωσιακές εκλογικές καταγραφές των πρώτων χρόνων μετατράπηκαν σε στήριξη της κυβέρνησης Πρόντι το 1996, μιας κυβέρνησης που το βασικό έργο της ήταν η είσοδος της Ιταλίας στην ευρωζώνη, ικανοποιώντας τα δημοσιονομικά κριτήρια που απαιτούνταν. Ακολούθησε μια πορεία διασπάσεων, όπου το επίδικο ζήτημα κάθε φορά ήταν αν η συμμετοχή σε κυβερνήσεις ή εκλογικά μέτωπα με το Δημοκρατικό Κόμμα θα είχε τη μορφή της «κριτικής στήριξης» ή της πλήρους συμμετοχής! Το τελευταίο πράγμα για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί η ιταλική αριστερά είναι ο σεχταρισμός. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση δημιουργούνται «ενωτικά μέτωπα» και μάλιστα ως πιο ελπιδοφόρος θεωρήθηκε ο σχηματισμός που συγκροτήθηκε στις ευρωεκλογές του 2014, «Μια Άλλη Ευρώπη με τον Αλέξη Τσίπρα». Ένα χρόνο μετά, ο εμπνευστής αυτού του εγχειρήματος υπέγραψε μνημόνιο με την ΕΕ και το ΔΝΤ, βυθίζοντας στην «αριστερή μελαγχολία» την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Αντιεμβολιασμός και πατριωτισμός, όχι κομμουνιστική επανεξόρμηση
Φιλορωσική στάση από το νέο ΚΚ, ανταρσία της νεολαίας και άλλες μαχητικές προσπάθειες
Προσπάθεια κομμουνιστικής επανεθεμελίωσης έγινε και με τη δημιουργία, το 2009, ενός νέου Κομμουνιστικού Κόμματος, υπό την καθοδήγηση του ΚΚE. Το νέο κόμμα δήλωσε ότι επανάφερε τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και την επαναστατική στρατηγική, προσπαθώντας παράλληλα να παρέμβει στο εργατικό και στο φοιτητικό κίνημα, μια τακτική ολότελα ξεχασμένη για δεκαετίες από κάθε αριστερή δύναμη στην Ιταλία. Στην πορεία του το ΚΚ ενίσχυσε την προσωποκεντρική οργανωτική δομή με την ηγεμονική παρουσία του ηγέτη Μάρκο Ρίτσο και στη διάρκεια της πανδημίας προέβαλε ως κύριο θέμα την «υγειονομική απολυταρχία» του εμβολιασμού, ενώ στο θέμα του ουκρανικού πολέμου ταυτίστηκε πλήρως με τη ρωσική πλευρά. Άνοιξε έτσι ο δρόμος συμμαχίας με δυνάμεις του «πατριωτικού χώρου», ακόμα και με κάποιες που κινούνται ανοιχτά στα όρια μιας «αντισυστημικότητας» που χαϊδεύει τον ανορθολογισμό με συμπόρευση στο «κίνημα» με περιθωριακές νεοσυντηρητικές δυνάμεις σε θέματα όπως ο αντιεμβολιασμός και η φιλορωσική στάση.
Απέναντι, λοιπόν, σε μια αριστερά που διχάζεται ακόμα και για τη δήλωση της Χίλαρι Κλίντον ότι η «πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία είναι βήμα προόδου», τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί οργανώσεις με κομμουνιστική και ταξική αναφορά. Το Μέτωπο της Κομμουνιστικής Νεολαίας αποχώρησε το 2020 από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ρίτσο και έχει από τότε μια ενεργή και μαζική συμμετοχή στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα αλλά και στις νέες προσπάθειες συγκρότησης της εργατικής νεολαίας, στις οποίες συμμετέχει και το Λαϊκό Μέτωπο (Fronte Popolare). Οι οργανώσεις αυτές επέλεξαν να μην συμμετέχουν σε αυτές τις εκλογές.