Αντώνης Δραγανίγος | Νίκος Σακαλής
▸ Για την «επιβίωση των λαϊκών τάξεων», χωρίς αντικαπιταλιστική ρήξη
Πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο 15-16/10 η συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας στο Γεωπονικό, η οποία κατέληξε σε πολιτική απόφαση και ανάδειξη οργάνων, ενώ υπήρξε και συμπλήρωση του ονόματος σε «ΛΑΕ-Ανυπότακτη Αριστερά». Γραμματείς της ΛΑΕ αναδείχτηκαν οι Δημήτρης Στρατούλης και Μαριάννα Τσίχλη, ενώ στην Πολιτική Γραμματεία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι «Στάθης Λεουτσάκος, πρώην βουλευτής, Δημήτρης Σαραφιανός, δικηγόρος, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, Κώστας Ήσυχος, πρώην υπουργός και βουλευτής».
Βασικό πολιτικό ζητούμενο της διαδικασίας ήταν η διαμόρφωση εναλλακτικής λύσης στο «νεοφιλελευθερισμό». Ήδη από την εισήγηση στη συνδιάσκεψη προβάλλεται μια πρόταση συμπόρευσης και πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας της «αριστεράς», πάνω σε ένα πρόγραμμα άμεσων αιτημάτων, που πυρήνα της έχει την «επιβίωση». Η ανάγκη αυτή τίθεται ξεκομμένα και σε αντιπαράθεση με τους πολιτικούς στόχους ρήξης με τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης. Όπως αναφέρεται στην εισήγηση: «Στις συνθήκες της κρίσης του 2010 -2015, το μεταβατικό πρόγραμμα, που έθετε στο επίκεντρο τη ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις και την προοπτική άμεσης ανατροπής βασικών στοιχείων του νεοφιλελευθερισμού, ήταν μία πετυχημένη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός τέτοιου προγράμματος […] σήμερα, στα πλαίσια ενός πιο αρνητικού συσχετισμού, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να θέτει στο επίκεντρο άμεσα ζητήματα επιβίωσης των λαϊκών τάξεων, να προτείνει άμεσες λύσεις στα ζητήματα που το επόμενο διάστημα θα οξυνθούν, όπως οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης, η στεγαστική κρίση κ.ο.κ.».
Έτσι στην εποχή που ακόμα και οι πιο μικρές νίκες απαιτούν την αμφισβήτηση των ευρύτερων πολιτικών και δημοσιονομικών πλαισίων της κυρίαρχης πολιτικής, που το κεφάλαιο με την πρώτη ευκαιρία προσπαθεί να πάρει πίσω όποια κατάκτηση έχουν αποσπάσει οι εργαζόμενοι, η αριστερά δεν μπορεί να αρκείται σε «άμεσα οικονομικά αιτήματα» ή να μένει σε ένα περιεχόμενο που αναδεικνύει επιμέρους και ξεκομμένους αγώνες. Αυτή η λογική καταλήγει στην εκκωφαντική υποβάθμιση των πολιτικών στόχων που πρέπει τώρα να παλέψουν λαός και νεολαία. Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ευρώ, του χρέους κλπ. περισσότερο μεταφέρονται σε ένα μελλοντικό χρόνο, ενώ αναδεικνύεται η ανάγκη να περιγραφούν (και σχετικά αόριστα) οι προϋποθέσεις ρήξης. Λείπει κάθε αναφορά στο αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, που συγκρούεται με τη στρατηγική του κεφαλαίου και τους πυλώνες της διαχείρισης της κρίσης και υπερβαίνει την καθήλωση στον αντινεοφιλελεύθερο αγώνα. Λείπει η διαπάλη με τον κυβερνητισμό και την «αριστερή διαχείριση» του καπιταλισμού.
Η πρόταση πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας με όλη την Αριστερά οδηγεί σε ρυμούλκηση προς διαχειριστικές λογικές
Αντίθετα. Η πολιτική κατεύθυνση που προτείνει η ΛΑΕ είναι μια «αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση», μια «αριστερά» τύπου Μελανσόν, δηλαδή τελικά η πορεία προς μια νέα σοσιαλδημοκρατία. Η λογική αυτή διαπνέει όλες τις Θέσεις: «Η εμπειρία, με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της Γαλλίας, αλλά όχι μόνο, δείχνει ότι ακόμα και στις μητροπόλεις του αναπτυγμένου καπιταλισμού, διαμορφώθηκαν δυνατότητες σημαντικής διείσδυσης πολιτικών προγραμμάτων που βρίσκονταν σε κατεύθυνση σχετικής ρήξης με τον νεοφιλελευθερισμό». αλλά και από την αλλαγή του τίτλου με προσθήκη της «ανυπότακτης αριστεράς».
Στο θέμα του πολέμου η πολιτική θέση της ΛΑΕ δεν κατανοεί το βάθος του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην εποχή μας, τον χαρακτήρα του πολέμου σαν αντιδραστικό απ’ όλες τις πλευρές. Ο κόσμος ξαναμοιράζεται από ιμπεριαλιστικά κέντρα και αν δεν το δει αυτό η αριστερά είναι ανίκανη να έχει ανεξάρτητη στάση και εργατική απάντηση. Παρομοίως, στο ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού η ΛΑΕ επαναλαμβάνει την κυρίαρχη συστημική άποψη στην Ελλάδα περί «τουρκικής επιθετικότητας», χωρίς ίχνος κριτικής στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, εντασσόμενη έτσι στην «εθνική αφήγηση», και αδυνατώντας να αναγνωρίσει ότι ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας είναι αντιδραστικός, επιθετικός και εχθρικός για τους λαούς και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Από την άποψη της τακτικής ο στόχος της ΛΑΕ φαίνεται να είναι η «ρυμούλκηση» της αντικαπιταλιστιικής αριστεράς σε μια διαπραγμάτευση με τη ρεφορμιστική αριστερά. Αυτό εξυπηρετούσε η παρέμβασή της και οι «συμφωνίες» σε διάφορες εκλογικές προτάσεις που έγιναν το καλοκαίρι. «[…] Ζητήματα που πρέπει να συνδέονται με την αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αλλά και σε επόμενο επίπεδο να συνδέονται με ευρύτερες ρήξεις. Υπό αυτήν την έννοια, στη βάση μιας τέτοιας κατεύθυνσης, ένα πολιτικό μπλοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πρέπει να απευθυνθεί σε όλες, χωρίς εξαιρέσεις, τις δυνάμεις της αριστεράς, όχι μόνο με αντικείμενο την κοινή δράση στο κίνημα, αλλά και στις πολιτικές μάχες, στα πλαίσια εκλογικής συνεργασίας με πλήρη πολιτική, οργανωτική και ιδεολογική αυτοτέλεια». Κι επειδή, μιλώντας για εκλογική απεύθυνση στην αριστερά μάλλον δεν εννοούν το… ΚΚΕ, φαίνεται ότι η μοναδική απάντηση σε αυτές τις Θέσεις είναι η διαπραγμάτευση με το ΜέΡΑ25.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση αυτής της λογικής, το εκλογικό «παζλ» ήδη «στήνεται». Το ΜέΡΑ 25 απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, η ΛΑΕ στην «αριστερά», δηλαδή ουσιαστικά στο ΜέΡΑ25 και έτσι διαμορφώνεται στην πράξη ένα πολιτικό και εκλογικό συνεχές, που αντικειμενικά «χωνεύει» πολιτικά τους αγώνες των τελευταίων χρόνων στο «δημοκρατικό μέτωπο» της αστικής εναλλαγής, είτε στον πρώτο είτε στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Δεν αξίζει σε όσους αντιστάθηκαν στο «θα λογαριαστούμε μετά», σε όσους έσπασαν τα πόδια τους στην υπεράσπιση των διαδηλώσεων και στην μάχη με τους ΟΠΠΙ να γίνουν δωρητές σώματος στις «δημοκρατικές δυνάμεις», μια καρικατούρα του 2010-2015.
Οι «πρώην», οι νυν και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση
Στην πολιτική κατεύθυνση της ΛΑΕ, η πολιτική πάλη και οι πολιτικές νίκες του στρατοπέδου των «από κάτω» έχουν ως κύρια πλευρά την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το ότι δεν παίρνει διαζύγιο από αυτήν τη λογική αποτελεί σημαντική αδυναμία ενός χώρου που συγκροτήθηκε από αγωνιστές που αντέδρασαν και έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της αστικής μετάλλαξής του. Εκείνη η περίοδος ανέδειξε πιο έκδηλα από ποτέ, ότι παρά τις προθέσεις, όταν το λαϊκό κίνημα και η αριστερά, αφήνουν τις ελπίδες τους στην κοινοβουλευτική λύση και σε μια αριστερή κυβέρνηση, δεν μπορούν να πετύχουν την ανατροπή του μαύρου αστικού πλαισίου. Έτσι, δεν εμπνέει το γεγονός ότι στα δελτία τύπου για τη συνδιάσκεψη υπάρχουν πολλές αναφορές σε πρώην βουλευτικές και υπουργικές ιδιότητες, σε μια προσπάθεια αναπαλαίωσης της αναφοράς σε εκείνη την περίοδο.
Ριζικά άλλο δρόμο πρέπει να χαράξει η αντικαπιταλιστική αριστερά. Όπως σημείωσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον χαιρετισμό της «το κρίσιμο ζήτημα είναι η ύπαρξη μιας ισχυρής, μετωπικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Μιας αριστεράς μαχόμενης στους αγώνες, βαθιά αντικαπιταλιστικής στο πρόγραμμά της, ανοιχτής και ενωτικής στις μαζικές και κινηματικές της πρωτοβουλίες». Επίσης προσέθεσε: «Ο δρόμος της “ανάσχεσης” του αντίπαλου χωρίς αμφισβήτηση της στρατηγικής του, ο δρόμος των «άμεσων στόχων ανακούφισης», που δεν συνδέονται με την αμφισβήτηση της “δικτατορίας των κερδών”, του κεφαλαίου και των δεικτών της ΕΕ, έχει αποδειχθεί ότι όχι μόνο δεν φέρνει κατακτήσεις, αλλά καθιστά την αριστερά συνυπεύθυνη, ρίχνει αέρα στα πανιά της ακροδεξιάς. Αυτή η μεγάλη μάχη είναι ανάγκη των καιρών. Σε αυτή τη μάχη δεν περισσεύει κανένας».