Ρόζυ Μονάκη,
Γιώργος Παπαγκίκας
Να υπερασπιστούμε τη χειραφετητική δυνατότητα έκφρασης
Με αφορμή τον ακτιβισμό των δύο μελών της ΜΚΟ Just Stop Oil, ξανανοίγει μια κουβέντα γύρω από τις μορφές των αγωνιστικών δράσεων, καθώς και την πιθανή εμπλοκή της τέχνης στον πολιτικό αγώνα. Ακόμα κι αν διαφωνούμε με τέτοιου είδους τακτικές, οφείλουμε να υπερασπιστούμε τις ακτιβίστριες κόντρα στο καταστροφικό σύμπλεγμα του κεφαλαίου και το αφήγημα των καθεστωτικών ΜΜΕ. Κόντρα στο βρετανικό κράτος που στοχοποιεί και συλλαμβάνει μέλη της ΜΚΟ, ενώ ετοιμάζει σχέδια νόμου για τιμωρίες ακτιβισμών με πολύμηνες φυλακίσεις.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι πράξεις αυτές, παρά τη δυναμική τους, όντας αποκομμένες από κάποιο μαζικό συλλογικό υποκείμενο αγώνα ή κάποια εξεγερσιακή κατάσταση ενός κινήματος, έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Επειδή, λειτουργώντας αποκλειστικά με όρους θεάματος, καταλήγουν στην επισκίαση του περιεχομένου του μηνύματός τους από την ακρότητα της μορφής, η οποία μπορεί εύκολα να αποσπαστεί από αυτό και να χειραγωγηθεί. Έτσι καταλήγουν ατομικές εκφράσεις οργής, που, αν και ηρωικές, κινούνται σε σαφή όρια.
Η συγκεκριμένη ενέργεια είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Μια δράση με σαφείς αναφορές στην καταστασιακή θεώρηση περί τέχνης, που έγινε viral εξαιτίας της ακρότητάς της, δηλαδή της φαινομενικής καταστροφής ενός μοναδικού έργου του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτός ο ακτιβισμός, μακριά από κάποιο μαζικό αγωνιστικό κίνημα, μετατράπηκε σε είδηση που διαμορφώθηκε και κυκλοφόρησε αποκλειστικά από τα κέντρα ελέγχου ροής πληροφορίας με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πράγμα που έθεσε την ιδεολογική βάση της συζήτησης. Έτσι, το ενδιαφέρον καθοδηγήθηκε προς την εν δυνάμει καταστροφή ενός πίνακα, την «επιπολαιότητα της νιότης», τις καλλιτεχνικές υποδηλώσεις της επιλογής της κονσέρβας κ.ο.κ. Συζητήθηκε, δηλαδή, το οτιδήποτε εκτός του πραγματικού λόγου της δράσης, του μείζονος περιβαλλοντικού προβλήματος που προκαλεί η εξόρυξη πετρελαίου.
Όμως, η δράση αυτή αποτελεί μια ακόμα προσθήκη στον διάλογο περί πολιτικής διάστασης της τέχνης, θυμίζοντας την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην «καλλιτεχνική δημιουργία» και τις «παραδοσιακές» μορφές αγώνα. Στην προσπάθεια γεφυρώματος αυτού του χάσματος, είναι σημαντικό να αποφύγουμε τη συνολική απόρριψη κάποιας μορφής δράσης, αλλά να επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τα προωθητικά χαρακτηριστικά της και να τα ενσωματώσουμε σε μια συλλογική επαναστατική τακτική. Η αντίληψη της τέχνης ως μια παγιωμένης κατάστασης κρεμασμένης σε τοίχους μουσείων και ράφια βιβλιοθηκών αποκόπτει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Μόνο εάν αντιληφθούμε την τέχνη ως ενεργή ιστορική αποτύπωση της ροής της ζωής και έκφρασης της επιθυμίας υπέρβασης του παρόντος, θα καταφέρουμε να αναδείξουμε τον εγγενή πολιτικό πυρήνα της καλλιτεχνικής διαδικασίας.
Με αυτήν την συλλογιστική, θα αναγνωρίσουμε σε τέτοιες δράσεις όχι μόνο τις προαναφερθείσες προβληματικές, αλλά και τις πιθανές δυνατότητες. Έτσι, στην κοινωνία του θεάματος, ίσως να μπορέσουμε να φανταστούμε τα επαναστατικά υποκείμενα ως δημιουργούς ζωντανών καταστάσεων αμφισβήτησης του υπάρχοντος. Ως ιστορικούς φορείς μιας βέβηλης φαντασιακής συνθήκης, απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης. Ως δημιουργούς μιας χειραφετητικής δυνατότητας έκφρασης.