Γιώργος Νικολαΐδης*
▸Το πρόσφατο περιστατικό σεξουαλικής εκμετάλλευσης της 12χρονης στον Κολωνό αναδεικνύει όλα τα ελλείμματα και τις υστερήσεις στο πλαίσιο προστασίας των παιδιών στην χώρα μας.
Και πρώτα-πρώτα αναδεικνύει το μεγάλο έλλειμμα στον πρώιμο εντοπισμό και στην προληπτική παρέμβαση σε οικογένειες με παιδιά που βρίσκονται σε αυξημένη ευαλωτότητα: μια οικογένεια με οχτώ παιδιά, με ένα γονέα με προβλήματα ουσιοεξάρτησης, χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, με τα παιδιά να βοηθούν την μητέρα να καθαρίζει σπίτια και καταστήματα αποτελεί από μόνη της μια συνθήκη που κάνει τα παιδιά εύκολη λεία σε κάθε επίδοξο κακοποιητή. Σε μια κοινωνία στην οποία λειτουργούν συντεταγμένα κοινωνικές υπηρεσίες μια τέτοια οικογένεια θα είχε εντοπιστεί και θα είχε υποστηριχθεί έτσι ώστε να αποτραπεί κατά το δυνατόν το ενδεχόμενο έκθεσης των παιδιών σε εκμετάλλευση και οποιουδήποτε είδους θυματοποίηση.
Ακόμα και αν αυτό γινόταν όμως, θα εξακολουθούσε να υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιο από τα παιδιά υπό το κράτος απειλής, υποβολής, εξαπάτησης ή χειραγώγησης να έμπλεκε στα δίχτυα κάποιου μεμονωμένου θύτη ή κάποιου κυκλώματος κακοποιητών. Στην περίπτωση που κάτι τέτοιο με όποιο τρόπο έφτανε να αποκαλυφθεί, μια σειρά από συντονισμένες ενέργειες θα έπρεπε να γίνουν έτσι ώστε να ασκηθεί δίωξη στους δράστες και να παρασχεθεί προστασία στο θύμα χωρίς αυτό να επαναθυματοποιηθεί από τις δικανικές διαδικασίες δίωξης των όποιων δραστών. Με αυτό το σκεπτικό τα τελευταία 35 χρόνια έχουν αναπτυχθεί σε πλειάδα κρατών δομές όπου οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι επαγγελματίες υγείας και ψυχικής υγείας έρχονται όλοι μαζί σε ένα σημείο όπου διενεργείται μια και μόνη δικανική εξέταση του παιδιού – θύματος (ή μάρτυρα) με ένα πρωτυποποιημένο τρόπο, η οποία παρακολουθείται από όλους τους εμπλεκόμενους, αυτή η κατάθεση του παιδιού καταγράφεται με ηλεκτρονικά μέσα και το παιδί – θύμα δεν ξανακαλείται σε όλη την δικανική διαδικασία ούτε πριν ούτε μετά από αυτήν την μια και μόνο κατάθεσή του από καμία από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.
Κάτι τέτοιο εκτός των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης γίνεται επίσης π.χ. στην γειτονική Τουρκία σε πάνω από 15 τέτοια κέντρα, στην Βουλγαρία σε πέντε τέτοια εξειδικευμένα κέντρα ενώ πριν 1-2 χρόνια άνοιξε ένα αντίστοιχο κέντρο και στα Τίρανα της Αλβανίας – στην Ελλάδα ακόμα δεν λειτουργεί καμία τέτοια δομή. Και ως εκ τούτου το παιδί – θύμα θα ακολουθήσει την περπατημένη των πολλαπλών χωριστών καταθέσεών του στην αστυνομία, στην εισαγγελία, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας κ.ο.κ.
Επίσης, στην δικανική διαδικασία δεν θα ετίθετο από κανέναν (πόσο μάλλον από μέλη του εισαγγελικού ή του δικαστικού μηχανισμού) θέμα για το «ήθελε να συμμετάσχει» στις πράξεις θυματοποίησής του καθώς θα εθεωρείτο δεδομένο ότι στην περίπτωση σεξουαλικής θυματοποίησης ενός 12χρονου από ενήλικες (και μάλιστα που ανήκουν σε εμφανώς ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα από το ανήλικο θύμα…) δεν υπάρχει εξ ορισμού κανένα περιθώριο «πληροφορημένης έγκυρης συναίνεσης» του ανηλίκου και ότι ακόμα και επί ελλείψει σωματικού καταναγκασμού οι όποιες πράξεις οφείλουν να θεωρούνται αποτέλεσμα βίας, χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Κι αυτό έχει σημασία να το κρατάμε κατά νου γιατί δεν αργεί μάλλον η χρονική στιγμή στην οποία, όπως και στην πρόσφατη υπόθεση Λιγνάδη, κάποιοι θα αρχίσουν να ισχυρίζονται ότι «αφού τα ήθελε δεν ήταν σεξουαλική παραβίαση»… Επίσης, κατά αυτήν την έννοια δεν θα θυματοποιήτο κανένα άλλο μέλος μιας τέτοιας κοινωνικά αποκλεισμένης οικογένειας με ενέργειες μάλλον ακατανόητες που δημιουργούν εντυπώσεις όπως π.χ. η πρόσφατη σύλληψη του τοξικοεξαρτημένου πατέρα της 12χρονης για λόγους κατοχής μικροποσότητας κάνναβης… Τέλος, θα προστατεύονταν όλα τα μέλη μιας τέτοιας θυματοποιημένης οικογένειας από την έκθεσή τους στο αδηφάγο «βλέμμα» των ΜΜΕ που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το σπίτι τους και δημοσιοποιούν κάθε τους κίνηση.
Πέραν όμως, αυτών, θα υπήρχε ένα επαρκές και ποιοτικό δίκτυο υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής μέριμνας για αυτήν την οικογένεια και ιδιαίτερα για το παιδί – θύμα αλλά και τα ανήλικα αδέρφια του. Σήμερα στην Ελλάδα στο μεν σκέλος της ψυχικής υγείας των παιδιών – θυμάτων δεν υπάρχουν και πολλές-πολλές δομές που να μπορούν να αναλάβουν την μεσοπρόθεσμη θεραπευτική πλαισίωσή τους. Οι γενικές δημόσιες υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους είναι τόσο λίγες και τόσο υποστελεχωμένες που πρακτικώς μπορούν να παρέχουν μόνο υποκατάστατα θεραπείας (π.χ. μια κλινική εκτίμηση ανά 8-9 μήνες και μια συνταγή με φαρμακευτική αγωγή) ενώ τα παιδιά αυτά χρειάζονται χρόνια και συστηματική ψυχοθεραπευτική συνοδοιπορία και επιπρόσθετη στήριξη στον λόγο, την ψυχοκινητικότητα, την μαθησιακή τους επάρκεια κ.ο.κ.
Όσο, δε, για την κοινωνική μέριμνα για αυτά τα παιδιά το γεγονός ότι οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες δεν επαρκούν ούτε κατ’ ελάχιστο για μια συστηματική εποπτεία και υποστήριξη (στον Δήμο Αθηναίων εν προκειμένω αντιστοιχούν ένας κοινωνικός λειτουργός που ασχολείται με θέματα παιδικής προστασίας ανά περίπου 47.000 παιδιά!) ενώ τα 2/3 του ανθρώπινου δυναμικού των κοινωνικών υπηρεσιών είναι συμβασιούχοι που ανακυκλώνονται από υπηρεσία σε υπηρεσία χωρίς σταθερότητα. Κι ακόμα, το ότι το ελληνικό «σύστημα» εξακολουθεί να εργάζεται με παντελώς απαρχαιωμένα εργαλεία όπως π.χ. η ιδρυματική τοποθέτηση παιδιών – θυμάτων (αντί της εναλλακτικής τους τοποθέτησης σε ανάδοχες οικογένειες κ.ο.κ.) κάνει τα παιδιά – θύματα, αν τυχόν και δεν έχουν ούτε έναν γονέα ή στενό συγγενή με τον οποίο να μπορούν να διαμείνουν, να καταδικάζονται μετά την αρχική τους θυματοποίηση σε επόμενες επαναλαμβανόμενες θυματοποιήσεις σωματικές, ψυχολογικές και σεξουαλικές αφού η ιδρυματική τοποθέτηση παιδιών επιφέρει πολύ αυξημένους κινδύνους τα παιδιά αυτά να ξαναυποστούν κάθε μορφής βία, κακοποίηση και εκμετάλλευση επειδή ακριβώς τοποθετήθηκαν και διαβιούν σε ένα ίδρυμα…
Εκτός όμως από το τι θα έπρεπε να γίνει, που δυστυχώς ακόμα στην Ελλάδα δεν υφίσταται η δυνατότητα να γίνει, θα πρέπει να επισημανθούν και τα πράγματα που δεν θα έπρεπε να γίνουν ούτως ή άλλως παρότι ένα μέρος της δημόσιας συζήτησης μοιάζει να τα αποζητάει. Δεν πρέπει για παράδειγμα με αφορμή αυτήν την υπόθεση ή οποιαδήποτε ανάλογη να διολισθήσει η κοινωνία σε μια λογική δημόσιας διαπόμπευσης δραστών ή δημόσιας τηλεδίκης τους. Η ιστορία και στο εξωτερικό αλλά και στα καθ’ ημάς δείχνει ότι η απόφανση για το ποιος είναι όντως ένοχος και ποιος όχι σε τέτοιες καταστάσεις δεν μπορεί να βγαίνει με όρους λιντσαρίσματος ούτε εν βρασμώ, αν δεν θέλουμε να γίνουν τραγικά σφάλματα.
Με αυτήν την έννοια όσοι με μεγάλη σπουδή απαιτούν να δημοσιοποιηθούν τα 100 ή τα 213 ή τα όσα άλλα ονόματα θα πρέπει να ξανασκεφτούν: αν τυχόν σε μια λίστα που με κάποιο τρόπο κυκλοφορήσει, εκτός από ονόματα όντως δραστών, συμπεριληφθεί και το δικό τους, με ποιο τρόπο σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την αθώωσή τους και την μη αμαύρωση του ονόματός τους; Με ένα ανάλογο σκεπτικό αλλά και με βάση την διεθνή εμπειρία δεν θα βοηθούσε επίσης το δημόσιο μητρώο δραστών σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων: η απονομή δικαιοσύνης είναι δημόσια λειτουργία και όχι ιδιωτική για να κάνει ο καθένας ότι νομίζει στους ονοματισμένους δράστες. Άλλωστε, σε περιοχές του πλανήτη που υπάρχουν τέτοια δημόσια μητρώα δραστών, η εμπειρία δείχνει ότι δυστυχώς ένα σημαντικό μέρος των εγγεγραμμένων σε αυτά είναι ενήλικες που ως ανήλικα τους καταλογίστηκε κάποτε η σεξουαλική θυματοποίηση κάποιου άλλου ανηλίκου, «ρετσινιά» από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν δια βίου εξ αιτίας τέτοιων μητρών…
Τέλος, είναι όχι απλώς αναποτελεσματική αλλά και επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα η εισαγωγή εξοντωτικών ποινών για τους δράστες τέτοιων αδικημάτων. Δεδομένου του ότι τα παιδιά – θύματα συνήθως γνωρίζουν ήδη τους δράστες με τους οποίους έχουν προϋπάρχουσες σχέσεις εκτίμησης, θαυμασμού, αγάπης, δέους κ.α. ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα διεθνώς στην αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής θυματοποίησης παιδιών είναι η δυσκολία των παιδιών – θυμάτων να αποκαλύψουν τα δράμα τους επειδή ακριβώς εξακολουθούν παρά την ψυχική τους οδύνη να νοιάζονται για τους δράστες τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο παρατηρήθηκε ότι οπουδήποτε αυστηροποιήθηκε σε εξοντωτικό βαθμό η νομοθεσία ενάντια στους δράστες (και π.χ. στις πολιτείες των ΗΠΑ αυτό το «εξοντωτικό» είναι κυριολεξία…), εκείνο που τελικώς συνέβη ήταν να μειωθούν οι καταγγελίες από τα παιδιά – θύματα (τα οποία δεν άντεχαν ψυχικά να αναλάβουν το βάρος να στείλουν στην ηλεκτρική καρέκλα τους οικείους τους δράστες). Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι ποινές δεν θα πρέπει να είναι αρκούντως αυστηρές για ένα τέτοιο τόσο ειδεχθές έγκλημα.
Αλλά στ’ αλήθεια στην Ελλάδα οι ποινές είναι ήδη επαρκώς αυστηρές. Το πρόβλημα δεν είναι εκεί –είναι στο αν εκτίονται και μάλιστα στο αν η έκτισή τους εξαρτάται από την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια του όποιου καταδικασμένου. Για παράδειγμα, στην μεγαλύτερη μέχρι σήμερα υπόθεση παιδοφιλίας στην Ελλάδα, στην υπόθεση του γυμναστή Σειραγάκη στο Ρέθυμνο, ο δράστης καταδικάστηκε συνολικά σε 401 χρόνια φυλάκισης… Δεν τα λέει κανείς και λίγα…. Ωστόσο το ότι αποφυλακίστηκε στα 8,5 χρόνια (ενώ άλλοι άνθρωποι με μικρότερη οικονομική δυνατότητα και κοινωνικό κύκλο γνωριμιών κυριολεκτικά σαπίζουν στην φυλακή για δεκαετίες για πολύ μικρότερης βαρύτητας αδικήματα) είναι ένα πρόβλημα, που σίγουρα δεν θα επιλύσει καμία «αυστηροποίηση των ποινών»…
*Ψυχίατρος, διευθυντής Ψυχικής Υγείας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού