Θάνος Θάνου
Ο αγώνας ενάντια στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, όπως και των κυβερνήσεων άλλων χωρών, δεν μπορεί παρά να είναι ένας αγώνας ενάντια στο αποκαλούμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Κι αυτός, με τη σειρά του, πρέπει αντικειμενικά να είναι ένας αγώνας ενάντια στην ΕΕ και στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που κυοφορούν και εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές.
Ο «πυρήνας» των επιδιώξεων και των αναγκών του κεφαλαίου
Η δομική καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970 υπήρξε η υλική αιτία της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης, το οποίο έφερε ριζικές αλλαγές στο κράτος και στην οικονομία. Από την επόμενη δεκαετία, του 1980, η αδυναμία του αστικού κράτους να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα έρχεται σε αντίθεση με την τάση αύξησης της κρατικής δραστηριότητας ως απάντηση στις αυξανόμενες ανάγκες για τις λειτουργίες της συσσώρευσης και της νομιμοποίησης. Η αντίφαση αυτή έπρεπε να γεφυρωθεί οικονομικά και πολιτικά. Για τον Βόλφγκανγκ Στρεκ αυτή ήταν η αρχή της εμφάνισης του «χρεωμένου κράτους», ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 σηματοδότησε το πέρασμα στο «κράτος δημοσιονομικής εξυγίανσης», μια εξέλιξη που έγινε ιδιαίτερα σαφής στην ευρωζώνη.
Η πορεία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) μπορεί να κατανοηθεί μόνο εντός αυτού του πλαισίου. Το ΣΣΑ θεσπίστηκε το 1997 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και στόχο είχε την επίβλεψη της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Προέβλεπε ότι κάθε κράτος δεν θα πρέπει να έχει έλλειμμα μεγαλύτερο του 3% και δημόσιο χρέος που να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Στη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης και λόγω του υψηλού ελλείμματος και χρέους των χωρών της νότιας περιφέρειας, θεσπίστηκαν μηχανισμοί παρακολούθησης και «τιμωρίας» σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων του. Η μορφή και το περιεχόμενο του ΣΣΑ, παρότι παρουσιάζονται ως «ουδέτερα» και «τεχνοκρατικά», στην πραγματικότητα εκφράζουν στον πυρήνα τους τις βασικές πτυχές της ατζέντας του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου, όπως αυτές διατυπώνονται εδώ και δεκαετίες από τις ευρωπαϊκές εργοδοτικές ενώσεις.
Η ταξική πολιτική της ΕΕ σε θεσμικό επίπεδο
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί τον «πυρήνα» της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Τα μνημόνια εμφορούνται από το ίδιο πνεύμα και αποτελούν μια περισσότερο ακραία εκδοχή του. Στην Ελλάδα, μέχρι το 2008, το ολοένα αυξανόμενο δημόσιο χρέος λόγω εξωτερικού δανεισμού καλυπτόταν από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μετά το 2008, σε συνθήκες μείωσης των δημόσιων εσόδων λόγω μείωσης της φορολογίας κεφαλαίου και χαμηλής ή αρνητικής ανάπτυξης, ο μόνος τρόπος συγκράτησης του υψηλού χρέους είναι μέσω πολιτικών λιτότητας. Οι πολιτικές αυτές ρίχνουν την αξία της εργατικής δύναμης στον δημόσιο τομέα (και κατ’ επέκταση και στον ιδιωτικό), οδηγούν σε απολύσεις, ελαστικοποίηση της εργασίας και αποσάθρωση-ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας. Παρ’ όλα αυτά, οι πολυπόθητες ιδιωτικές επενδύσεις που θα έρχονταν, εάν μειωνόταν το «κόστος εργασίας», και θα αύξαναν τα δημόσια έσοδα παρέμειναν και παραμένουν χαμηλές.
Το ΣΣΑ αποτελεί όμως και μια θεσμική εξασφάλιση των χωρών του πλεονασματικού βιομηχανικού πυρήνα της ευρωζώνης ως προς το ότι, σε περίπτωση που το κρίνουν απαραίτητο, θα μπορέσουν να επιβάλουν κυρώσεις στον ελλειμματικό Νότο. Εδώ επομένως αναδεικνύεται μια δεύτερη αντίφαση που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση, αυτή που προκύπτει με την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ καπιταλισμών με υψηλή και χαμηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου – η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί σε μεταφορά αξίας από το κέντρο προς την περιφέρεια. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ αποτελεί την πλέον αναπτυγμένη καπιταλιστική υπερεθνική ολοκλήρωση παγκοσμίως, οι ανταγωνισμοί μεταξύ των εθνικών κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών εξακολουθούν να αναπαράγονται και σε κρισιακές περιόδους να παροξύνονται. Έτσι, η ΕΕ στην κρίση του ευρώ επέλεξε να μην υιοθετήσει πολιτικές αναδιανεμητικές, οι οποίες θα προωθούσαν τη μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού Νότου μέσω αναπτυξιακών πολιτικών. Αντίθετα –και σε συνεργασία με σημαντική μερίδα των μεγάλων, εγχώριων αστικών τάξεων– επέλεξε να φορτώσει το μεγαλύτερο τμήμα της δημοσιονομικής προσαρμογής στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.
Η πανδημία όμως ανάγκασε την ΕΕ να αναστείλει την εφαρμογή του ΣΣΑ μέχρι το τέλος του 2023, έτσι ώστε να δώσει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες των lockdown. Ενδεικτικά, το 2022 το χρέος της Ελλάδας έφθασε στο 190% του ΑΕΠ της, της Ιταλίας στο 150% και της Γαλλίας στο 114%, πράγμα που καθιστά τα όρια που θέτει το ΣΣΑ μη ρεαλιστικά. Έτσι, έχει αρχίσει εδώ και μήνες μια συζήτηση στην Ευρώπη που επικεντρώνεται στο περιεχόμενο που θα έχει η αναθεώρησή του.
Τα κοινωνικοπολιτικά στρατόπεδα που διαμορφώνονται έχουν ως εξής: Από τη μία, στοιχίζονται οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις του Νότου (συν τη Γαλλία, έστω κι αν αυτή διατηρεί «γέφυρες» και με την άλλη πλευρά), οι οποίες με λιγότερο ή περισσότερο έντονο τρόπο εκφράζουν τη θέση ότι το ΣΣΑ θα πρέπει να γίνει περισσότερο ευέλικτο, να προσανατολίζεται προς την ανάπτυξη και να συνδυαστεί με τη μονιμοποίηση κάποιου είδους μηχανισμού αναδιανομής χρήματος, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρόκειται για το μπλοκ εκείνο το οποίο στην αρχή της πανδημίας είχε ζητήσει την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους (κορονοομόλογα) και αντιλαμβάνεται ότι ένας νέος γύρος λιτότητας δεν θα είναι πολιτικά βιώσιμος, ενώ θα δυσχεράνει και τους όρους κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Οι αστικές τάξεις του Νότου επιδιώκουν λοιπόν ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα κοινωνικά ζητήματα, με λιγότερη όμως λιτότητα και υψηλές δημόσιες επενδύσεις με κρατική ενίσχυση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας.
Από την άλλη, έχουμε το μπλοκ των πλεονασματικών χωρών και των αστικών τους τάξεων, κυρίως του Βορρά, οι οποίες επιδιώκουν μια ήπια αναθεώρηση του ΣΣΑ, που θα καταστήσει την εφαρμογή του περισσότερο «αξιόπιστη». Στο μπλοκ αυτό παρατηρούνται όμως εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων, ο οποίος εκφράζει το πλέον διεθνοποιημένο τμήμα της γερμανικής αστικής τάξης, είχε υποστηρίξει στο παρελθόν ότι το νέο ΣΣΑ θα πρέπει να είναι «περισσότερο ευέλικτο και λιγότερο προκυκλικό», δηλαδή σε περιόδους ύφεσης το κράτος να ακολουθεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και όχι λιτότητα. Επιπλέον, αναγνωρίζει ότι –λόγω δυστοκίας του ιδιωτικού τομέα για μεγάλης κλίμακας επενδύσεις– μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει το κόστος για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση της οποίας είναι όρος επιβίωσης στον παγκόσμιο ενδοαστικό ανταγωνισμό. Μάλιστα, επισημαίνει ότι και η ίδια η Γερμανία χρειάζεται να ακολουθήσει μια νέα βιομηχανική πολιτική που θα χρηματοδοτηθεί από το κράτος, ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα, στις οποίες το κράτος ενισχύει έμμεσα ή άμεσα τη βιομηχανία. Ακόμη κι έτσι, βεβαίως, απορρίπτει τη μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι ανταγωνισμοί μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, καθώς και των άλλων στρατοπέδων εντός της ΕΕ δεν αλλοιώνουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα του Συμφώνου
Αντίθετα, τμήματα της μικρομεσαίας γερμανικής αστικής τάξης που έχουν δραστηριότητες κυρίως εντός Γερμανίας θεωρούν ότι το ΣΣΑ πρέπει να διατηρήσει τον αυστηρό και τιμωρητικό χαρακτήρα του. Η σύγκρουση αυτή εκφράζεται και σε πολιτικό επίπεδο εντός της γερμανικής κυβέρνησης, με το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) –του οποίου ο ηγέτης Κρίστιαν Λίντνερ είναι υπουργός Οικονομικών– να εκπροσωπεί την πιο σκληρή στάση. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Λίντνερ δήλωσε ότι η θέση που θα έχει η γερμανική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του ΣΣΑ είναι να διατηρηθούν τα ήδη υπάρχοντα όρια του χρέους, να γίνουν όμως πιο ευέλικτα, ενώ οι κανόνες να καταστούν πιο δεσμευτικοί, ιδίως όσον αφορά την επιβολή τους. Έτσι, πρότεινε οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι να γίνουν υποχρεωτικοί, κάτι που σημαίνει πως τα κράτη θα πρέπει να προσαρμόζουν τις διαρθρωτικές δημοσιονομικές τους πολιτικές με ρυθμό 0,5% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτό θα συνεπαγόταν σημαντικές απώλειες της κυριαρχίας των χωρών και ενίσχυση του ρόλου των ευρωπαϊκών ελεγκτικών μηχανισμών.
Ενδεικτική των ζυμώσεων είναι, επίσης, η πρόσφατη κοινή δήλωση των υπουργών Οικονομικών της Ισπανίας και της Ολλανδίας, η οποία φαίνεται να έχει κάνει κάποια βήματα προς τα εμπρός για τη γεφύρωση του χάσματος Νότου-Βορρά, υποστηρίζοντας ότι το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι «απλό», «διαφανές» και «αξιόπιστο», αλλά επίσης «πιο αντικυκλικό» και «ρεαλιστικό», και να αντιμετωπίζει όλα τα κράτη-μέλη ισότιμα. Υπογράμμισε επίσης την ανάγκη το ΣΣΑ να προετοιμάσει την ΕΕ για το επόμενο οικονομικό σοκ και να προωθήσει μεγαλύτερες επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
«Σφήνα» του ΔΝΤ στην αναθεώρηση
▸ Προκρίνεται η συνοχή της ΕΕ απέναντι στην ισχύ της Γερμανίας
Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του ΣΣΑ που διεξάγεται εντός της ΕΕ μπήκε πρόσφατα και το ΔΝΤ – το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει λόγο στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Ενδιαφέρον, ανάμεσα στα άλλα, παρουσιάζει η πρότασή του για τη δημιουργία ενός μόνιμου «δημοσιονομικού μηχανισμού της ΕΕ» (fiscal capacity), κάτι σαν το υφιστάμενο Ταμείο Ανάκαμψης δηλαδή, ο οποίος θα χρηματοδοτείται μέσω κοινής έκδοσης χρέους – πρακτικά ευρωομολόγων. Ένας τέτοιος μηχανισμός, σύμφωνα με το σκεπτικό του ΔΝΤ, θα μπορούσε να βοηθήσει τα μέλη της ευρωζώνης, ώστε να διαχειριστούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά την οικονομική ύφεση, και παράλληλα να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» (στρατηγικό στόχο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου), όπως επίσης και την αυτονόμηση από τη ρωσική ενέργεια. Πρόκειται για μια πρόταση η οποία, κατά βάση, εκφράζει τη στρατηγική αντίληψη ότι η διατήρηση της συνοχής της ΕΕ, ενόψει και των ευρύτερων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, είναι σαφώς σημαντικότερη από το αν και κατά πόσο η Γερμανία θα βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη (για την Ευρώπη) και θα μειώσει τα δικά της πλεονάσματα ‒ αποδυναμώνοντας έτσι και την ηγεμονία της εντός ΕΕ και ευρωζώνης.
Η θέση αυτή, την οποία υποδέχθηκαν ως «μάννα εξ ουρανού» και έσπευσαν να χαιρετίσουν και να υιοθετήσουν ορισμένες κυβερνήσεις και «κύκλοι» στην Ευρώπη, βρίσκει αντίθετο το γερμανικό μπλοκ, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Το απέδειξε άλλωστε η πρώτη αντίδραση του υπουργού Οικονομικών και των γνωστών «σοφών», κεντρικός ρόλος των οποίων είναι να συγκροτούν και να τεκμηριώνουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του γερμανικού κεφαλαίου.
Αλφαβητάρι της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων
Από τη διαδικασία της αναθεώρησης του ΣΣΑ ουσιαστικά θα κριθεί η πολιτική που «αριστερές» και «δεξιές» κυβερνήσεις θα εφαρμόσουν στις χώρες τους. Το τι περιεχόμενο θα λάβει τελικά το νέο Σύμφωνο θα είναι ακόμα πιο σημαντικό για εκείνες τις κυβερνήσεις που θα έχουν μεγάλα ελλείμματα να συμμαζέψουν, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Οι ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ελίτ αναγνωρίζουν, από τη μία, ότι ένας νέος γύρος λιτότητας πιθανόν να πυροδοτήσει κοινωνικές εκρήξεις. Από την άλλη όμως, φαίνονται ανίκανες να υπερβούν με θετικό τρόπο τις δικές τους σοβαρές αντιφάσεις και περιορίζονται συνήθως σε ημίμετρα, μεταθέτοντας διαρκώς το πρόβλημα την επόμενη μέρα. Προς το παρόν, φαίνεται ότι η λύση που βρίσκουν είναι ένα μείγμα νεοφιλελευθερισμού, σε συνδυασμό με κάποια χρήματα που έρχονται με φθηνό δανεισμό και από τις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τι θα συμβεί όμως σε συνθήκες «τέλειας καταιγίδας», δηλαδή συνδυασμού αύξησης του κόστους δανεισμού, υψηλού πληθωρισμού, υψηλού ενεργειακού κόστους και μιας ενδεχόμενης επαναφοράς περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών; Η ασταθής ισορροπία μεταξύ συναίνεσης και αυταρχισμού θα αλλάξει ριζικά προς όφελος του δεύτερου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να οξύνει την καταστολή–ήδη από τώρα– σε όποιο μέτωπο μπορεί, προκειμένου να διαλύσει/αποδυναμώσει εστίες αντίστασης (π.χ. μετρό στα Εξάρχεια, πανεπιστημιακή αστυνομία) ενόψει των προβλεπόμενων κοινωνικών αναταραχών. Ο αγώνας επομένως ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι ένας αγώνας ενάντια στο ΣΣΑ, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να είναι ένας αγώνας ενάντια στην ΕΕ και στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που κυοφορούν και εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές.