Κώστας Δικαίος
Η παντελής αδυναμία του καπιταλισμού να διαχειριστεί τις κρίσεις του (χρηματοπιστωτική, πανδημία, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή) και την απόλυτη αναρχία που διέπει τις επιλογές του εξαιτίας του αδυσώπητου ανταγωνισμού που τον χαρακτηρίζει, οδήγησε στη γεωπολιτική κρίση, στον πόλεμο και στην ενεργειακή κρίση. Φαινόμενα που με τη σειρά τους εντείνουν την καπιταλιστική κρίση.
Ο πόλεμος ενέτεινε, δεν προκάλεσε το πρόβλημα
Ο πόλεμος ενέτεινε, αναμφίβολα, το πρόβλημα της ενέργειας αλλά και των τιμών των τροφίμων, αφού απέκλεισε από την αγορά της Δύσης τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας και δυσκόλεψε τις εξαγωγές της για τα λιπάσματα, το σιτάρι και το ηλιέλαιο, εκτινάσσοντας τις τιμές στα ύψη. Αυτό, όμως, ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής επιλογής των ιμπεριαλιστών της Δύσης να αποκλείσουν τη Ρωσία από το παγκόσμιο εμπόριο, ως απάντηση στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και όχι αποτέλεσμα της ίδιας της εκδήλωσης του πολέμου, δεδομένου ότι αυτός σε τίποτα δεν επηρέαζε τη συνέχιση των εξαγωγών πρώτων υλών από τη Ρωσία και τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο. Η Δύση και η ευρωπαϊκή μπουρζουαζία επέλεξαν να έρθουν σε πλήρη ρήξη με τη Ρωσία, εκτιμώντας ότι το πολιτικό-στρατιωτικό κόστος μιας συνεννόησης μαζί της θα ήταν μεγαλύτερο από την οικονομική ζημιά που θα προκαλούσε το εμπάργκο. Έτσι, είναι βέβαιο ότι οι πληθωριστικές τάσεις δεν δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν.
Στις σημερινές συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και ακρίβειας, που κατατρώγονται τα εισοδήματα και δημιουργούνται εξεγερσιακές συνθήκες, σε μια περίοδο αυξημένων επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες που έκλεισαν την κάνουλα των φθηνών δανείων ώστε να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα όμως να προκαλούν μείωση του δανεισμού και άρα μείωση της κατανάλωσης, της παραγωγής και των επενδύσεων και άρα ύφεση και ανεργία –και μάλιστα, σε συνθήκες γεωπολιτικών συγκρούσεων και πολέμων– είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τις πραγματικές αίτιες που οδήγησαν σε αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Οι μύθοι και η πραγματικότητα
Από την άνοιξη του 2021 –δηλαδή πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία– παρατηρούνταν πληθωριστικές πιέσεις, της ενέργειας και των τροφίμων συμπεριλαμβανομένων, οι οποίες αποδόθηκαν στα προβλήματα της απότομης αύξησης της ζήτησης μετά την πανδημία και στη δυσκολία των εφοδιαστικών αλυσίδων να καλύψουν αυτήν τη ζήτηση. Τώρα, οι ίδιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν τον πόλεμο σαν την κύρια αιτία για την ακρίβεια. Ποια είναι, λοιπόν, η πραγματικότητα;
Πρώτα από όλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η κρίση του 2008 στη Δύση αντιμετωπίστηκε με συνθήκες χαμηλών επιτοκίων –που ενισχύονταν από τις ευνοϊκές συνθήκες του χαμηλού πληθωρισμού– και φθηνού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις, με στόχο να διευκολυνθούν οι επενδύσεις. Στην αρχή, οι κυβερνήσεις διέσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα που είχε καταρρεύσει. Στη συνέχεια, στήριξαν τις εταιρείες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τώρα προσπαθούν να μετριάσουν το πλήγμα των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν οι δανειολήπτες είχαν χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη τεχνολογικών υποδομών, πιθανά να είχαμε μια σχετική αύξηση των κερδών λόγω αύξησης της παραγωγικότητας. Όμως, σαν γνήσιοι καπιταλιστές, προτίμησαν να ξοδέψουν μεγάλο μέρος από αυτά σε μη παραγωγικές επενδύσεις, στην κατανάλωση και ευκαιρίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, απαντώντας στη συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους τους με αυξήσεις των τιμών. Η κερδοσκοπία είναι, λοιπόν, ένας από τους λόγους εμφάνισης του σημερινού πληθωρισμού.
Δεύτερον, η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» αποτελεί θεωρητικά το βασικό παραγωγικό μοντέλο της καπιταλιστικής οικονομίας που θα την έβγαζε από την κρίση. Από τις ΑΠΕ μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα μέσα μαζικής μεταφοράς που κινούνται με υδρογόνο, νέες επενδύσεις εξαγγέλλονται και γίνονται και νέες κερδοφόρες αγορές στήνονται. Πράγματι, ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 2022, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 32% και από ανεμογεννήτριες κατά 26%. Ωστόσο, ούτε το 10% της ζήτησης δεν μπόρεσε να καλυφθεί από αυτά. Αντίθετα, το βασικό μέσο μετάβασης στην λεγόμενη πράσινη ενέργεια ήταν το φυσικό αέριο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ρεύματος, για την θέρμανση αλλά και για τις ενεργειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών βιομηχανιών (υαλουργία, χημικά, μέταλλα).
Ήδη, όμως, πριν τον πόλεμο, οι ΗΠΑ έθεταν εμπόδια στη λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2, στο όνομα της απεξάρτησης από τη Ρωσία, πράγμα που μείωνε τις δυνατότητες της Γερμανίας να εξασφαλίσει επάρκεια, προκαλώντας αύξηση στις τιμές. Παράλληλα, μια σειρά από χώρες της Μέσης Ανατολής, με κύρια τη Σαουδική Αραβία, μείωσαν τις επενδύσεις σε εξορύξεις πετρελαίου και επένδυσαν στην πράσινη μετάβαση μέσω φωτοβολταϊκών, την οποία χρηματοδοτούν με μείωση της παραγωγής πετρελαίου ώστε να διατηρούνται αυξημένες οι τιμές του, κόντρα την οργή των ΗΠΑ. Το ίδιο έκαναν και οι ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Βόρεια Θάλασσα.
Σκανδαλώδης ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας στη διαμόρφωση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος
Παράλληλα, ο ίδιος ο μηχανισμός τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος που το συνέδεε με την τιμή του φυσικού αερίου μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας προκάλεσε τη μεγάλη άνοδο των τιμών. Ο μηχανισμός αυτός προβλέπει ότι η τιμή του ρεύματος προκύπτει από τον πιο ακριβό τομέα που καλύπτει τη ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι οι ΑΠΕ, η πυρηνική ενέργεια και τα υδροηλεκτρικά είχαν αυξημένα κέρδη, αφού οι τιμές καθορίζονταν από το πανάκριβο φυσικό αέριο, την ίδια στιγμή που η φορολόγηση των ρύπων καθιστούσε ασύμφορες και τις μονάδες ορυκτού άνθρακα και πετρελαίου. Ο στόχος ήταν να ενισχυθούν με υψηλά κέρδη τα έργα που αφορούσαν στην «πράσινη μετάβαση». Στις σημερινές συνθήκες, ωστόσο, που το φυσικό αέριο το οποίο στέλνει στην Ευρώπη η Ρωσία έχει μειωθεί κατά 80%, τεράστια ποσά επιδοτήσεων έχουν δοθεί για τη δημιουργία νέων υποδομών (αγωγοί, μονάδες υγροποιημένου αερίου, πλοία για τη μεταφορά LNG κ.λπ.), περιορίζοντας τις επενδύσεις σε πράσινη τεχνολογία και υπονομεύοντας έτσι τις φιλοδοξίες της ΕΕ. Αλλά και όλα αυτά δεν αρκούν παρά για να εξασφαλιστεί LNG από ΗΠΑ, Αλγερία, Κατάρ, που είναι δύο-τρεις φορές ακριβότερο από ό,τι στις ΗΠΑ και πιθανώς σε διπλάσια τιμή από αυτήν που το πληρώνει η Κίνα, τσακίζοντας την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και αναγκάζοντας μια σειρά εταιρειών έντασης ενέργειας να μεταφερθούν εκτός ΕΕ!
Τρίτον, οι αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες αποτελούν επίσης επιλογή των Δυτικών, ώστε να περικόψουν τις δυνατότητες των αναπτυσσόμενων χωρών και της Κίνας και να μειώσουν την εξάρτησή τους από αυτές και βέβαια δεν αποτελούν επιλογές που έγιναν μετά τον πόλεμο. Ο αποκλεισμός της Huawei εφαρμόστηκε πιλοτικά και τώρα επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας. Ο πόλεμος των ημιαγωγών αρκεί για να δείξει την ένταση της σύγκρουσης. Αυτή τη στιγμή τεράστια ποσά επενδύονται σε ΗΠΑ και Ευρώπη, ώστε να απεξαρτηθούν από την Ταϊβάν –που κατασκευάζει το 50% των ημιαγωγών και το 95% των προηγμένων chips– αλλά και μια μεγάλη προσπάθεια να αποκλειστεί η Κίνα από τους εξελιγμένους ημιαγωγούς και την τεχνολογία κατασκευής τους. Στις μπαταρίες αυτοκινήτων και στα φωτοβολταϊκά, αντίθετα, η Κίνα κυριαρχεί, αλλά ο τεράστιος ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών του λιθίου και άλλων βασικών μετάλλων, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων αλλά και την προσπάθεια να φτιαχτούν μπαταρίες και φωτοβολταϊκά στις δυτικές μητροπόλεις, παρά το γεγονός ότι τα κινέζικα είναι πολύ φθηνότερα. Το λεγόμενο friend-shoring (φιλικές «αλυσίδες») οδηγεί σε υψηλότερες τιμές και χαμηλότερα κέρδη για τη Δύση, τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις της και είναι σαφές ότι η ζημιά για τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη θα είναι πολύ μεγαλύτερη αναλογικά. Αλλά, πλέον, οι πολιτικές επιλογές και η ασφάλεια των επενδύσεων αποτελούν προτεραιότητα σε σχέση με το οικονομικό όφελος.
Τέταρτον, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου που συγκρούονται σε σχέση με τις επιδοτήσεις των κρατών στην πράσινη ενέργεια ή στα ορυκτά καύσιμα, επίσης προκαλεί αυξήσεις στις τιμές. Για παράδειγμα, οι εταιρίες του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ, αν και έχουν θησαυρίσει από το LNG που πουλάνε στην ΕΕ, αρνούνται να αυξήσουν την παραγωγή και να κάνουν επενδύσεις, διατηρώντας έτσι τις ψηλές τιμές και τα κέρδη τους, διατυμπανίζοντας ότι δεν θα υπάρξει διάσωση για την Ευρώπη! Αλλά και οι ανταγωνισμοί κρατών έχουν επιπτώσεις στις τιμές. Για παράδειγμα, η Γαλλία αρνείται να χρηματοδοτήσει τον αγωγό Midcat που θα συνδέει την Καταλονία με τη Γερμανία και την κεντρική Ευρώπη, ακριβώς επειδή δεν θέλει να δει την Ισπανία κόμβο ροής ενέργειας, την ίδια στιγμή που η ίδια επενδύει στους «πράσινους» πυρηνικούς αντιδραστήρες της! Να, λοιπόν, οι πραγματικές αιτίες.
Από την αφθονία, στην κρίση και τον ανταγωνισμό
▸ Ο «σταθμός» της μεγάλης κρίσης του 2008
Όσο η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν ακάθεκτη, έχοντας ως ατμομηχανή της την Κίνα (με τους υπόλοιπους να ακολουθούν, επενδύοντας όμως περισσότερο και επιδιώκοντας να αυξήσουν την κερδοφορία τους στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και στις υπηρεσίες), η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, της απελευθέρωσης και διεθνοποίησης των τραπεζικών συστημάτων, της ανάπτυξης νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων και μορφών συναλλαγών εξαιρετικά επικερδών, έδειχνε να εξελίσσεται απρόσκοπτα, καθώς η «πίτα» έμοιαζε να φτάνει για όλους και ελάχιστοι ήταν πρόθυμοι να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο γίγνεσθαι. Παράλληλα, η εμφάνιση και ενίσχυση νέων οικονομικών κέντρων –όπως η Κίνα, η ομάδα των BRICS κ.λπ.– φάνταζε αποδεκτή (αν όχι επωφελής) για τις παραδοσιακές μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Όμως, τα δεδομένα κάποια στιγμή άλλαξαν και μαζί τους άλλαξε και η στάση και η συμπεριφορά όλων. Τα νέα οικονομικά κέντρα γιγαντώθηκαν και έφτασαν σε σημείο να θέσουν εν αμφιβόλω την κυριαρχία της Δύσης, διεκδικώντας ριζική αναβάθμιση της θέσης τους και «πολυμέρεια» σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, μάλιστα, ήταν κάτι το οποίο συνέβη την ίδια στιγμή που έσκαγαν οι «φούσκες» στις οικονομίες των δυτικών ιμπεριαλιστών, αφού είχαν μεγαλώσει επί δεκαετίες, προκαλώντας τεράστιο πάταγο. Με αποτέλεσμα, όπως είναι ήδη γνωστό, να οδηγήσουν στη μεγάλη κρίση του 2008, η οποία είχε ως σημείο αναφοράς την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ.
Ήταν μια ιστορικών διαστάσεων κρίση, η οποία, ανάμεσα σε όλες τις άλλες συνέπειές της, σηματοδότησε σημαντικές αλλαγές στην ίδια τη «σκέψη» και τη συμπεριφορά των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Κυρίως απέναντι σε όσους τα αμφισβητούσαν και επιχειρούσαν να τα κοιτάξουν απευθείας στα μάτια.