Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Επικίνδυνη κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής με επίκεντρο το ποιος είναι ο καλύτερος… ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός γνωρίζει επικίνδυνη κλιμάκωση την τελευταία περίοδο. Μία αφορμή ήταν η επέτειος των 100 χρόνων από την τελική ήττα της Ελλάδας στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στην ανάρτησή του το ΝΑΤΟϊκό Στρατηγείο της Σμύρνης ευχόταν «Ευτυχισμένη Ημέρα Νίκης» στην Τουρκία καθώς και στις ένοπλες δυνάμεις της ενόψει της επετείου, ανάρτηση που κατέβηκε μετά από ελληνικές διαμαρτυρίες για να ανέβει άλλη ηπιότερη. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ξεχνάει ότι η τουρκική νίκη του Αυγούστου 1922 είναι το θεμέλιο της σύγχρονης αστικής Τουρκίας σε ρήξη με το οθωμανικό μισοφεουδαρχικό παρελθόν της και ότι ο πόλεμος από την ελληνική πλευρά ήταν άδικος, κατακτητικός και στόχευε στον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Τουρκίας. Από την άλλη, η ίδρυση του τουρκικού κράτους –με αυτό τον κατά βάση δίκαιο αμυντικό πόλεμο από την πλευρά του– συνδυάστηκε με εκτεταμένες ανθρωποσφαγές και εθνοκαθάρσεις. Η συσκότιση της ιστορικής αλήθειας μόνο τους λαούς δεν ωφελεί.
Ο πρόεδρος Ερντογάν σε συνέχεια των προηγούμενων δηλώσεών του αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου, εκμεταλλευόμενος την επέτειο της τουρκικής νίκης, εκτοξεύει απειλές ότι «ξαφνικά μπορούμε να έρθουμε νύχτα». Ταυτόχρονα και οι δύο χώρες ανταγωνίζονται ποια είναι η πιο νομιμόφρονα απέναντι στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ. Ο τούρκος πρόεδρος δήλωσε την Ημέρα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων: «Τώρα που η Ελλάδα έχει ενεργοποιήσει τους S-300 και εγκλώβισε τουρκικά F-16 που βρίσκονταν σε νατοϊκή αποστολή, περιμένουμε με ανυπομονησία να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι ΗΠΑ» συνεχίζοντας ότι «η Τουρκία υφίσταται κυρώσεις για τους S-400 […] ενώ η Ελλάδα που έχει ενεργοποιήσει τους S-300 κατά των τουρκικών F-16 θα πάρει και F-35». Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται ότι υπήρχε κίνηση «εγκλωβισμού», ενώ εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε πως δεν έχει αντίρρηση για τους ελληνικούς S-300, καθώς η απόκτησή τους «έγινε τη δεκαετία του 1990».
Η τουρκική κυβέρνηση δεν σταμάτησε να στιγματίζει την Ελλάδα ως ασυνεπή εταίρο στο ΝΑΤΟ. Ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ υπενθύμισε ότι «ως Τουρκία συνεχίζουμε το έργο μας ως της χώρας που αναλαμβάνει το βάρος του ΝΑΤΟ και των συμμάχων μας», ενώ ο Ερντογάν δήλωσε ότι «η Ελλάδα δεν έχει αξία για το ΝΑΤΟ», αλλά το τελευταίο «είναι ισχυρό μόνο με την Τουρκία». Ο τούρκος πρόεδρος, βέβαια, συνεχίζει την πολιτική αποστασιοποίησης από τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας τονίζοντας χαιρέκακα ότι «η Ευρώπη θερίζει ό,τι σπέρνει» και «θα περάσει αυτόν τον χειμώνα με σοβαρά προβλήματα». Οι δύο κυβερνήσεις μέσω των υπουργών τους Ν. Δένδια και Μ. Τσαβούσογλου έχουν επιδοθεί σε ένα διπλωματικό πόλεμο με επιστολές σε ΝΑΤΟ, ΕΕ και ΟΗΕ ο πρώτος και σε ΝΑΤΟ και ΟΗΕ ο δεύτερος, όπου αλληλοκατηγορούνται για επιθετικότητα, επεκτατισμό, αναθεωρητισμό και περιφρόνηση του Διεθνούς Δικαίου.
Στον ανταγωνισμό των δύο αστικών τάξεων, εκτός από «παραδοσιακά» θέματα όπως τα θαλάσσια σύνορα, οι ΑΟΖ και οι υδρογονάνθρακες της Ανατ. Μεσογείου, προστίθεται και η παγκόσμια αντιπαράθεση με κέντρο την Ουκρανία. Η Τουρκία, αν και διατηρεί τις σχέσεις της με τη Ρωσία και αρνείται τις αντιρωσικές κυρώσεις, διεκδικεί τη συνέχιση του ρόλου της στο ΝΑΤΟ και του εξοπλισμού της από τις ΗΠΑ (χωρίς περιορισμούς όπως με τα F35). Πιέζοντας την Ελλάδα και απειλώντας με χρήση βίας, δείχνει πόσο απαραίτητη είναι η παραμονή της στο Δυτικό μπλοκ -μ’ όλες τις ιδιαιτερότητές της- και πόσο επικίνδυνη η αποπομπή της απ’ αυτό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις από την άλλη δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο μετατρέπουν τη χώρα σε προκεχωρημένο φυλάκιο της «Δύσης» μετατρέποντας τον ελληνικό λαό σε ανθρώπινη ασπίδα.
Ο πόλεμος αυτός των δηλώσεων δεν είναι μόνο λόγια του αέρα, δυναμώνει τον εθνικισμό και στις δύο χώρες, ενισχύει και τις δύο κυβερνήσεις στην επίθεσή τους στον εσωτερικό εχθρό και φέρνει επικίνδυνα κοντά το ενδεχόμενο μιας ένοπλης αναμέτρησης. Μόνο η κοινή διεθνιστική αντιπολεμική πάλη των δύο λαών ανταποκρίνεται στα συμφέροντά τους και όχι η υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» των εκμεταλλευτών τους.