Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Ενημέρωση: Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση πριν την διάψευση των σεναρίων αλλαγής εκλογικού νόμου απο τον Κυριάκου Μητσοτάκη. Ωστόσο η διακίνηση αυτών των εναλλακτικών είναι ενδεικτική των αδιεξόδων που βρίσκεται το πολιτικό σύστημα και των σχεδίων που βρίσκονται σε επεξεργασία.
Το σύστημα δεν πρόκειται να διστάσει να διαψεύσει ακόμη και τον… εαυτό του προκειμένου να μείνει αλώβητη η «σταθερότητα» των αντιλαϊκών πολιτικών που εφαρμόζονται στην παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης. Αυτό πιστοποιεί η έντονη φημολογία για αλλαγή του εκλογικού νόμου που κυριαρχεί στην επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να σκέφτεται αλλαγή του εκλογικού νόμου, που η ίδια ψήφισε το 2020 και ακόμη δεν έχει προλάβει να εφαρμοστεί. Αυτό, παράλληλα με την αναζωπύρωση των σεναρίων που θέλουν το Μέγαρο Μαξίμου να εξετάζει το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με την «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου.
Η συγκεκριμένη εκδοχή συζητιέται ως ενδεχόμενο, δεδομένου ότι από την επόμενη κάλπη δεν θα προκύψει κυβέρνηση, αφού οι εκλογές θα γίνουν με το σύστημα που ψήφισε το 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ και θα απαιτηθούν δεύτερες ή ακόμη και τρίτες εκλογές.
Η επαναφορά των σεναρίων αλλαγής του εκλογικού νόμου έγινε μέσω δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και ιστότοπους. Πλέον χαρακτηριστικό, το δημοσίευμα της Καθημερινής την προηγούμενη Τρίτη, που μάλιστα παρέθετε και τρία εναλλακτικά σενάρια που έχουν τεθεί υπόψη που Κυριάκου Μητσοτάκη. Το πρώτο αφορά την πλήρη επαναφορά του νόμου Παυλόπουλου, δηλαδή τον εκλογικό νόμο που προβλέπει το «ατόφιο» μπόνους των 50 βουλευτικών εδρών στο κόμμα που θα πρωτεύσει στις εκλογές. Το δεύτερο σχετίζεται με την ενίσχυση του κλιμακωτού μπόνους που προβλέπεται στον ισχύοντα νόμο, έτσι ώστε να «πέσει» το απαραίτητο ποσοστό για αυτοδυναμία από το 39% που είναι σήμερα στο 35% με 36%. Το τρίτο σενάριο προβλέπει το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα με έξτρα μπόνους βουλευτικών εδρών για κάθε μονάδα διαφοράς από το δεύτερο κόμμα, έτσι ώστε η συνολική «ενίσχυση» του πρώτου να φτάνει μέχρι και τους 60 βουλευτές!
Βασική ιδεολογικο-πολιτική πλατφόρμα για μία τέτοια εξέλιξη είναι η επίκληση της ανάγκης σταθερών κυβερνήσεων, το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις για να εγκαθιδρύσουν συστήματα διαφορετικά από αυτό της απλής και άδολης αναλογικής. Το επιχείρημα του κινδύνου της πολυδιάσπασης του πολιτικού σκηνικού επικαλέστηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016 για να στηρίξει τη διατήρηση του «πλαφόν» 3%.
Κορυφαία κυβερνητικά στελέχη έχουν ήδη εκφραστεί υπέρ της «σταθερότητας», συνδέοντάς την μάλιστα με τις διεθνείς αβεβαιότητες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και με τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Ενδεικτική ήταν η αναφορά του Κώστα Τασούλα, που σε συνέντευξή του επεσήμανε πως «το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών –γιατί βλέπουμε γύρω μας τι συμβαίνει– απαιτεί να βγει μία κυβέρνηση η οποία θα παίρνει γρήγορες και σοβαρές αποφάσεις». Στην ίδια λογική κινήθηκαν και οι στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Γ. Γεραπετρίτης δήλωσε πως «η χώρα δεν αντέχει κυβερνητική αστάθεια». Ο δε Ά. Σκέρτσος σημείωσε πως «χρειαζόμαστε νόμους που διασφαλίζουν τη δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων, γιατί δεν υπάρχει περιθώριο για πειραματισμούς».
Όλα τα παραπάνω παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόλις στα μέσα Ιουνίου σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση είχε διαψεύσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Είμαστε σοβαροί; Θα αλλάζουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ανάλογα με [το] τι μας συμφέρει;».