Χρίστος Σαββουλίδης*
Ας υποθέσουμε πως ζεις σε μια χώρα όπου η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, εξυπηρετεί μικροκομματικά συμφέροντα ενός πρωθυπουργού ο οποίος καταρρέει και βρίσκεται σε σύγχυση. Και ας υποθέσουμε πως στην ίδια χώρα, την περίοδο που η ανάγκη για ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας ήταν τεράστια, ο ίδιος πρωθυπουργός, με πλήρη έλλειψη διαφάνειας, «μοίρασε» 20 εκατομμύρια ευρώ σε ΜΜΕ της επιλογής του. Και αν τέλος συμπεριλάβουμε και μερικά σκάνδαλα είτε για παράνομα pushbacks, είτε για παρακολούθηση και δίωξη δημοσιογράφων, τότε μπορούμε δίκαια να πούμε πως αυτή η χώρα έχει μια κυβέρνηση διεφθαρμένη.
Σε περίπτωση όμως που δεν έχεις προσωπικό όφελος από την παραπάνω κατάσταση, τότε είναι λογικό και αναμενόμενο να αναρωτιέσαι: τι είναι αυτό που οδηγεί μια κυβέρνηση, ένα κράτος και εντέλει ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα στη διαφορά;
Ένας συλλογισμός που μπορεί να αποδώσει με αρκετά σαφή τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των μερών ενός πολιτικού συστήματος, και το πως προκύπτουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε μέρους, που στη συνέχεια μεταφέρονται και στα υπόλοιπα, είναι η διαπίστωση του Καρλ Μαρξ για την σχέση του Τύπου με το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός που πυροδοτεί την σκέψη του Μαρξ, είναι η έντονη λογοκρισία που ασκεί το κράτος στον Τύπο, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανωριμότητας που τον διακατέχει. Προκειμένου να υπερασπιστεί λοιπόν την ελευθεροτυπία, ο Μαρξ αποδέχεται πως πράγματι ο Τύπος της εποχής του έχει στοιχεία ανωριμότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως φέρει ο ίδιος την ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Αντίθετα, παρατηρεί πως ο Τύπος είναι ένα εκ των αλληλοεξαρτώμενων μερών του πολιτικού συστήματος, το οποίο εκφράζει το λαϊκό πνεύμα, και συνδέει το τελευταίο με τους θεσμούς διαμόρφωσης πολιτικής.
Αν λοιπόν το λαϊκό πνεύμα είναι ανώριμο (με ευθύνη του κράτους το οποίο επωφελείται από την «ανωριμότητα» του λαϊκού πνεύματος και διατηρεί την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων), αυτό σημαίνει πως και ο λαϊκός Τύπος αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες του πρώτου, ενώ στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να αυτοδιορθωθεί.
Ο παραπάνω συλλογισμός είναι ενδεικτικός για την σχέση των μερών ενός πολιτικού συστήματος. Όπως ακριβώς παρατηρεί λοιπόν ο Μαρξ πως διαχέεται η «ανωριμότητα» στην περίπτωση του πρωσικού πολιτικού συστήματος, με έναν παρόμοιο τρόπο είναι λογικό να λειτουργούν και τα υπόλοιπα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού συστήματος (π.χ. ο εκδημοκρατισμός του, η διαφθορά του κ.α.).
Ποιο μέρος του πολιτικού συστήματος όμως ευθύνεται για την εκτεταμένη διαφθορά που συναντάμε στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες;
Είναι σημαντικό να τονιστεί πως σύγχρονες αστικές δημοκρατίες, σημαίνει αστικές δημοκρατίες της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό λοιπόν αντιτίθεται στην αφελή και εξιδανικευμένη αντίληψη πως η ελεύθερη αγορά και τα μονοπώλια που προκύπτουν, επηρεάζουν το πολιτικό μας σύστημα μόνο ως περιβάλλον ή μόνο ως εξωτερικοί παράγοντες. Στην καπιταλιστική κοινωνία οι παράγοντες της αγοράς είναι αναμφισβήτητα ένα βασικό μέρος του πολιτικού συστήματος, (καθώς σε τελική ανάλυση είναι και οι ίδιοι πολίτες οι οποίοι επωφελούνται από την υπεραξία της εργασίας άλλων πολιτών, και χάρη σε αυτήν έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο σύστημα). Έτσι πολλές φορές τείνουν να επισκιάζουν τον ρόλο των πολιτών (επίσης βασικό μέρος) στη διαδικασία διαμόρφωσης αιτημάτων και πολιτικών θέσεων, και στη συνέχεια να επισκιάζουν και τον ρόλο των θεσμών στις διαδικασίες παραγωγής πολιτικών. Εδώ λοιπόν αρχίζει να εμφανίζεται το πρόβλημα, διότι οι παράγοντες της αγοράς ελέγχουν και τις εισροές και τις εκροές του πολιτικού μας συστήματος.
Αν λοιπόν συμφωνήσουμε στην τεράστια επιρροή της αγοράς, τόσο εκτός όσο και εντός, του πολιτικού μας συστήματος, μένει να αντιληφθούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά που προσδίδει σε αυτό το σύστημα.
Δυστυχώς αυτό είναι πολύ απλό. Το βασικότερο χαρακτηριστικό μιας καπιταλιστικής οικονομίας, είναι το γεγονός πως κάθε παράγοντας της στοχεύει στην μεγιστοποίηση του κέρδους του. Επομένως όσο ο ανταγωνισμός εντός της αγοράς μεγαλώνει, τότε είναι αναμενόμενο τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που εμποδίζουν την μεγιστοποίηση του κέρδους των κεφαλαιοκρατών, να περιθωριοποιούνται. Έτσι λοιπόν αν η διαφάνεια και η αξιοκρατία, εμποδίσουν την μεγιστοποίηση των κερδών των παραγόντων της «ελεύθερης» αγοράς, τότε οι ίδιοι αυτοί παράγοντες, έχοντας εξαντλήσει τα περιθώρια νόμιμης κερδοφορίας, θα προσπαθήσουν να απαλλαχθούν από τα στοιχειά αυτά που τους εμποδίζουν.
Στη συνέχεια, εφόσον η αγορά έχει κυριεύσει το πολιτικό σύστημα εξαφανίζοντας κάθε ίχνος διαφάνειας, αξιοκρατίας, και δημοκρατίας, προκύπτει η διαφθορά του συστήματος στην οποία αναγκάζονται να προσαρμοστούν και τα υπόλοιπα μέρη του. Σταδιακά ο Τύπος, τα πολιτικά κόμματα αλλά και οι πολίτες, καταλήγουν να αποτελούν παθητικά μέλη ενός συστήματος που οι ίδιοι δημιούργησαν, και προκειμένου να επιβιώσουν υιοθετούν παρόμοιες νοοτροπίες, διεκδικώντας απεγνωσμένα λίγο μεγαλύτερο κέρδος.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι σε ένα τέτοιο σύστημα αρχίζει να γίνεται εμφανής. Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Δύσης γίνονται ολοένα και πιο αντιδραστικές. Αργά ή γρήγορα οι ανισότητες που προκαλεί η καπιταλιστική οικονομία θα γίνουν ακόμη πιο εμφανείς. Όπως φαίνεται όμως, όσο η καπιταλιστική οικονομία αναπτύσσεται, τόσο η δημοκρατία φθείρεται και τα περιθώρια δράσης στενεύουν. Σήμερα η μαρξική σκέψη δεν αφορά απλώς τους εργάτες κάποιας βιομηχανίας, αλλά την ανθρωπότητα που πασχίζει να επιβιώσει στο σύνολο της.
*Φοιτητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης