Αφροδίτη Τζιαντζή
«Καλώς ήλθατε στο Handmaid’s Tale». Έτσι προϋπάντησε ο συγγραφέας Στίβεν Κινγκ την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για ανατροπή της νομοθεσίας του 1973 «Ρόου εναντίον Γουέιντ», η οποία προστάτευε σε ομοσπονδιακό επίπεδο το δικαίωμα στην άμβλωση.
Η σύγκριση με τη δυστοπική νουβέλα της Μάργκαρετ Ατγουντ και την ομώνυμη βραβευμένη σειρά δεν είναι κάποια πρωτότυπη σκέψη του Κινγκ, αλλά κοινός συνειρμός. Όπως το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού έκανε εκ νέου παγκόσμιο μπεστ-σέλερ την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ, έτσι και η απόφαση της 24ης Ιουνίου έφερε ξανά στην επικαιρότητα την Ιστορία της Θεραπαινίδας — όπως είναι στα ελληνικά ο τίτλος του βιβλίου (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση Αύγουστου Κορτώ). Στη θεοκρατική «δημοκρατία» της Γαλαάδ, με την υπογονιμότητα να θεωρείται μάστιγα, οι γόνιμες λευκές γυναίκες είναι καταδικασμένες να λειτουργούν ως μηχανές αναπαραγωγής, υπό την ιδιοκτησία πλούσιων και ισχυρών ανδρών. Καθώς περνάνε από τα χέρια του ενός αφέντη στον άλλο, υφίστανται διαδοχικούς βιασμούς, ενώπιον των γυναικών συζύγων, για να παρέχουν λευκούς απογόνους στα άκληρα ζευγάρια.
Οι μαύρες γυναίκες είναι ήδη εξόριστες και μη αναπαραγώγιμο είδος, ενώ στις θεραπαινίδες απαγορεύεται να γράφουν, να διαβάζουν ή να έχουν περιουσία. Η φορεσιά τους, μια κόκκινη κάπα με λευκό καπέλο, φορέθηκε ξανά από διαδηλώτριες ως σύμβολο διαμαρτυρίας και αντίστασης στον νέο σκοταδισμό που απλώνεται στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα, στις διαδηλώσεις επανήλθε ξανά ως σύμβολο η συρμάτινη κρεμάστρα, ταυτισμένη στη συλλογική μνήμη με τις παράνομες, ενίοτε θανατηφόρες αμβλώσεις, των προηγούμενων δεκαετιών της γενικευμένης απαγόρευσης.
Στην πραγματικότητα, τα σύμβολα αυτά δεν έφυγαν ποτέ από το προσκήνιο αλλά επιστρέφουν κάθε φορά που απειλούνται ή περιορίζονται κεκτημένα αναπαραγωγικά –και όχι μόνο– δικαιώματα των γυναικών, που για να κερδηθούν δόθηκαν και δίνονται σκληρές μάχες.
Η ανατροπή της απόφασης «Ρόου εναντίον Γουέιντ», ήταν μακροχρόνιος στόχος της θρησκόληπτης Δεξιάς των ΗΠΑ, του λόμπι των Pro-Lifers ή Υπέρμαχων της Ζωής, όπως αυτοαποκαλούνται οι σταυροφόροι κατά των αμβλώσεων. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που καταρρίπτει τον προηγούμενο νόμο του 1973, θεωρήθηκε κληρονομιά του Ντόναλντ Τραμπ, αφού επί προεδρίας του, με δική του προσωπική απόφαση, διορίστηκαν οι τρεις από τους έξι ανώτατους δικαστές που πλειοψήφησαν. Ανάμεσά τους ο υπερσυντηρητικός Μπρετ Κάβανο, που είχε κατηγορηθεί μεταξύ άλλων για απόπειρα βιασμού και η Έιμι Κόνι Μπάρετ, η μοναδική γυναίκα του Ανώτατου Δικαστικού Σώματος που ψήφισε υπέρ της κατάργησης, φανατική καθολική, πολέμιος των αμβλώσεων, και ιδρυτικό στέλεχος, μαζί με τον σύζυγό της, της παραθρησκευτικής οργάνωσης «People of Praise» — γνωστής για τις πατριαρχικές της δομές. Η Μπάρετ είχε επιλεγεί επί τούτου από τον Τραμπ για να αντικαταστήσει την θρυλική προοδευτική δικαστίνα Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, η οποία απεβίωσε το 2020.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία αντισυνταγματική την προηγούμενη απόφαση, με το σκεπτικό ότι «το δικαίωμα στην άμβλωση δεν είναι βαθιά ριζωμένο στην ιστορία ούτε την παράδοση του Έθνους», και ότι δεν υφίστατο ως κατοχυρωμένο δικαίωμα το 1868, όταν ψηφίστηκε η14η Τροποποίηση του Αμερικάνικου Συντάγματος. Τότε, μαζί με την αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων στους απελευθερωμένους πρώην σκλάβους, η ρήτρα περί προστασίας της προσωπικής ελευθερίας, περιουσίας και ζωής εμπλουτίζεται με το «δικαίωμα στην ιδιωτικότητα». Την προέκταση αυτού του δικαιώματος επικαλέστηκε η απόφαση του 1973, δικαιώνοντας την προσφεύγουσα με το ψευδώνυμο Τζέιν Ροου, που επιθυμούσε να προχωρήσει σε άμβλωση, παρά την απαγόρευση του τοπικού εισαγγελέα του Τέξας Χένρι Γουέιντ.
Η εξοργιστική απόφαση στέλνει ένα διεθνές μήνυμα καταπίεσης, κρατικού, θρησκευτικού, ακομα και τεχνολογικού ελέγχου
Πέρα από τα νομικίστικα και ανορθολογικά επιχειρήματα, πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση, με βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα, που γυρίζει συνολικά τις ΗΠΑ μισό αιώνα πίσω. Ο δρόμος που άνοιξε για καθολική απαγόρευση των αμβλώσεων από τοπικούς νόμους, όπως έσπευσαν ήδη να κάνουν πολιτείες με συντηρητικές κυβερνήσεις στο Νότο και τα Μεσοδυτικά των ΗΠΑ, στέλνει ένα διεθνές μήνυμα καταπίεσης, κρατικού, θρησκευτικού ακομα και τεχνολογικού ελέγχου (μέσω ηλεκτρονικού φακελώματος), όχι μόνο στα γυναικεία σώματα, αλλά συνολικά στις ζωές των ανθρώπων, στο όνομα της «προστασίας του αγέννητου παιδιού» Είναι μια απόφαση που πλήττει διπλά όσες ήδη βιώνουν καταπίεση, λόγω φύλου, φυλής, τάξης, επιχειρώντας να ζώσει με νέες αλυσίδες τους σύγχρονους κολασμένους του 21ου αιώνα.