Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Σε μακρά προεκλογική περίοδο πλέον το πολιτικό σύστημα
Σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, που μπορεί να διαρκέσει έως και την Άνοιξη του 2023, θα βρίσκεται εφεξής το πολιτικό σύστημα. Το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τον Σεπτέμβριο διαψεύσθηκε από την κυβέρνηση με τρόπο που επικοινωνιακά θα την δυσκολέψει πολύ να υπαναχωρήσει και να τις προκηρύξει αμέσως μετά το καλοκαίρι. Χωρίς, ωστόσο, αυτό να είναι ένα ενδεχόμενο που μπορεί να αποκλειστεί τελείως.
Αξίζει να ληφθεί υπόψη πως φημολογία περί πρόωρων εκλογών τον Σεπτέμβριο «διέρρευσε» από κυβερνητικά στελέχη. Επίσης, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με αμφίσημες δηλώσεις, τροφοδότησε για εβδομάδες το σχετικό κλίμα, μέχρι που «το έκλεισε» στις 6 Ιουλίου. Ενώ το σενάριο περί πρόωρων εκλογών στηρίχθηκε και από τις βασικές φιλοκυβερνητικές εφημερίδες.
Τα στοιχεία αυτά ανέδειξαν έναν συγκεκριμένο κυβερνητικό σχεδιασμό, που πλέον φαίνεται πως ανατρέπεται. Προφανώς, η «αλλαγή πλεύσης» δεν σχετίζεται με την πίστη του Κυριάκου Μητσοτάκη στους αστικούς θεσμούς, όπως υποστηρίζει η κυβερνητική προπαγάνδα. Από την άλλη, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται ούτε η εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ περί «κατάρρευσης» του κυβερνητικού στρατοπέδου.
Οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να καταγράφουν μία διαφορά κυβέρνησης – αξιωματικής αντιπολίτευσης, της τάξης των 7 μονάδων. Δείγμα του ότι οι κυβερνητικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, προσαρμοσμένες απόλυτα στον μονόδρομο των κανόνων της ΕΕ, δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια διαφοροποίηση.
Μια ορθολογική ερμηνεία των εξελίξεων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει τη σιγουριά ότι με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία (πρώτες εκλογές με δήθεν αναλογική, δεύτερες εκλογές με κλιμακωτό μπόνους 40 εδρών) μπορεί να διασφαλίσει την επανεκλογή της. Θυμίζουμε ότι, με το σενάριο του «καψίματος» του συστήματος που ψήφισε το 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ, μια αυτόνομη κυβέρνηση της ΝΔ απαιτεί ένα ποσοστό της τάξης του 39% για να έχει οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ποσοστό που αποτελεί μεγάλο ρίσκο για τη Νέα Δημοκρατία. Επίσης, την κυβέρνηση φαίνεται να τρομάζει το ενδεχόμενο της «χαλαρής δεξιάς ψήφου» στην πρώτη αναμέτρηση, καθώς και το ρευστό πολιτικά διάστημα που θα μεσολαβήσει έως τις δεύτερες εκλογές.
Έτσι, η κυβέρνηση φαίνεται πως «έβαλε μπροστά» την κινδυνολογία περί ακυβερνησίας, αποκαλώντας «βόμβα» το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές. Αυτά, ενώ την ίδια στιγμή φιλοκυβερνητικοί ιστότοποι αρθρο-γραφούν για την επαναφορά των σεναρίων περί (νέας) αλλαγής του εκλογικού νόμου. Μια πιθανότητα, όμως, που έχει αποκλείσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Φυσικά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να πάρει «σάρκα και οστά», αν υπήρχε μια ευρύτερη συμφωνία, όπως το να συναινέσει σε κάτι τέτοιο το ΠΑΣΟΚ ή ακόμη καλύτερα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, κάτι τέτοιο προσκρούει στο στενό κομματικό συμφέρον των δύο αυτών κομμάτων. Ιδίως για το ΠΑΣΟΚ, θα σήμαινε αυτόματη μείωση του δυνητικού ποσοστού του.
Έτσι, το επόμενο διάστημα, η κυβέρνηση δείχνει πως θα προχωρήσει με το δίλλημα «Μητσοτάκης ή αστάθεια», έχοντας στη «φαρέτρα» της τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να τα χρησιμοποιήσει στοχευμένα, και αρκετά «παράθυρα εκλογών» — για παράδειγμα τις αρχές του 2023 ή και τους φθινοπωρινούς μήνες. Αυτά, ενώ επεξεργάζεται –όπως παραδέχτηκε ο Κ. Μητσοτάκης– και σενάρια συμμαχικών κυβερνήσεων.