Εθνικά δίκαια για τους αστούς, συμφορές για τους λαούς
γράφει ο Μπάμπης Συριόπουλος
Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, η κατάληψη της πόλης και των γύρω περιοχών ήταν η έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας με το γνωστό καταστροφικό αποτέλεσμα. Η αρχή έχει σημασία για τη συνέχεια. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της Ελλάδας –της μισής αρχικά και ολόκληρης μετέπειτα– στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Επίσης, η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε εκστρατεύσει στην Ουκρανία κατά της σοβιετικής εξουσίας (Γενάρης-Απρίλης 1919).
Στις 6 Μαΐου 1919 στο Παρίσι, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Ε. Βενιζέλου, τον ρώτησε ο βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ: «Έχετε διαθέσιμον στρατόν»; Μετά την καταφατική απάντηση του έλληνα πρωθυπουργού, ο Λ. Τζορτζ του ανακοίνωσε: «Απεφασίσαμεν σήμερον μετά του Προέδρου Ουίλσωνος και του κ. Κλεμανσώ ότι δέον να καταλάβετε την Σμύρνην». Τότε συνέπεσαν προσωρινά οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της Αντάντ –κυρίως της Βρετανίας– με την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας της ελληνικής αστικής τάξης. Έτσι αποφασίζονταν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Πολλά δεν είχαν υπολογίσει ο Ε. Βενιζέλος και η μεγαλοαστική τάξη που τον στήριζε· τις αντιθέσεις και την αλλαγή στάσης στο στρατόπεδο της Αντάντ, καθώς η Γαλλία και η Ιταλία ήταν επιφυλακτικές από την αρχή στην ελληνική επέκταση στη Μικρά Ασία, καθώς είχαν τις δικές τους φιλοδοξίες, την αφύπνιση του πληγωμένου εθνικισμού των τουρκικών πληθυσμών και την άνοδο της τουρκικής αστικής τάξης. Κυρίως, όμως, δεν υπολόγισαν την κούραση του ελληνικού λαού –πρώτα απ’ όλα των φαντάρων– από τους πολέμους που κρατούσαν από το 1912 μέχρι τότε. Ήδη από το 1921 υπήρχαν 90.000 λιποτάχτες στην «Παλαιά Ελλάδα», σύμφωνα με δημοσίευμα της τότε Καθημερινής.
Ο κυνισμός των αστικών συμφερόντων, το μοίρασμα εδαφών και ανθρώπων, οι ψεύτικες υποσχέσεις, οι σφαγές και οι εκτοπισμοί πληθυσμών καλύπτονταν από τα ιδεολογήματα περί εθνικών δικαίων, ιστορικού προορισμού, εκπολιτισμού κ.λπ. Ο ιστορικός Νίκος Ψυρούκης έγραψε δεκαετίες πριν για τη μικρασιατική εκστρατεία ότι «ο πόλεμος των πετρελαίων παρουσιάστηκε από τη “Μεγάλη Ιδέα” σαν ιερός πόλεμος των Ελλήνων». Ο πόλεμος πάντα αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των εμπλεκομένων. Οι μοναρχικοί, που κέρδισαν τις εκλογές τον Οκτώβρη του 1920 υποσχόμενοι ειρήνη, συνέχισαν τον πόλεμο μέχρι τέλους, κάνοντας σχέδια για κατάληψη και της… Κωνσταντινούπολης, εκτός της Άγκυρας.
Το νεαρό τότε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) δοκιμάστηκε στις συνθήκες του πολέμου. Ξεπερνώντας τις αρχικές ταλαντεύσεις, πήρε ξεκάθαρη θέση κατά του άδικου επεκτατικού πολέμου από την πλευρά της Ελλάδας. Απέφυγε να συμμαχήσει με τη μία ή την άλλη αστική πτέρυγα, κατοχυρώνοντας στην πράξη την αυτοτέλεια της εργατικής πολιτικής. Ωριμάζοντας από τον ριζοσπαστικό σοσιαλισμό των απαρχών του στον εργατικό, διεθνιστικό κομμουνισμό, διακήρυξε αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (Ιούλιος-Αύγουστος 1920), που έδινε το ελεύθερο για ελληνική προέλαση στην ενδοχώρα: «Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποίαν μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσίς των».
Σήμερα, η ελληνική αστική τάξη συμμετέχει σε μια άλλη ουκρανική εκστρατεία από αυτήν του 1919, θυσιάζοντας τον ελληνικό λαό, όπως τότε, περιμένοντας ανταλλάγματα γι’ αυτόν της το ζήλο στην Ανατ. Μεσόγειο, όπως τότε. Ο σύγχρονος «πόλεμος των πετρελαίων» παρουσιάζεται σαν ιερός πόλεμος για τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της χώρας, όπως τότε.