Παναγιώτης Ξοπλίδης
Πράσινοι και Σοσιαλιστές «ευνουχίζουν» τον όποιο ριζοσπαστισμό της NUPES
«Κανείς μας δεν πρότεινε να αποχωρήσει από την ΕΕ ή να καταργήσει το ευρώ. Στο παρελθόν ήμασταν πολύ πιο διφορούμενοι στη διατύπωσή μας. Γιατί διαφοροποιηθήκαμε; Όχι ότι βρίσκουμε τη φιλελεύθερη Ευρώπη αποδεκτή, αλλά ο λόγος μας θα ήταν αδιέξοδος […]. Ποιος προτιμά το χάος από την τάξη σε περιόδους κρίσης; Κανείς. Ας το πούμε στα ίσια».
Δύο μήνες μετά τις προεδρικές εκλογές, η Γαλλία προσέρχεται ξανά στις κάλπες στις 12 και 19 Ιούνη για την ανάδειξη του νέου κοινοβουλίου της χώρας. Σε αντίθεση όμως με την προεδρική μάχη, που κινήθηκε εξαρχής κυρίως γύρω από το δίπολο Μακρόν-Λεπέν (σχεδόν εξαφανίζοντας τα παραδοσιακά κόμματα και επιβάλλοντας τελικά την πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς), αυτή τη φορά το βασικό επίδικο είναι η προοπτική της «συγκατοίκησης» με την Αριστερά. Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, αξιοποιώντας τη δυναμική της καμπάνιας του στις προεδρικές εκλογές, εμφανίζεται να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αν και το εκλογικό σύστημα (πλειοψηφικό με μονοεδρικές δύο γύρων) φαίνεται να εξασφαλίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του κόμματος Μακρόν. Ο ίδιος ο Μελανσόν προβάλει τη «συγκατοίκηση» ως πολιτική επανάσταση και έχει καταφέρει να ενώσει τη λεγόμενη «πληθυντική Αριστερά» στον συνασπισμό της Νέας Λαϊκής Οικολογικής και Κοινωνικής Ένωσης (NUPES) που δημιουργήθηκε από την Ανυπότακτη Γαλλία (FI), το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PC), την Ευρώπη Οικολογία – Πράσινοι (EELV) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS).
Η θέση για «ανεξάρτητη Γαλλία» συνάδει ουσιαστικά με τις επιδιώξεις του γαλλικού κεφαλαίου και εύκολα μπορεί να ενσωματωθεί στο άρμα του
Δεν θα είναι η «πρώτη φορά (πληθυντική) Αριστερά» για τη Γαλλία. Η προηγούμενη «συγκατοίκηση» ήταν αυτή του Λιονέλ Ζοσπέν με πρόεδρο τον Ζακ Σιράκ, μεταξύ 1997 και 2002. Ήταν η κυβέρνηση που αναδείχθηκε με το εμβληματικό αίτημα του 35ωρου. Αυτό είχε πράγματι θεσπιστεί τότε, σε συνδυασμό όμως με την εφαρμογή της εργασιακής ευελιξίας, που επέτρεπε στο γαλλικό κεφάλαιο να διατηρήσει ακλόνητο την κερδοφορία του εις βάρος των εργαζομένων. Παράλληλα, ο Ζοσπέν προχώρησε σε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (Crédit Lyonnais, France Telecom, Air France κ.α.), ενώ υπήρξε και ένθερμος θιασώτης των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων του ΝΑΤΟ στη Σερβία και το Αφγανιστάν. Το αποτέλεσμα ήταν η πρόκριση της ακροδεξιάς (του πατέρα Λεπέν) για πρώτη φορά στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, με τον Ζοσπέν να καταλήγει καταϊδρωμένος στην τρίτη θέση. Πιο πρόσφατα, η οδυνηρή εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αλλά και οι συγκυβερνήσεις σε Πορτογαλία και Ισπανία φανερώνουν πως ο κυβερνητισμός της Αριστεράς εξασφαλίζει τελικά την ευρύτερη συναίνεση στην εφαρμογή αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, δίνοντας διέξοδο στην κρίση της κλασικής διπολικής εναλλαγής.
Η ρητορική του Μελανσόν εμφανιζόταν στις προεδρικές εκλογές πιο ριζοσπαστική, σε επαφή με την κοινωνική δυναμική του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων και των εργατικών αντιστάσεων του χειμώνα 2019-2020, που ανέκοψαν την πλήρη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος. Καθόλου τυχαία, είχε επανειλημμένα κρατήσει αποστάσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, τονίζοντας ότι μια δική του πρωθυπουργία θα είναι διαφορετική, αν και η ενσωμάτωση των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων (των πιο ακραίων φιλο-ΕΕ δυνάμεων στη Γαλλία) στον εκλογικό συνασπισμό ευνουχίζει την –άτολμη έτσι κι αλλιώς– κριτική του Μελανσόν. «Κανείς μας δεν πρότεινε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή να καταργήσει το ευρώ. Στο παρελθόν ήμασταν πολύ πιο διφορούμενοι στη διατύπωσή μας. Γιατί διαφοροποιηθήκαμε; Όχι ότι βρίσκουμε τη φιλελεύθερη Ευρώπη αποδεκτή, αλλά ο λόγος μας θα ήταν αδιέξοδος. Αν προτιμήσουμε ένα ιδεολογικό πλήγμα χάνουμε, γιατί, πείτε μου, ποιος προτιμά το χάος από την τάξη σε περιόδους κρίσης; Κανείς. Ας το πούμε στα ίσια», δηλώνει πλέον ο Μελανσόν σε συνέντευξή του μετά την ανακοίνωση του προγράμματος της νέας εκλογικής συμμαχίας.
Το ζήτημα της ΕΕ είναι, λοιπόν, «ιδεολογικό», ενώ «κακός» είναι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, σύμφωνα με την προσφιλή τακτική των ηγετών της Προοδευτικής Διεθνούς (Σάντερς, Βαρουφάκης, Κόρμπιν) που τον διαχωρίζουν από τον αντίστοιχο «παραγωγικό». αυτό, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός μπορεί πολύ εύκολα να μεταφέρει τα κέρδη του από κλάδο σε κλάδο, ισοπεδώνοντας τα εργασιακά δικαιώματα παντού. Παράλληλα, η NUPES προτείνει μια αύξηση 100 ευρώ στον ελάχιστο κατώτατο μισθό, στα 1400 ευρώ, ενώ ο πληθωρισμός λεηλατεί τα εργατικά εισοδήματα με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Η θολότητα του προγράμματος δεν είναι προφανώς κάποιο «ατύχημα» ή αποτέλεσμα της ασταθούς –λόγω του πολέμου– περιόδου. Είναι συστατικό στοιχείο των προσωποπαγών κομμάτων που είναι πλέον ο κανόνας όχι μόνο στην αστική πολιτική, αλλά και στην «προοδευτική», όπου η σαφήνεια των στόχων και το πολιτικό πρόγραμμα αντιμετωπίζονται ως «ιδεοληψίες» και «αγκυλώσεις», που εύκολα ανατρέπονται υπό το βάρος της ισχυρής προσωπικότητας του αρχηγού.
Το κοινό πρόγραμμα ανασκευάζει και την αναιμική αντι-ΝΑΤΟϊκή θέση του Μελανσόν. «Καταρχάς, για το εμπάργκο, δεν είμαι αντίθετος σε τίποτα απολύτως. […] Το να θέλουμε να υπερασπιστούμε την κυριαρχία της Ουκρανίας δεν είναι απλώς από συμπάθεια, αλλά είναι επίσης επειδή εμείς οι Γάλλοι δεν συμφωνούμε ότι πρέπει να αγγίξουμε τα σύνορα στην Ευρώπη», δηλώνει στην ίδια συνέντευξη, καθώς οι νέοι σύμμαχοί του έχουν πρωταγωνιστήσει σε συνεχείς πολέμους και επεμβάσεις, που διέλυσαν χώρες και άλλαξαν σύνορα με τη σφραγίδα ΝΑΤΟ και ΕΕ. Σημειώνεται πως η αντιαμερικανική στάση του Μελανσόν συμβαδίζει με τα συμφέροντα σημαντικής μερίδας του γαλλικού κεφαλαίου, όπως αυτά αποτυπώνονται στους «ψιθύρους» και του Μακρόν, ο οποίος προσπαθεί επίσης να διαφοροποιηθεί από τη φιλοπόλεμη στάση ΗΠΑ-Αγγλίας, που προσπαθούν να επιμηκύνουν τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία. Η γαλλική πολεμική βιομηχανία ήταν, άλλωστε, ο μεγάλος χαμένος της συμφωνίας AUKUS και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, με την παραδοσιακή αυτονομία του εντός του δυτικού στρατοπέδου, γνωρίζει ότι θα έχει λίγα περιθώρια κινήσεων στο νέο πλαίσιο ανταγωνισμού της Δύσης όχι μόνο με τη Ρωσία, αλλά κυρίως με την Κίνα.
Η θέση του Μελανσόν για «ανεξάρτητη Γαλλία» όχι απλά δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τις επιδιώξεις του γαλλικού κεφαλαίου, αλλά εύκολα θα ενσωματωθεί στο άρμα του, αν αυτό επιλέξει να έρθει σε μεγαλύτερη σύγκρουση με τις επιλογές ΝΑΤΟ και ΗΠΑ στο γεωπολιτικό σκηνικό.