Γιάννης Ελαφρός
Στην Ελλάδα από το πρωί μέχρι το βράδυ ακούμε για την επιθετικότητα της Τουρκίας και του Ερντογάν. Στην Τουρκία ακούν ακριβώς το ανάποδο. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στη μέση, δεν βρίσκεται σε καμία από τις δύο πλευρές ενός αντιδραστικού και άδικου ανταγωνισμού. Στη νέα σκοτεινή εποχή των πολέμων του κεφαλαίου, με το διεθνές περιβάλλον να βρομάει μπαρούτι, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός γίνεται πολύ επικίνδυνος.
Οι αιτίες της όξυνσης και οι εμπρηστές του ΝΑΤΟ
«Η κατάσταση είναι δύσκολη και γι’ αυτό είναι απαραίτητο το ΝΑΤΟ να είναι μια πλατφόρμα όπου μπορούν να συναντηθούν Ελλάδα και Τουρκία», δήλωσε στο γαλλικό Le Point ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ συμπλήρωσε πως «το ΝΑΤΟ έχει δημιουργήσει έναν μηχανισμό αποφυγής σύγκρουσης, τον οποίο χρησιμοποιήσαμε το 2020», για να «αποτρέψουμε ένα ανεξέλεγκτο σπιράλ εντάσεων». Ο εμπρηστής που εμφανίζεται ως πυροσβέστης…
Κι όλα αυτά, ενώ και στις δύο όχθες του Αιγαίου τα πολεμικά τύμπανα κτυπούν, σκορπίζοντας ανησυχία και φόβο στον κόσμο, ρίχνοντας το βαρύ τους πέπλο πάνω από τα φλέγοντα κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο της δουλειάς σε Ελλάδα και Τουρκία και καλώντας σε συστράτευση στο «εθνικό μέτωπο» για την αντιμετώπιση του «προαιώνιου εχθρού». Οι κυβερνητικές κι εθνικιστικές φωνές και στις δύο χώρες μοιάζουν εντυπωσιακά: Και οι δύο έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους, και οι δύο απειλούνται από τον «απέναντι» και οι δύο έχουν παράπονα από τα «μεγάλα αφεντικά», τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, που (κρυφά ή φανερά) υποστηρίζουν τον άλλο.
Για να γίνει κατανοητός ο χαρακτήρας της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, πρέπει να βλέπουμε σε διαλεκτική αλληλεπίδραση την μεγάλη εικόνα, της διεθνούς όξυνσης των ανταγωνισμών του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών μπλοκ και της πολεμικής έκφρασής τους (με κορυφαία έκφραση την Ουκρανία), και την πλευρά της συγκεκριμένης διαπάλης των δύο καπιταλιστικών κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, με αστικές τάξεις που επιδιώκουν να αποκτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι από την λεία της περιοχής σε βάρος της άλλης. Σε αυτή τη νέα σκοτεινή εποχή των πολέμων, όπου υπάρχουν «πυριτιδαποθήκες», οι κίνδυνοι είναι πολύ μεγάλοι.
Η επιθετικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο δεν ειναι μονομερής
Πολιτικά κόμματα, κυβέρνηση και «αντιπολίτευση», στρατηγικοί αναλυτές, ΜΜΕ κάθε απόχρωσης, ακόμα και δυνάμεις της Αριστεράς στην Ελλάδα παπαγαλίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ την επιθετικότητα της Τουρκίας και του Ερντογάν. Φυσικά αυτή υπάρχει, αλλά δεν είναι μονομερής. Υπάρχει και η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης και του ελληνικού κράτους. Όσο κι αν έχουν και ίδια και διαφορετικά πεδία εκδήλωσης, έχουν «τα ίδια απαίσια χαρακτηριστικά».
Που οφείλεται όμως η τωρινή έξαρση; Αυτή δεν είναι άσχετη με την όξυνση του ανταγωνισμού ΗΠΑ/ΝΑΤΟ/ΕΕ από την μια πλευρά και της Ρωσίας με την Κίνα από την άλλη, μετά και το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Καταρχάς, οι ΗΠΑ ειδικά απαιτούν απόλυτη ένταξη στο στρατόπεδό τους, πιέζοντας την Τουρκία να διακόψει την επαμφοτερίζουσα στάση της απέναντι στη Ρωσία και γενικά. Η Ελλάδα (με συναίνεση ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, εθνικιστών) είναι απολύτως δεδομένη. Δεύτερο, ενισχύεται ξανά η σημασία η περιοχή μας, με το Αιγαίο να αναδεικνύεται σε κρίσιμο δίαυλο για την Μαύρη Θάλασσα και τη Ρωσία, εξού και αναβαθμίζεται το ποιος και πως θα ελέγχει τα περάσματα. Ενισχύεται ο ρόλος των Βαλκανίων, με την Αλεξανδρούπολη να γίνεται νέο «αστέρι» στις αμερικανικές βάσεις,. Τρίτο, η πίεση των ΗΠΑ για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία και οι νέες ενεργειακές ανάγκες που διαμορφώνονται στην ΕΕ στο απρόβλεπτο περιβάλλον και με τις στρόφιγγες του ρωσικού φυσικού αερίου να κλείνουν, ενισχύουν τη σημασία της ενεργειακής τροφοδότησης από ΝΑ Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Αν και ο αγωγός East Med δείχνει να έχει «βουλιάξει», ενεργειακοί δρόμοι θα υπάρξουν για να μεταφερθεί ενέργεια (είτε σαν ηλεκτρικό ρεύμα με καλώδιο, είτε σαν LNG) από Αίγυπτο, Ισραήλ, από νέα κοιτάσματα της Μεσογείου ή και ακόμα μακρύτερα. Ποιοι θα έχουν μερτικό ελέγχου;
Στο έδαφος αυτό αναπτύσσονται οι τακτικές Ελλάδας και Τουρκίας. Η ελληνική άρχουσα τάξη μετά την γεωπολιτική και οικονομική υποχώρηση λόγω της οξύτατης οικονομικής κρίσης (π.χ. απώλεια μεγάλου μέρους των οικονομικών κτήσεων στα Βαλκάνια), αφού επικράτησε μέσω του ευρω-μνημονια-
κού σφαγείου κατά των εργαζομένων στο εσωτερικό, έβαλε μπροστά την γεωπολιτική αναβάθμισή της ως πυλώνα μιας νέας εποχής κερδοφορίας. Στόχος το μεγάλο μερίδιο από κοιτάσματα και ενεργειακούς δρόμους στη ΝΑ Μεσόγειο (μέσω των ΑΟΖ) και η επιστροφή στα Βαλκάνια, με ανάλογο περιορισμό της Τουρκίας, αξιοποιώντας και την αστάθεια στις σχέσεις της με ΗΠΑ και ΕΕ. Γι’ αυτό και η διαμόρφωση από ελληνικής πλευράς υπερφίαλων σχεδίων για την ΑΟΖ, η φιλολογία για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια (μετατρέποντας το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη»), η προώθηση της ΝΑΤΟϊκής Συμφωνίας των Πρεσπών που επέβαλλε αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας στη γειτονική χώρα κλπ.
Η όλη αυτή διαδικασία βασίζεται –και από την κυβέρνηση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ– στην απόλυτη ταύτιση με τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή κι ευρύτερα. Η Ελλάδα γεμίζει βάσεις (νέα πενταετής «αμυντική συμφωνία»), στέλνει όπλα στην Ουκρανία, δυνάμεις στη Βουλγαρία και Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία, γίνεται θεματοφύλακας των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή απέναντι και στην «άτακτη» Τουρκία. Επίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαμορφώνουν μια σειρά άξονες χωρίς και καταφανώς απέναντι στην Τουρκία, όπως με το Ισραήλ (που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία σε όσους φαντασιώνονται ένα «Ισραήλ των Βαλκανίων»), την Αίγυπτο, αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, αλλά και τη Γαλλία, με βασικό παίκτη τις ΗΠΑ. Ο νέος αμερικανός πρέσβης Τζορτζ Τσούνης είπε πως «η σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρή και πιο σημαντική» (Καθημερινή 19/6), ενώ διεύρυνε το πεδίο της: «Ανατολική Μεσόγειο, Δυτικά Βαλκάνια, στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και πέρα από αυτήν».
Στόχος της ελληνικής ολιγαρχίας είναι η αρπαγή μεγάλου μεριδίου από τη λεία της περιοχής, με ανάλογο περιορισμό της Τουρκίας, με τις πλάτες των ΗΠΑ και της ΕΕ
Η Ελλάδα, είπε, γίνεται «περιφερειακός ενεργειακός κόμβος». Εάν η Τουρκία έχει ως «βαρύ χαρτί» τη στρατιωτική απειλή και πράξη και τον ετοιμοπόλεμο στρατό της, η Ελλάδα χρησιμοποιεί κυρίως την ένταξή της στην ΕΕ, τις συμμαχίες της, το προηγούμενο status quo. Όλα αυτά μοιάζουν με «soft power» αλλά δεν είναι λιγότερο επιθετικά στην πράξη. Τα τελευταία χρόνια όμως, η Ελλάδα εξοπλίζεται και με ξέφρενο ρυθμό, αγοράζοντας σχεδόν «ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει». Αναβάθμιση F-16 (2 δισ.), αγορά Rafale (3 δισ.), F-35 στο μέλλον (~10 δισ.), τρεις φρεγάτες Belhara (πάνω από 3 δισ.), έρχονται κορβέτες, αναβάθμιση των παλιότερων φρεγατών. Ακόμα, έρχονται άμεσα σχεδόν 2 δισ. για τα γερμανικά τανκς Leopard. Το κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι εξωπραγματικό, ήδη το 2022 οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα απογειώθηκαν σε 3,8% του ΑΕΠ, όταν το ΝΑΤΟ έχει στόχο –που δεν πιάνουν πολλά κράτη– για 2%! Την ίδια ώρα ο Κ. Μητσοτάκης στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ έθετε θέμα να μπλοκαριστούν οι εξοπλισμοί προς την Τουρκία. Το ίδιο ζητάει και από την ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο πως αναλυτές και στην Ελλάδα και στην Τουρκία εκτιμούν πως η ελληνική πολεμική αεροπορία κατακτά την υπεροχή απέναντι στην τουρκική, γεγονός που φαίνεται να γεμίζει εκνευρισμό την Άγκυρα. Βεβαίως, το γαϊτανάκι των εξοπλισμών θα συνεχιστεί και από τους δύο εξαιρετικούς πελάτες των αμερικανικών και ευρωπαϊκών (παλιότερα και ρωσικών) εξοπλιστικών εταιρειών, κάνοντας απίθανη την κατάκτηση υπεροχής.
Ο τουρκικός καπιταλισμός, αν και ο λαός δοκιμάζεται σήμερα από μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση, έχει δυναμώσει πολύ οικονομικά τα προηγούμενα χρόνια και διεκδικεί επέκταση του οικονομικού και πολιτικού του ρόλου σε βάρος του παλιού στάτους, από την ευρύτερη περιοχή μέχρι τη Λιβύη, την υποσαχάρια Αφρική, την Ουκρανία. Η Τουρκία επιχειρεί να εμφανιστεί ως ένας αυτοτελής και μεγάλος παίχτης, με πολύπλευρες συμμαχίες σε μια εποχή οξύτατων ανταγωνισμών και ανάδυσης πολλαπλών κέντρων, με ισχυρή προώθηση και υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων, όπως στην περίπτωση της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ, έχοντας πραγματοποιήσει εισβολές σε Συρία, Ιράκ και Κύπρο και παρεμβαίνοντας στρατιωτικά σε μια σειρά από χώρες (π.χ. Αζερμπαϊτζάν κατά Αρμενίας, Λιβύη). Διεκδικεί μεγάλο μερίδιο από τη λεία και τους αγωγούς στη ΝΑ Μεσόγειο κι αυτό την φέρνει σε αντιπαράθεση με τα σχέδια της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Στο πλαίσιο αυτό έθεσε και το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου (ένα ζήτημα που θέτει εδώ και δεκαετίες), συνδέοντας το όμως για πρώτη φορά με την ελληνική κυριαρχία. Ωστόσο, η πρωτοφανής κι επικίνδυνη αυτή ατζέντα δεν μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από τη συνολική αντιπαράθεση των δύο αστικών τάξεων. Ακόμα και η ελληνική κυβέρνηση δεν εκτιμά πως η Τουρκία έχει στόχο κατάληψη εδαφών και δίνει περισσότερο διαπραγματευτικό χαρακτήρα σε αυτές τις κινήσεις, σημειώνοντας πως πέρα από τις απειλές δεν καταγράφονται στρατιωτικές κινήσεις. Το εργατικό αντιπολεμικό κίνημα και στις δύο χώρες αγωνίζεται ενάντια στον ανταγωνισμό και σε λογικές αλλαγής συνόρων. Όσον αφορά την αποστρατιωτικοποίηση, και τα δύο κράτη έχουν υπερβεί συμφωνίες, εξοπλίζοντας και τα νησιά και τα παράλια (τουρκική στρατιά).
Αγώνας ενάντια στην πολεμική προετοιμασία
▸ Το πιο σημαντικό άμεσο διεθνιστικό καθήκον, η αποτροπή του πολέμου
«Πιο σημαντικός από την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον πόλεμο είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε πολιτική για την πρόληψη του πολέμου», τονίζει ο Χακάν Γκιουνές, στέλεχος του Εργατικού Κόμματος Τουρκίας (ΤΙΡ), στη συνέντευξη που δίνει σήμερα στο Πριν. Στη συνάντηση που είχε αντιπροσωπεία του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση στις αρχές Ιουνίου με στελέχη του Κόμματος Εργασίας (ΕΜΕΡ), μας είχαν υπογραμμίσει «πόσο σημαντικό είναι για εμάς να μπορούμε να πούμε στον λαό πως στην Ελλάδα υπάρχουν αγωνιστές, υπάρχουν εργατικές αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που αντιτάσσονται στον πόλεμο, στον εθνικισμό, στους εξοπλισμούς, στις βάσεις. Αυτό είναι το πιο σημαντικό επιχείρημα για την ειρήνη».
Να το κρίσιμο.
Το βασικό καθήκον σήμερα για τις δυνάμεις του κινήματος, αντί να λένε «τι θα γίνει εάν», είναι να κινητοποιηθούν και να πάρουν θέση ενάντια στην πολεμική προετοιμασία και τον πόλεμο. Το κύριο εδώ δεν είναι να αναδειχθεί μονομερώς η επιθετικότητα της Τουρκίας, αυτό είναι κάτι που το κάνει έτσι κι αλλιώς και σε υπερβολή το «δικό μας» κράτος. Το ζήτημα είναι να αναδείξουμε τις ευθύνες της ελληνικής αστικής τάξης και των συμμαχιών στις οποίες συμμετέχει όχι γιατί «μάς ρίχνουν» αλλά γιατί είναι από τη φύση τους επιθετικές απέναντι στους ανταγωνιστές τους και γιατί αξιοποιούν τη σύμπραξη του ελληνικού κράτους για τους πιο ληστρικούς σκοπούς. Αγώνας για την ειρήνη και την φιλία των λαών, ενάντια στις εξορύξεις και τις ΑΟΖ, ενάντια στους τερατώδεις εξοπλισμούς και τις βάσεις, στην εμπλοκή στα σχέδια του ΝΑΤΟ και τις επεμβάσεις, τον πόλεμο κατά των προσφύγων, την αλλαγή συνόρων, για την έξοδο της Ελλάδας από ΝΑΤΟ και ΕΕ, για την ανατροπή της αντεργατικής και φιλοπόλεμης πολιτικής κυβέρνησης-κεφαλαίου, για το άνοιγμα του δρόμου για την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Να ένα φιλειρηνικό μήνυμα προς τον τουρκικό λαό, που θα βρει σίγουρα αποδέκτες.
Η διάκριση των εθνικισμών και η στάση του ΚΚΕ
«Η ίδια η στρατιωτική ηγεσία το λέει και φοβάται για κατάληψη είτε ακατοίκητων νησιών, βραχονησίδων, είτε ακόμα και κατοικημένων νησιών». «Η Τουρκία ευθέως, με την προκλητικότητα και την επιθετικότητά της, αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα και αμφισβητεί πλέον ακόμα και τμήμα της επικράτειας, της κυριαρχίας της χώρας». «Η ελληνική άρχουσα τάξη, η Ελλάδα, δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις από την Τουρκία, δεν βάζει ζήτημα για τα κυριαρχικά δικαιώματα, για την κυριαρχία της Τουρκίας, όμως έχει άλλες βλέψεις, οικονομικές, εμπορικές, θέλει κυρίως να είναι κυρίαρχη στο γεωστρατηγικό παιχνίδι στην περιοχή». Τάδε έφη ο γ.γ. του ΚΚΕ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ.
Η προσπάθεια να φανεί πως είναι άλλης ποιότητας οι πολιτικές των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας και τελικά η υπογράμμιση της επιθετικότητας της τουρκικής, με την παράλληλη συνηγορία πως η ελληνική «δεν βάζει ζήτημα για τα κυριαρχικά δικαιώματα» της Τουρκίας, είναι αποτέλεσμα της επιλογής του ΚΚΕ να αποδεχθεί αυτούσια την προσέγγιση του ελληνικού αστικού κράτους για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τις ΑΟΖ. Έτσι, όμως, δεν υπάρχει ούτε συνεπής αντιπολεμική πάλη, ούτε διεθνιστικός αγώνας.
Αλλά και η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν μπορεί να βασίζεται στη θέση πως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στηρίζουν ή σιγοντάρουν την Τουρκία, γιατί «την έχουν πιο αναβαθμισμένη στις προτεραιότητές τους» (Δ. Κουτσούμπας). Βεβαίως οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, αλλά το κρίσιμο σημείο σήμερα είναι πως η επιθετική πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας πάει μαζί με τη συστράτευση με τα επικίνδυνα σχέδια του ΝΑΤΟ. Αυτό κάνει πιο αναγκαία και πιο ταξική-αντικαπιταλιστική την αντιΝΑΤΟϊκή πάλη. Κάθε άλλη προσέγγιση καθίσταται όχι μόνο «άσφαιρη» αλλά ρίχνει και νερό στον μύλο του ελληνικού εθνικισμού.