Την ώρα που στη Γαλλία η νέα εκδοχή της «πληθυντικής Αριστεράς» ετοιμάζεται να διεκδικήσει την κυβέρνηση, στο νησί της Ιρλανδίας το πολιτικό σκηνικό σφραγίζεται από την επέλαση του Σιν Φέιν. Τόσο στο νότιο τμήμα, που αποτελεί μια ανεξάρτητη χώρα και είναι μέλος της ΕΕ όσο και στο βόρειο, που ουσιαστικά παραμένει υπό βρετανική κατοχή, παρά τη διευρυμένη αυτονομία του.
Εκεί, στη Βόρεια Ιρλανδία, οι εκλογές που έγιναν την Πέμπτη έφεραν για πρώτη φορά το Σιν Φέιν στη θέση του μεγαλύτερου κόμματος. Το Σιν Φέιν εξασφαλίζει 27 έδρες και το συντηρητικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) 24 με τα εκλογικά ποσοστά τους να είναι στο 29% και στο 21,3% αντίστοιχα στις πρώτες εκλογές στη μετά-Brexit εποχή. Aυτό ουσιαστικά του δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσει και να πάρει τη θέση του πρωθυπουργού, όπως τουλάχιστον προβλέπει η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που υπογράφηκε το 1998 και έθεσε επισήμως τέλος στον εμφύλιο ανάμεσα σε κατά βάση Καθολικούς «ρεπουμπλικάνους» και Προτεστάντες «ενωτικούς».
Παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, μιας και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός που προέρχεται από το αντίπαλο στρατόπεδο (μέχρι σήμερα το Σιν Φέιν και πλέον το DUP) έχει τις ίδιες εξουσίες και δικαίωμα βέτο, η σημασία της δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Πολύ περισσότερο καθώς στην Ιρλανδία, την ίδια στιγμή, το κόμμα που επί δεκαετίες υπήρξε το πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) προηγείται στις δημοσκοπήσεις με διαφορά μέχρι και δέκα μονάδων.
Αξίζει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι η εικόνα αυτή δεν προέρχεται πρωτίστως από κάποια έξαρση του ιρλανδικού εθνικισμού, τον οποίο εκφράζει το Σιν Φέιν, προσδίδοντάς του και αριστερά χαρακτηριστικά. Έχει να κάνει, κυρίως, με την επιλογή της ηγεσίας του – που έχει αναλάβει εδώ και μια πενταετία τα ηνία από τους «μπαρουτοκαπνισμένους» Τζέρι Άνταμς και Μάρτιν Μακ Γκίνες – να επικεντρώσουν στο κοινωνικό ζήτημα, που καίει εκατομμύρια Ιρλανδούς και έχει οξυνθεί στο φόντο της νέας κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.